Για τους μαθητές της προηγούμενης δεκαετίας, το ζήτημα της τηλεργασίας ήταν απλώς ένα… θέμα έκθεσης άκρως ανιαρό. Για τα παιδιά όμως που έζησαν την καραντίνα 2020-2021, η τηλεργασία με τη μορφή της τηλεκπαίδευσης αποτέλεσε βίωμα, οι συνέπειες του οποίου ακόμα απασχολούν σήμερα βαθιά την εκπαιδευτική κοινότητα. Η σημασία και τα αποτελέσματα της τηλεκπαίδευσης κατά την περίοδο της πανδημίας αποδεικνύεται από το γεγονός ότι πλήθος ερευνών έχουν δημοσιευτεί για τις επιπτώσεις της στους εκπαιδευόμενους, στις οικογένειές τους και στους εκπαιδευτικούς.
Η είσοδος του σχολείου μας, άδεια όπως την εποχή της πανδημίας. H απουσία των μαθητών από τον φυσικό χώρο του σχολείου οδήγησε στην υποχώρηση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών και στην εμφάνιση δυσκολιών κοινωνικής προσαρμογής, οι οποίες μετά την επιστροφή στα θρανία εκφράστηκαν με πράξεις παραβατικότητας
Μάθημα κάτω από το… πάπλωμα
Η εκτεταμένη χρήση της τηλεκπαίδευσης την περίοδο της καραντίνας επηρέασε αρνητικά τη σχέση ισορροπίας μεταξύ ιδιωτικής και επαγγελματικής ζωής. Με την κατ’ οίκον εργασία εκπαιδευτικών και μαθητών δημιουργήθηκε μια νέα κατάσταση κατά την οποία η εργασία παρενέβη στην οικογενειακή ζωή και το αντίστροφο. Ο χώρος εργασίας κατά βάση περιοριζόταν στο γραφείο, που δεν είχε μεγάλη απόσταση από το κρεβάτι – σύμβολο του ιδιωτικού βίου. Κάποιες φορές, βέβαια, τα όρια μεταξύ ιδιωτικής ζωής και εργασίας – εκπαίδευσης συγχωνεύονταν μέσω παρακολούθησης του μαθήματος κάτω από το πάπλωμα…
Αν υπολογίσουμε και τον χρόνο διεκπεραίωσης των ασκήσεων που αναθέτονταν από τους εκπαιδευτικούς στους μαθητές, τότε η διάκριση του χρόνου εργασίας από τον μη εργάσιμο χρόνο και του τόπου εργασίας από τον τόπο μη εργασίας, την περίοδο της καραντίνας, μοιάζει πραγματικά δύσκολη. Μαθητές και εκπαιδευτικοί εξάλλου μαρτυρούν ότι η ομολογουμένως χαλαρή φύση της τηλεκπαίδευσης οδήγησε και τις δύο πλευρές τελικά σε εντατικοποίηση της εργασίας και συνοδεύτηκε από βαρύ εργασιακό φόρτο. Και ενώ κατά το πρώτο διάστημα το εγχείρημα ήταν ευχάριστο και κινητοποιούσε δημιουργικές ικανότητες εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων, στη συνέχεια η τηλεκπαίδευση εξουθένωσε εργασιακά και τους συμμετέχοντες σε αυτήν. Ειδικότερα, ο συνδυασμός υψηλών επαγγελματικών απαιτήσεων (κάλυψη της διδακτέας ύλης, καταιγιστική αποστολή και λήψη ασκήσεων μέσω Διαδικτύου, σαρώσεις εργασιών) με φτωχούς πόρους (κακή σύνδεση στο Διαδίκτυο, ελλιπής εξοπλισμός, αδυναμία ανταπόκρισης στη νέα εργασιακή συνθήκη) παρέτεινε τον χρόνο εργασίας, δημιούργησε άτυπες υπερωρίες και οδήγησε στην εργασιακή εξάντληση των εμπλεκομένων στη μάθηση.
