Από τους ημινομάδες βλάχους κτηνοτρόφους, στους πρόσφυγες του 1922, τον Ελληνοϊταλικό Πόλεμο και τη Γερμανική Κατοχή. Ο Εύοσμος (όπως λέει και το όνομά του) υπήρξε πάντα ένα «χαρμάνι» ετερόκλητων ομάδων που όλοι μαζί πορεύονταν αναζητώντας την κοινή τους ταυτότητα. Πώς τα κατάφερναν; Αυτό μας εξηγεί ο κ. Κυριάκος Στ. Χατζηκυριακίδης, επίκουρος καθηγητής της επώνυμης έδρας Ποντιακών Σπουδών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ο κ. Χατζηκυριακίδης ερευνητικά έχει ασχοληθεί κατά καιρούς με την οικονομική και κοινωνική ιστορία του Ελληνισμού της Ανατολής, της Κύπρου, την ελληνική διασπορά όπως και με την εγκατάσταση των προσφύγων μετά το 1922. Εχει γράψει διάφορα εξαίρετα βιβλία που σχετίζονται με την έρευνά του. Σ’ αυτή τη συνέντευξη, λοιπόν, μιλάει για την ιστορία του Ευόσμου και την εξέλιξή του στο πέρασμα του χρόνου.
Πότε χρονολογείται η ύπαρξη οικισμού στα όρια Κορδελιού-Ευόσμου, πού βρισκόταν και ποιοι κατοικούσαν εκεί;
«Η ύπαρξη οικισμού εντός των ορίων του σημερινού Δήμου Κορδελιού-Ευόσμου χρονολογείται ήδη από τις αρχές του 17ου αιώνα. Ο οικισμός αυτός, γνωστός με το όνομα Χαρμάνκιοϊ (τουρκ. Harmanköy: χωριό με αλώνια, αλωνότοπος) – γύρω από τον Ιερό Ναό Αγίου Αθανασίου (1816-1819) – βρισκόταν δίπλα στον οδικό άξονα που οδηγούσε από τη Θεσσαλονίκη στο Μοναστήρι. Κατοικούνταν αρχικά από λίγες οικογένειες γηγενών αγροτών, στις οποίες προστέθηκαν και ορισμένοι ημινομάδες βλάχοι κτηνοτρόφοι από τα Μεγάλα Λιβάδια (Ν. Κιλκίς)».
Οσον αφορά την αρχική ονομασία της περιοχής, χαρακτηρίζεται από πολλούς προφητική. Πού θα λέγατε πως βασίζεται αυτός ο χαρακτηρισμός;
«Τολμώντας ένα παιχνίδι με τις λέξεις, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε ότι ο τόπος μας είχε προφητικά ονομαστεί Χαρμάνκιοϊ (Harman: μείγμα), αφού θα ερχόταν εκείνη η εποχή που πρόσφυγες και γηγενείς, ως ένα «χαρμάνι», «μείγμα» ετερόκλητων πληθυσμιακών ομάδων, θα προσπαθούσαν όλοι μαζί να επιβιώσουν, να συμβιώσουν, να συνυπάρξουν, να συνδημιουργήσουν και να συν-γράψουν τη νεότερη ιστορία τους, ήδη από τα χρόνια του Μεσοπόλεμου και ιδιαίτερα στη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού Πολέμου και της Γερμανικής Κατοχής· περίοδος που κατά κανόνα, ειδικά στον τόπο μας, λειτούργησε ενωτικά ενάντια στον κοινό εχθρό εξαλείφοντας τις όποιες διαφορές μεταξύ τους».
