O Θόδωρος Αγγελόπουλος είχε μια ξεχωριστή σχέση με τη Φλώρινα. Τα βήματά του πάντα τον έφερναν εκεί και η πόλη πάντα τον περίμενε και τον υποδεχόταν. Μαζί του έγιναν μέρος της ο Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ο Τζιαν Μαρία Βολοντέ, η Ζαν Μορό, ο Χάρβεϊ Καϊτέλ… Θα έλεγε κανείς ότι η Βόρεια Ελλάδα, και η Φλώρινα ειδικά, με τα χρώματα, τις εικόνες και τον δικό της χρόνο, επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τη δημιουργική του πορεία και την αισθητική του μεγάλου έλληνα σκηνοθέτη. Ο «Θίασος», ο «Μελισσοκόμος», το «Μετέωρο βήμα του πελαργού», «Το βλέμμα του Οδυσσέα».
Η σχέση του Αγγελόπουλου με τη Φλώρινα είχε μια βαθιά συναισθηματική διάσταση, που συνδέθηκε με τα ιστορικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά της περιοχής και την ατμόσφαιρα νοσταλγίας που προσέφεραν στην κάθε σκηνή. Η περιοχή, το φυσικό τοπίο και η παραδοσιακή αρχιτεκτονική της, αντανακλούσαν την αίσθηση του παρελθόντος, του τραυματισμένου ιστορικού χρόνου και της απώλειας.
Οι ανηφορικοί δρόμοι, οι πέτρινες γειτονιές και οι απομονωμένοι οικισμοί ενίσχυσαν το αίσθημα της αποξένωσης και της απόστασης από το κέντρο, γεγονός που αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την κινηματογραφική προσέγγιση του Αγγελόπουλου. Οι σκηνές που διαδραματίζονται σε αυτό το τοπίο αναδύουν μια ατμόσφαιρα μοναξιάς, που χαρακτηρίζουν την πορεία των ηρώων και την εξέλιξη των ιστοριών του. Η Φλώρινα, μαζί με τα περίγυρά της, ήταν ιδανικά για να αποτυπώσουν τα συναισθήματα της εποχής και να το μεταδώσουν αυτό στο κοινό.
Ενα… μετέωρο βήμα
Ο εκπαιδευτικός Σάββας Παπαδόπουλος βρισκόταν στη Φλώρινα και παρακολούθησε από κοντά τα γυρίσματα της ταινίας «Το μετέωρο βήμα του πελαργού». Πώς κρατάει στη μνήμη του αυτές τις αναμνήσεις; Σαν ένα έργο έξω από τον χρόνο. Που έγινε τότε, συνεχίζεται σήμερα, θα καθορίσει το αύριο.
Διηγείται: «Δεκέμβριος 1990. Οι θερμοκρασίες είναι πολικές. Ξεκινώ από το σπίτι με προορισμό τη μητρόπολη και στη συνέχεια τον ραδιοφωνικό σταθμό. Ο σταθμός αυτός, λειτουργούσε πλέον με σκοπό οι ηχηρές μεταδόσεις εμβατηρίων και τα καλέσματα στους πιστούς να αποτρέψουν τα γυρίσματα της ταινίας που έχει διχάσει και έχει προκαλέσει αναταραχή στην πόλη μας. Η διαδρομή μου περνά από την παραποτάμια περιοχή. Εκεί, τα σκηνικά της ταινίας έχουν στηθεί με τέτοια λεπτομέρεια, που μοιάζουν να ανήκουν σε μια άλλη εποχή, βγαλμένη από παραμύθι. Η ομίχλη πυκνή, οι βάρκες να πλέουν στο ποτάμι σαν σκιές, και ολόκληρη η εικόνα με καθηλώνει».
Και συνεχίζει: «Παντού αντηχούν εμβατήρια και φωνές. Συνεργεία τρέχουν πυρετωδώς, στήνουν κάμερες, ανάβουν φωτιές σε βαρέλια που φωτίζουν το σκηνικό περιμετρικά του ποταμού. Ηθοποιοί και κομπάρσοι κάνουν πρόβες, ενώ οι τεχνικοί ρυθμίζουν τα μηχανήματά τους. Ξαφνικά, πίσω από μια αψίδα, εμφανίζεται ο σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος. Κρατά έναν τηλεβόα στο χέρι, δίνοντας οδηγίες με φωνή σταθερή, αποφασιστική. Παρά τη φασαρία, στο πρόσωπό του διακρίνεται μια ηρεμία, σχεδόν υπερβατική…».
