Η Χαλκίδα ήταν από τις ελληνικές πόλεις που φιλοξένησαν μεγάλη μερίδα των μικρασιατών προσφύγων. Μέσα σε οκτώ περίπου χρόνια τέσσερις χιλιάδες πρόσφυγες εγκαταστάθηκαν στην πρωτεύουσα της Εύβοιας, φέρνοντας μαζί με τον πόνο του ξεριζωμού τις ιδιαίτερες συνήθειές τους, τις παραδόσεις τους και τον πολιτισμό τους.
Μία από αυτές τις συνήθειες ήταν και η ενασχόληση με το ποδόσφαιρο, ένα λαοφιλές άθλημα, με το οποίο συνέχισαν να ασχολούνται στη νέα τους πατρίδα. Ειδικότερα, στην περιοχή της Νεάπολης, όπου δημιουργήθηκε η μεγαλύτερη προσφυγική συνοικία, η μπάλα αναδείχτηκε σε πρωταγωνιστή της καθημερινότητας μικρών και μεγάλων.
Αυτή η αγάπη για το δημοφιλές άθλημα εκφράστηκε μέσω της ίδρυσης, το 1926, της ποδοσφαιρικής ομάδας ΑΕ Προποντίς Χαλκίδας, η οποία μάλιστα αποτελεί μία από τις τέσσερις πρώτες ομάδες που δημιουργήθηκαν στην Εύβοια.
Ηταν η χρονιά κατά την οποία οι συνθήκες για τους πρόσφυγες βελτιώθηκαν σημαντικά. Και αυτό διότι αφενός δημιουργήθηκαν οι πρώτες εγκαταστάσεις στέγασης και αφετέρου ιδρύθηκε η εταιρεία Τσιμέντα Χαλκίδος ΑΕ, το γνωστό στους περισσότερους ως «Τσιμεντάδικο» Χαλκίδας, το οποίο έδωσε δουλειά σε πολλούς ανθρώπους, εξασφαλίζοντάς τους τα προς το ζην και δίνοντάς τους παράλληλα τη δυνατότητα να ασχοληθούν με άλλες δραστηριότητες, κοινωνικές, πολιτιστικές και αθλητικές.
Στο γυμναστήριο, λοιπόν, του Γλαύκου συναντιούνταν οι Μικρασιάτες, έπαιζαν ποδόσφαιρο, ξέδιναν, επικοινωνούσαν και ένιωθαν ξανά το δέσιμο που είχαν μεταξύ τους στις Χαμένες Πατρίδες. Το 1939, μάλιστα, ο συγκεκριμένος χώρος επεκτάθηκε και αποτέλεσε την κεντρική στέγη για όλες τις ομάδες της εποχής. Τα αθλητικά ραντεβού έγιναν περισσότερα, οι προπονήσεις συχνότερες και το επίπεδο της ομάδας άρχισε σταδιακά να ανεβαίνει.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής οι αθλητικές δραστηριότητες διακόπηκαν, για να επανέλθουν το 1943, οπότε ξεκίνησε και πάλι το τοπικό πρωτάθλημα. Οι συνθήκες, όμως, στη χώρα παρέμεναν δύσκολες. Δύο από τους ποδοσφαιριστές της Προποντίδας, μάλιστα, o Βερνέζος και ο Μπουρνόβαλης, συνελήφθησαν και εκτελέστηκαν τον Αύγουστο του 1944 για τη συνεργασία τους με ΕΑΜ και ΕΠΟΝ.
Παρότι οι Μικρασιάτες για μία ακόμη φορά μέσα σε λίγα χρόνια ήρθαν αντιμέτωποι με δύσκολες στιγμές της ιστορίας, στάθηκαν και πάλι όρθιοι. Επιβίωσαν, ξαναέφτιαξαν τη ζωή τους και επέστρεψαν σταδιακά στην καθημερινότητά τους, στην οποία το ποδόσφαιρο υπήρξε διαχρονικά πρωταγωνιστής.
Φτάνοντας στο σήμερα, η Προποντίδα Χαλκίδας, ως γνήσιο δημιούργημα της μικρασιατικής κουλτούρας και «Μεγάλη Κυρία» του ευβοϊκού ποδοσφαίρου, συνεχίζει, έναν περίπου αιώνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή και την ίδρυσή της, να πρωταγωνιστεί στα τοπικά πρωταθλήματα, διατηρώντας αναλλοίωτο τον αυθεντικό της χαρακτήρα, ζωντανές τις ρίζες της και γράφοντας τη δική της ιστορία.