Με αφορμή την αναφορά σας στην περίοδο του Ελληνοϊταλικού Πολέμου, ας πάμε λίγο πιο πίσω, στις μαύρες σελίδες της ελληνικής Ιστορίας, το διάστημα απ’ το 1914 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 1920. Ποιος ήταν ο ρόλος του Χαρμάνκιοϊ και ποιοι οι βασικοί χώροι υποδοχής ελλήνων προσφύγων στη Βόρεια Ελλάδα εκείνη την περίοδο;
«Το Χαρμάνκιοϊ όπως και το Καράμπουρνου (στον σημερινό Δήμο Καλαμαριάς) αποτέλεσαν τους βασικούς στη Βόρεια Ελλάδα χώρους υποδοχής των χιλιάδων ελλήνων προσφύγων από όλη την Ανατολή: Πόντο, Καρς, Καππαδοκία και παράλια Μ. Ασίας, καθώς και από Ανατολική Θράκη και Ανατολική Ρωμυλία, στο χρονικό διάστημα από το 1914 μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του 1920.
Αλλοι πάσχισαν να αποκτήσουν γη και να την κάνουν μια μικρογραφία των αγαθών που είχαν πίσω στην Ανατολή, ενώ άλλοι μόχθησαν στην εκτροφή των ζώων τους. Είτε έχτισαν μόνοι τους το σπίτι τους είτε απέκτησαν με δάνειο ένα προσφυγικό σπίτι από την Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ)».
Με τον ερχομό αυτού του κύματος προσφύγων, δεν μπορεί να είχε επιτευχθεί απόλυτη οργάνωση και να λειτουργούσαν όλα εύρυθμα. Σίγουρα θα υπήρχαν ποικίλα προβλήματα. Ποιο ήταν το βασικότερο και τι έκανε η ελληνική κυβέρνηση για την άμεση αντιμετώπισή του;
«Το βασικότερο πρόβλημα, που έλαβε διαστάσεις εθνικής τραγωδίας, ήταν το ζήτημα της άμεσης περίθαλψης και στέγασης. Η ελληνική κυβέρνηση αδυνατούσε να αντιμετωπίσει μόνη της αυτή την ανθρωπιστική κρίση και γι’ αυτό ζήτησε τη συνδρομή της Διεθνούς Κοινότητας. Η ΕΑΠ λ.χ. κατασκεύασε μόνο στη Θεσσαλονίκη δώδεκα χιλιάδες κατοικίες την περίοδο 1924-1930».
Μετά την προσαρμογή τους στον τόπο, ποια ενασχόληση επέλεξαν οι πρόσφυγες για να ορθοποδήσουν;
«Η αγροτική προέλευση των περισσότερων προσφύγων (από την εύφορη επαρχία της Σμύρνης) υπαγόρευσε την αγροτική τους εγκατάσταση και αποκατάσταση στην περιοχή του δήμου μας. Από το 1930 που έγινε η αναδιανομή των κλήρων και για τα επόμενα αρκετά χρόνια επιδόθηκαν στις καλλιέργειες που γνώριζαν: αμπέλια, καπνά, σιτηρά, καθώς και στην κτηνοτροφία».
Ωστόσο, ο σημερινός Δήμος Κορδελιού-Ευόσμου δεν θυμίζει σε τίποτα αυτήν τη σχετικά ολιγάνθρωπη κοινωνία που περιγράφετε, ούτε καν στην ονομασία. Τι συνέβη και προκλήθηκε αυτή η έκδηλη μεταβολή απ’ το διάστημα της αναδιανομής των κλήρων;
«Από τότε, και στο διάβα των δεκαετιών, η ανθρωπογεωγραφία του τόπου μας ανανεώνεται και προσδιορίζεται με ονόματα που χαρακτηριστικά και ανεξίτηλα υπομνηματίζουν την ιστορική διαδρομή των προσφύγων κατοίκων του: Παλαιό Χαρμάνκιοϊ/Νέος Κουκλουτζάς, Νέο Κορδελιό. Από τη δεκαετία του 1950, με το κύμα εσωτερικής μετανάστευσης στις μεγάλες πόλεις της χώρας μας, οι γεωργοκτηνοτροφικοί οικισμοί των τότε κοινοτήτων Ευόσμου και Ελευθερίου (πρώην Κάτω/Νέου Χαρμάνκιοϊ) γνώρισαν μια άνευ προηγουμένου πληθυσμιακή έκρηξη, αφού γύρω από αυτούς εγκαταστάθηκαν σταδιακά εκατοντάδες οικογένειες, κυρίως από τη Βόρεια Ελλάδα. Την κοινότητα Ελευθερίου επέλεξαν, ακόμη, για μόνιμη διαμονή περίπου 3.500 Σαρακατσάνοι από την τότε λεγόμενη Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (1956-1967)».