Το κενό της κοινωνικοποίησης
Η τηλεκπαίδευση βέβαια δεν θα μπορούσε να μην έχει αντίκτυπο και στον κοινωνικό τομέα. Η κύρια συνέπεια της εκπαίδευσης από το σπίτι ήταν πως το σχολικό περιβάλλον έχασε τον ρόλο του ως φορέα κοινωνικοποίησης, διότι με τη χρήση της τηλεκπαίδευσης περιορίστηκε η φυσική επικοινωνία μεταξύ των μαθητών. Τα παιχνίδια στο προαύλιο, τα γέλια, οι συζητήσεις στους σχολικούς διαδρόμους, ακόμα και οι διαφωνίες – όλα όσα δηλαδή δημιουργούν τις κοινές εμπειρίες – όχι μόνο περιορίστηκαν, αλλά εν όλω αντικαταστάθηκαν από την πληκτρολόγηση μηνυμάτων συνοδευόμενων από ψηφιακά εικονίδια έκφρασης – τα γνωστά emoji – ή από συνομιλίες διάρκειας πολλών ωρών μέσω βιντεοκλήσεων στα διάφορα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Και παρ’ όλο που η διαδικτυακή επικοινωνία ήταν και τότε αγαπημένη συνήθεια των παιδιών και των εφήβων, φαίνεται πως άγγιξε τον κορεσμό κατά τη διάρκεια της καραντίνας.
Αυτό προκύπτει από μαρτυρίες μαθητών, που δήλωσαν πως νοσταλγούσαν τη συνύπαρξη με τους συμμαθητές και τις συμμαθήτριές τους μέσα στην τάξη. Οπως χαρακτηριστικά είπε συμμαθητής μας στη διάρκεια της μικρής μας έρευνας: «Στην καραντίνα δεν μου έλειψαν μόνο οι φίλοι μου, αλλά και οι «εχθροί» μου».
Αυτή η δήλωση, που συνοψίζει την κοινωνική ζωή των μαθητών στο σχολείο, αποτελεί ένδειξη της ανάγκης για αλληλεπίδραση, την οποία στερήθηκαν οι μαθητές εξαιτίας της μακράς αποχής τους από το σχολικό περιβάλλον. Επίσης η απότομη διακοπή των συλλογικών – ομαδικών δράσεων από τη ζωή των παιδιών προκάλεσε διαταραχές στις σχέσεις τόσο μεταξύ των μαθητών όσο και μεταξύ μαθητών και καθηγητών. Φίλοι αποξενώθηκαν, παρέες διακόπηκαν, νέες αντιπαλότητες δημιουργήθηκαν – με αιτιολογία την αξιολόγηση της ψηφιακής επίδοσης – και η σχέση με τους καθηγητές περιορίστηκε στην τυπική της διάσταση. Αυτή η νέα πραγματικότητα οδήγησε στην υποχώρηση των κοινωνικών δεξιοτήτων των μαθητών και την εμφάνιση δυσκολιών κοινωνικής προσαρμογής, οι οποίες μετά την επιστροφή στα θρανία εκφράστηκαν με πράξεις παραβατικότητας.
Ο κοινωνικός αποκλεισμός
Ετσι, η επιστροφή στις σχολικές αίθουσες σηματοδοτήθηκε από περιστατικά αποκλεισμού μελών από την κοινωνική ζωή του σχολείου. Βέβαια, μορφές αποκλεισμού εκδηλώθηκαν και λόγω της ίδιας της διαδικασίας της τηλεκπαίδευσης, η οποία απαιτούσε συγκεκριμένο τεχνολογικό εξοπλισμό για την πρόσβαση στην εκπαιδευτική διαδικασία, πράγμα που – όπως αποδείχτηκε σύντομα – δεν ήταν δεδομένο για κάθε οικογένεια. Αυτό το γεγονός ανέδειξε μια μορφή κοινωνικής ανισότητας ανάμεσα σε οικογένειες που είχαν δυνατότητα πρόσβασης στην τεχνολογία και σε οικογένειες που τη στερούνταν. Κανείς πριν από την καραντίνα δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η εκπαίδευση θα αποτελούσε έναν τόσο φανερό παράγοντα ταξικής διαφοροποίησης των οικογενειών, που θα τις ανάγκαζε να προσαρμοστούν άμεσα στις επιβαλλόμενες συνθήκες και να εξασφαλίσουν οι ίδιες τη δωρεάν (κατ’ όνομα) παιδεία στα παιδιά τους.
