Πώς συνδέεται η γεύση, ο πολιτισμός, η λαογραφία και η ιστορία μιας περιοχής; Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Πολλές φορές μπορείς να την καταλάβεις μόνο με μια ματιά. Η δύναμη της τοπικής γαστρονομίας άλλωστε είναι μαγική, καθώς περνάει (και διαμορφώνει) από τον ψυχικό μας κόσμο, αλλά και τις σχέσεις μας με τους γύρω μας. Για να μας εξηγήσει τα παραπάνω, η κυρία Πανδώρα Βακάλη, μια γυναίκα γεμάτη εμπειρίες και ιστορίες από τα παιδικά της χρόνια, όπως αυτή τις έζησε στο χωριό της, μας υποδέχεται στο σπιτικό της.
Μπαίνοντας μέσα νιώθουμε αμέσως τη ζεστασιά, την ηρεμία και την ασφάλεια, σαν να περνούσαμε ένα απόγευμα με τη δική μας γιαγιά. Κατευθυνόμαστε στο καθιστικό με τα παλιά ξύλινα έπιπλα και τις δαντελωτές κουρτίνες. Μας σερβίρει με χαμόγελο γλυκό τριαντάφυλλο που μόλις έφτιαξε όλο μεράκι και αγάπη. Καθώς απολαμβάνουμε το γλυκό μας παρατηρούμε τον χώρο γύρω μας. Η κουζίνα της, πεντακάθαρη, οι τεντζερέδες τακτοποιημένοι σε σειρά. Το τραπέζι κάλυπτε ένα κεντητό τραπεζομάντιλο, καλοσιδερωμένο και καθαρό, θύμιζε τη φροντίδα των παλιών νοικοκυρών, «προικώον» της, όπως μας είπε αργότερα.
Νιώθαμε πως όλα βρίσκονταν στη σωστή τους θέση, σαν να περίμενε τα εγγόνια της να επιστρέψουν απ’ το σχολείο. Εξω χιόνιζε, ήταν ένα χειμωνιάτικο και κρύο πρωινό από εκείνα τα γνώριμα χιονισμένα και κρύα πρωινά της Φλώρινας. Αλλά δεν μας ένοιαζε. Αντιθέτως, απολαμβάναμε τη θαλπωρή της κουζίνας και την παρέα της κυρα-Πανδώρας.
Εκείνη σηκώθηκε από την καρέκλα με αργά και σταθερά βήματα και κατευθύνθηκε προς τον πάγκο. Γέμισε το τσουκάλι με νερό, έριξε τα μυρωδικά και το αλάτι και περίμενε μέχρι αυτό να κοχλάσει.
«Κορίτσια μου», μας είπε, «τα πράγματα τότε δεν ήταν όπως σήμερα. Εμείς ό,τι φαγητό μαγειρεύαμε το ψήναμε στο λίπος απ’ το γουρούνι. Λάδι δεν ξέραμε τι θα πει. Κάθε μέρα ξυπνούσαμε χαράματα για να πάμε στο σχολείο και οι μεγάλοι στα χωράφια. Η μαμά μου μας ετοίμαζε φύλλα, φτιαγμένα με γάλα ή με τυρί, που τ’ ανοίγαμε το φθινόπωρο για να ‘χουμε όλο τον χρόνο. Αυτό ήταν το πρωινό μας. Γάλα ως παιδιά, δεν ήπιαμε πολύ. Το κρατούσαν οι γονείς μας για να κάνουν το τυρί και το βούτυρο της οικογένειας. Τους θυμάμαι να πηγαίνουν στο χωράφι αξημέρωτα για να μην τους πιάσει η ζέστη, μόνο με ένα μπουκάλι νερό στο σακίδιο».