Ιδιαίτερο πολιτισμικό τοπίο
Η Φλώρινα αποτελούσε έναν τόπο συνάντησης των πολιτισμικών διαφορών και των ιστορικών αντιφάσεων της Ελλάδας. Η περιοχή μας, λόγω της εγγύτητάς της με τα Βαλκάνια, υπήρξε το επίκεντρο των εθνολογικών και πολιτικών συγκρούσεων, ενώ η σχέση των κατοίκων της με τις γειτονικές χώρες συνέβαλε στο να δημιουργηθεί ένα ιδιαίτερο πολιτισμικό τοπίο.
Αυτή η σχέση του Αγγελόπουλου με τη Φλώρινα αποκαλύπτει τον τρόπο που ο σκηνοθέτης αντιλαμβανόταν την Ελλάδα ως έναν τόπο γεμάτο από ιστορικές αντιφάσεις και πληγές. Ο σκηνοθέτης, με την ευαισθησία του απέναντι στις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις, αποτύπωσε αυτή την «αντίφαση» και την ιστορική ένταση με τρόπο που ο τόπος της προσέφερε πολύ καλά ως σκηνικό.
Δεν έβλεπε τη Φλώρινα ως έναν απλό φυσικό χώρο, αλλά ως έναν «ζωντανό μάρτυρα» της ιστορίας της χώρας, που διέθετε μια ισχυρή ικανότητα να αναδείξει τα θέματά του μέσα από της δικές της διαφορές. Η πόλη, με την έντονη παρουσία της σε κάθε πλάνο, συμβολίζει την ιστορική φόρτιση των ηρώων του σκηνοθέτη.
Η κινηματογραφική του πορεία, γεμάτη από ποιητική διάσταση και πολιτική σημασία, τον καθιέρωσε ως έναν δημιουργό που έδινε ιδιαίτερη προσοχή στην κοινωνική και ιστορική πραγματικότητα της Ελλάδας, αποτυπώνοντας τη σύγκρουση της προσωπικής και συλλογικής μνήμης. Μέσα από τις ταινίες του, ο Αγγελόπουλος κατέγραψε τις βαθιές κοινωνικές και πολιτικές αναταράξεις της ελληνικής κοινωνίας του 20ού αιώνα, με ιδιαίτερη έμφαση στα τραύματά του και το παρελθόν.
Το περίφημο «Διεθνές», το καφενείο στο οποίο ο Θ. Αγγελόπουλος και οι μεγάλοι πρωταγωνιστές του έπιναν τον καφέ τους κάθε μέρα, χαρτογραφούσαν τις κινήσεις τους ή χαλάρωναν μετά τα γυρίσματα μιας δύσκολης ημέρας, ήταν πάντα, όπως σχολίαζαν όλοι, το «δεύτερό του σπίτι». Εκεί όπου καλλιτέχνες, φοιτητές και φοιτήτριες από τις καλλιτεχνικές Σχολές, καθηγητές, απολάμβαναν (και απολαμβάνουν) από νωρίς κάτω από τις φυλλωσιές τον καφέ τους, ή το τσίπουρό τους από τις μεσημεριανές ώρες και μετά. Ο σκηνοθέτης είχε συνδεθεί συναισθηματικά με το «Διεθνές».
«Ξανά. Στοπ. Ξανά και πάλι στοπ»
Η σχέση αυτή οδήγησε σε μια συνάντηση με τον εκπαιδευτικό Δαμιανό Βελλιάνη που έζησε από κοντά τις στιγμές στο ιστορικό καφενείο. «Ο Αγγελόπουλος διακρινόταν για τη συνέπειά του πάνω στη δουλειά» λέει σήμερα ο κ. Βελλιάνης.
«Θυμάμαι, πως για να βγει μια σκηνή με δύο κομπάρσους ηθοποιούς που λογοφέρανε μέσα στο μαγαζί, έκανε γυρίσματα δύο ημερών. Ξανά και στοπ. Και ξανά. Και πάλι στοπ. Η αγαπημένη του γωνιά ήταν σε αυτό το τραπεζάκι, δίπλα στη σόμπα. Επινε συνήθως έναν καφέ ελληνικό κι ένα κονιάκ. Το Διεθνές, ναι, το αγαπούσε πολύ. Ηρθε μια μέρα με όλο του το συνεργείο, που βρισκόταν εκεί κατά τη διάρκεια γυρισμάτων και έκοψαν βασιλόπιτα. Και έκοψαν κι ένα κομμάτι για το μαγαζί. Τότε, ο Αγγελόπουλος είπε με συγκίνηση: «Σε όποιο μέρος του κόσμου κι αν ταξιδέψω, στο δεύτερο σπίτι μου θα επιστρέψω. Στο Διεθνές»».