«Δεν μπορείς να καταλάβεις τίποτα για την τέχνη αν δεν καταλαβαίνεις ότι η φαντασία είναι μια αξία από μόνη της» ήταν τα διαχρονικά λόγια του Μ. Κούντερα. Ενώ, λοιπόν, τα σχολεία θα έπρεπε να ενθαρρύνουν την καλλιτεχνική σκέψη και φαντασία των μαθητών, γίνεται το ακριβώς αντίθετο.
Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, όταν οι μαθητές βρίσκονται σε μια ηλικία που χαρακτηρίζεται έντονα από τη φαντασία και την περιέργεια, το ωρολόγιο πρόγραμμα τους δίνει τη δυνατότητα να πειραματιστούν μέσα από καλλιτεχνικά μαθήματα. Μπορούν έτσι, από μικρή ηλικία, να διευρύνουν τις αντιλήψεις τους και να επεκτείνουν την ικανότητα ελεύθερης έκφρασης.
Αντιθέτως, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση οι ώρες ενασχόλησης με τις τέχνες μειώνονται και τελικά «εξαφανίζονται». Ενώ τα καλλιτεχνικά μαθήματα μπορούν να βοηθήσουν τους μαθητές να αποβάλουν το άγχος τους αλλά και να αναπτύξουν κριτική ικανότητα, παραμερίζονται συνεχώς. Το μόνο μάθημα με το οποίο οι έφηβοι μπορούν να έρθουν σε επαφή με την τέχνη πλέον είναι η λογοτεχνία, η τυποποίηση όμως του εξεταζόμενου αυτού μαθήματος αναιρεί ολοκληρωτικά το νόημα της τέχνης, την ελεύθερη έκφραση.
Η αδυναμία του εκπαιδευτικού συστήματος να εξοικειώσει τους μαθητές με την ουσιαστική τέχνη οδηγεί στην άγνοια και στην απαξίωση του αντικειμένου από τους μελλοντικούς πολίτες, δημιουργώντας έτσι έναν φαύλο κύκλο. Εάν δεν έρθουν σε επαφή με την τέχνη, δεν θα μπορέσουν να την εκτιμήσουν, να ευαισθητοποιηθούν, να γίνουν πολίτες συνειδητοποιημένοι και υπεύθυνοι. Πώς μπορεί η Ελλάδα, ενώ είναι μια χώρα που φημίζεται εδώ και χιλιετίες για την πολιτισμική της ανάπτυξη και την ιστορία της στις τέχνες, να μην εκπαιδεύει τους μελλοντικούς πολίτες της ανάλογα;