Η κυρα-Πανδώρα, άφησε να φύγει ένας αναστεναγμός. Παράλληλα έριξε στο ένα τσουκάλι μερικές μεγάλες πατάτες και στο άλλο κόκκινες πιπεριές και τα άφησε να σιγοβράσουν. Η μυρωδιά της πιπεριάς απλώθηκε σε όλο το σπίτι, και η λαχτάρα μας να δοκιμάσουμε το φαγητό της όλο και μεγάλωνε. «Οι γονείς μου γύριζαν απ’ το χωράφι με την κούραση ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους» συνέχισε.
«Το μακάλο πάντα το φτιάχναμε, βλέπετε, είναι εύκολο πιάτο. Η μάνα μου πετούσε μια κουταλιά λίπος στο τηγάνι, δύο αλεύρι, νερό και αλατοπίπερο. Για να πάρει γεύση το συνόδευε με τυρί ή κοτόπουλο από τα δικά μας». Η κυρα-Πανδώρα καθάρισε τις πιπεριές και τις πατάτες και τις έριξε σε ένα ξύλινο γουδί. «Μπλέντερ δεν είχαμε παλιά. Ετσι στουμπισμένα ήταν πιο νόστιμα» μας είπε με ένα βλέμμα γεμάτο νοσταλγία και χαμένο προς στιγμήν κάπου στο παρελθόν.
«Τα μακαρόνια δεν ξέραμε τι είναι»
«Το μεσημέρι μαγειρεύαμε το κρέας ή το παστό με λάχανο, κρεμμυδάκι ή πατάτες, ανάλογα τι είχαμε. Κριθαράκι δε ξέραμε τι θα πει, ούτε μακαρόνια φυσικά. Τα μάθαμε μετά. Ολα ήταν αγνά. Τα λαχανικά από τον κήπο μας. Τα κρέατα ήταν δικά μας ή από τον γείτονα. Οι κοπέλες έπαιρναν το φαγητό και το πήγαιναν με το ποδήλατο στο χωράφι. Τα πιο μικρά έμεναν στο σπίτι και έκαναν κι εκείνα δουλίτσες. Τάιζαν τα ζωάκια και μάζευαν τα αβγά από το κοτέτσι. Ολες οι δουλειές του σπιτιού το βράδυ γίνονταν με το φως μιας λάμπας, νούμερο πέντε. Την πιο φτηνή της αγοράς. Με αυτή ράβαμε, με αυτή διαβάζαμε. Το φιτίλι κάπνιζε και λέρωνε συχνά το λαμπογυάλι…».
Αφού χτύπησε τα υλικά με το γουδοχέρι και έφτιαξε έναν πλούσιο πουρέ έριξε μέσα το σκόρδο, το λάδι, τη φρέσκια ρίγανη και το αλατοπίπερο κι έπειτα συνέχισε να αναδεύει δένοντας όλα τα υλικά μαζί. Το σκόρδο μαζί με τη φρέσκια ρίγανη και το αγνό ελαιόλαδο μας γαργάλησε τη μύτη.
«Η μαμά μου συχνά με έβαζε να πλένω αυτό το λαμπογυάλι. «Σίσε», το λέγαμε οι ντόπιοι. Και επειδή ήταν λεπτό, μου γλιστρούσε συχνά από τα χεράκια μου και έσπαγε. Και έπρεπε να αγοράζουμε καινούργιο. Πόσες φορές με μάλωσε γι’ αυτό η μαμά μου» συνέχισε η κυρα-Πανδώρα, πάλι με το ένα χέρι να ανακατεύει και τη σκέψη της να ταξιδεύει.
Δεν θέλαμε να φύγουμε. Η γυναίκα μας έβαλε το φαγητό στη μέση του τραπεζιού, με μπόλικο λαδάκι και σκορδάκι, έριξε και μπούκοβο, το γνωστό σε μας κόκκινο πιπέρι, μας έψησε και ζεστό ψωμί στη σόμπα. Βουτούσαμε και τρώγαμε μιλώντας και γελώντας… Μια πραγματική ευτυχία εκείνο το όμορφο πρωινό του Νοέμβρη…