Σε βαθύτερη ανάλυση, οι αλλαγές που επέφερε η τηλεκπαίδευση δεν επηρέασαν μόνο τον κοινωνικό τομέα, που ταυτίζεται με τη σχολική ζωή των παιδιών, αλλά κυρίως στιγμάτισαν την ψυχή τους. Η παρατεταμένη αποχή από το σχολικό περιβάλλον επιβάρυνε τον ήδη ευάλωτο αναπτυσσόμενο ψυχισμό των παιδιών με συναισθήματα δύσκολα στη διαχείριση. Η απουσία φυσικής αλληλεπίδρασης με τους συνομηλίκους σε συνδυασμό με την καθήλωση μπροστά στην οθόνη ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή έφερε την παιδική ψυχή αντιμέτωπη με συναισθήματα μοναξιάς και μελαγχολίας. Ταυτόχρονα, η απαγόρευση αλλαγής περιβάλλοντος και παραστάσεων στέρησε από τα παιδιά τη δυνατότητα εκτόνωσης ή διαφυγής από ενδεχόμενα προβλήματα του οικογενειακού περιβάλλοντος και από εντάσεις που ούτως ή άλλως δημιουργούνταν τόσο εξαιτίας της εφηβείας όσο και της αντίστοιχης ψυχολογικής πίεσης των γονέων.
Οι πληγές στην ψυχή μας
Ως αποτέλεσμα, η παιδική ψυχή επλήγη από αναπάντεχη πίεση, που ήταν αδύνατο να ανακουφιστεί, μια και έλειπε η δυνατότητα αλληλεπίδρασης με φίλους και εκπαιδευτικούς. Κατά συνέπεια, η συσσωρευμένη αυτή πίεση εκδηλώθηκε με διάφορους τρόπους μετά την επιστροφή στην κανονικότητα. Παιδοψυχολόγοι παρατήρησαν πως τα κορίτσια εμφάνισαν εσωτερίκευση, με την έννοια ότι εντυπώθηκαν στην ψυχή τους οι κανόνες και οι απαγορεύσεις της υποχρεωτικής παραμονής στο σπίτι σε βαθμό που εκδήλωσαν εσωστρέφεια ακόμα και όταν επέστρεψαν στις σχολικές αίθουσες. Από την άλλη, τα αγόρια εκτόνωσαν την παρατεταμένη απομόνωση με παραβατικότητα και βία εντός του σχολικού περιβάλλοντος ως διέξοδο στην πίεση που βίωσε ο ψυχισμός τους.
Οι διαπιστώσεις των παιδοψυχολόγων συμπληρώνονται και από έρευνες που δείχνουν ότι το ένα τρίτο των μαθητών του δείγματος παρουσίασε διαφοροποίηση στην τήρηση των κανόνων συμπεριφοράς μετά την επιστροφή στα σχολεία, γεγονός που αποδεικνύει ότι η διαδικασία της τηλεκπαίδευσης λειτούργησε ανασταλτικά στην εξέλιξη της ψυχικής ωρίμασης των παιδιών και της δυνατότητας να αναγνωρίζουν και να εκφράζουν τα συναισθήματά τους.
Πέρα όμως από τα συναισθήματα κοινωνικής φύσεως, οι μαθητές παρουσίασαν συναισθήματα ματαίωσης και έλλειψης αυτοπεποίθησης σχετικά με την επίδοσή τους στα μαθήματα.
Η τυποποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως χαρακτηριστικό της τηλεκπαίδευσης προκάλεσε κούραση στους μαθητές και απουσία ενδιαφέροντος, αφού εκ των πραγμάτων η τηλεκπαίδευση παρείχε περιορισμένα ερεθίσματα, τα οποία ακολουθούσαν συγκεκριμένο μοτίβο και δεν προσομοίαζαν σε κανένα επίπεδο στα ερεθίσματα που λάμβαναν τα παιδιά από τη διά ζώσης εκπαιδευτική διαδικασία, τα οποία λειτουργούσαν ως κίνητρα για πρόοδο. Ερευνες αναφέρουν ότι αξιόλογο ποσοστό των μαθητών του δείγματος παρουσίασαν μειωμένη πρωτοβουλία στη σχολική τάξη μετά την καραντίνα. Και πράγματι, όπως συζητούν οι εκπαιδευτικοί μεταξύ τους, η έκτοτε μειωμένη συμμετοχή των παιδιών στο μάθημα δείχνει πως σε κάποια παιδιά η αυτοπεποίθηση δεν ανακτήθηκε. Ετσι, ο στόχος της τηλεκπαίδευσης ως προς την κάλυψη της διδακτέας ύλης και τη διάσωση της σχολικής χρονιάς μπορεί να επιτεύχθηκε, όμως – όπως φαίνεται – λειτούργησε αντιπαιδαγωγικά για την ψυχή των μαθητών.
Οι σωματικές συνέπειες
Τέλος, δεν θα μπορούσαν να παραλειφθούν τα σημάδια της τηλεκπαίδευσης στη σωματική και πνευματική υγεία των συμμετεχόντων. Η πολύωρη καθήλωση στην καρέκλα του γραφείου και η κακή στάση του σώματος κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής διαδικασίας και της μελέτης προοικονόμησαν την εμφάνιση παθήσεων στα γόνατα και στη σπονδυλική στήλη ή επιβάρυνε ήδη υπάρχουσες, όπως τη σκολίωση, που έτσι κι αλλιώς ταλαιπωρεί πολλά παιδιά.
Επειτα, ο αυξημένος χρόνος παραμονής μπροστά στην οθόνη του ηλεκτρονικού υπολογιστή οδήγησε σε προβλήματα όρασης και – ακόμη χειρότερα – σε διάσπαση προσοχής. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός πως έκτοτε πολλά παιδιά παρουσιάζουν αδυναμία συγκέντρωσης μέσα στη σχολική τάξη, αφού δεν μπορούν να μείνουν προσηλωμένα στο μάθημα και διαρκώς αναζητούν τρόπους για να απασχολήσουν τα χέρια τους ή για να αποπροσανατολίσουν τη διαδικασία.
Ο εθισμός στο Διαδίκτυο
Επίσης η χρήση των ηλεκτρονικών μέσων έγινε πια κανονικότητα ακόμη και για τα παιδιά των οποίων οι γονείς προσπαθούσαν να κρατούν ένα μέτρο ως προς τον χρόνο σύνδεσης των παιδιών στο Διαδίκτυο. Η εξοικείωση των παιδιών με το Διαδίκτυο τα ώθησε να καταφεύγουν σε αυτό για κάθε είδους πληροφορία, το οποίο όμως πολλές φορές τα παρασύρει σε άσχετες προς την αρχική αναζήτηση πληροφορίες, προωθώντας την αποχαύνωσή τους και ενδεχομένως την εξάρτησή τους από ηλεκτρονικές συσκευές. Ολα αυτά τα στοιχεία συνθέτουν τη σημερινή πραγματικότητα και αποτελούν κατάλοιπα της τηλεκπαίδευσης και ήθη που αυτή δίδαξε στους μαθητές.
Αναντίρρητα λοιπόν οι αρνητικές συνέπειες της τηλεκπαίδευσης του 2020-2021 έγιναν αντιληπτές αμέσως μετά την επιστροφή στα σχολεία, σήμερα όμως εν έτει 2024 οφείλουμε να μελετήσουμε περαιτέρω την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ τηλεκπαίδευσης και καθημερινών συναισθηματικών, κοινωνικών και μαθησιακών προβλημάτων των μαθητών.
Απλοϊκά διατυπωμένο: φταίει η τηλεκπαίδευση για όλα τα προβλήματα των παιδιών; Μάλλον όχι, αλλά η τηλεκπαίδευση κατά την περίοδο της καραντίνας εκθετοποίησε ή τουλάχιστον έφερε στο φως προβλήματα που ήδη παρατηρούνταν. Βέβαια, η τηλεκπαίδευση θεσπίστηκε άρον-άρον, εν μία νυκτί, υπό την πίεση της ανάγκης, και προωθήθηκε ως μια «καλή πρακτική», χωρίς να είναι κανείς σε θέση να αναλογιστεί τις πιθανές συνέπειες.
Αντίστοιχα, το τελευταίο διάστημα μια νέα «καλή πρακτική» έχει κάνει την εμφάνισή της στον χώρο της εκπαίδευσης, η οποία δεν καθορίζεται από καμία έκτακτη ανάγκη και αφορά την κατάρτιση των εκπαιδευτικών στην τεχνητή νοημοσύνη.
Για αυτή έχουν ήδη εκφραστεί δυσοίωνες προβλέψεις για παραβίαση των προσωπικών δεδομένων και της ιδιωτικής ζωής, παραγκωνισμό της φυσικής παρουσίας του δασκάλου, ενίσχυση του τεχνοκρατικού χαρακτήρα της εκπαίδευσης και ατροφία των πνευματικών δεξιοτήτων των μαθητών. Ελπίζουμε να διαψευστούν οι Κασσάνδρες και το νέο εγχείρημα να έχει ως αποκλειστικό σκοπό το βέλτιστο για την ελληνική εκπαίδευση.
* Ευχαριστούμε τη φιλόλογο Αλεξάνδρα Τριανταφύλλου για τις καίριες επισημάνσεις της.