Ομως, όπως ακούμε, ο δήμος αναβαθμίστηκε από γεωργική εργατούπολη σε αναπτυγμένο οικονομικό και οικιστικό κέντρο της ευρύτερης περιοχής. Για να συμβεί αυτό προφανώς προηγήθηκε παραγκωνισμός της γεωργίας. Πότε και γιατί συνέβη ακριβώς αυτή η αλλαγή;
«Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, η γεωργία έπαψε να αποτελεί την κύρια ασχολία των κατοίκων Νέου Κορδελιού, Ελευθερίου και Ευόσμου, οι οποίοι στράφηκαν στα εργοστάσια και στο εμπόριο – οι βιομηχανίες «άνθισαν» και οι κήποι μαράθηκαν… Οι περισσότεροι προτίμησαν να πουλήσουν τα «τεζέκια», να δώσουν δηλαδή αντιπαροχή όλες τις ιδιόκτητες αγροτικές και μη εκτάσεις τους, μόλις αυτές εντάχθηκαν στο σχέδιο πόλης, προσαρμοσμένοι και αυτοί στη σύγχρονη οικιστική πολιτική ανάπτυξης της χρήσης γης σε όλη την έκταση του σημερινού δήμου».
Είναι γνωστό πως καταγράφηκε και δεύτερη θεαματική αύξηση πληθυσμού, πράγμα που είχε ως απόρροια την οικιστική ανάπτυξη της περιοχής. Ποιοι ήταν οι παράγοντες που συνετέλεσαν σε αυτό;
«Ο επαναπατρισμός πολιτικών προσφύγων (από Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία κ.λπ.) στη δεκαετία του 1980, και κυρίως το κύμα ομογενών από τις Δημοκρατίες της πρώην Σοβιετικής Ενωσης, και τη Β. Ηπειρο σε μικρότερο βαθμό (αρχές δεκαετίας 1990), συνετέλεσαν σε ακόμη μεγαλύτερη πληθυσμιακή αύξηση. Η εσωτερική μετανάστευση, που επίσης υπήρξε έντονη την ίδια εποχή, αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη τομή στην οικιστική ανάπτυξη της περιοχής. Θα ήταν παράλειψη, τέλος, να μην επισημανθεί ότι ειδικά ο τόπος μας, που αδιάλειπτα (υπο)δέχθηκε και (υπο)δέχεται μέχρι και σήμερα νέους κατοίκους, φιλοξενεί τα τελευταία χρόνια και μεγάλο αριθμό αλλοεθνών οικονομικών μεταναστών, κυρίως Αλβανών».
Εχει γίνει πασιφανής η «μεταμόρφωση» του δήμου. Ποια είναι η εικόνα του σήμερα, τι θυμίζει τις προσφυγικές ρίζες και ποιες δράσεις υλοποιούνται για την αναβίωσή τους;
«Σήμερα, στον Δήμο Κορδελιού-Ευόσμου, που είναι ο δεύτερος δημογραφικά στη Βόρεια Ελλάδα μετά τον μητροπολιτικό Δήμο της Θεσσαλονίκης και από τους πολυπληθέστερους της χώρας, ο επισκέπτης αντικρίζει την τυπική εικόνα μιας σύγχρονης πόλης, όπου τίποτα δεν θυμίζει πια την παλιά προσφυγική γειτονιά. Εκτός ίσως από το τενεκεδένιο γλαστράκι με τον βασιλικό στο ξεχασμένο προσφυγόσπιτο που «ξέφυγε από τη φαγάνα», τους δυο-τρεις παρατημένους στάβλους και την ιστορική εκκλησία του Αγίου Αθανασίου… Τις θύμησες των εστιών τής καθ’ ημάς Ανατολής και του τόπου μας ο δήμος προσπαθεί να διατηρήσει μέσα από ποικίλες δράσεις: βιβλία τοπικής ιστορίας, εκπαιδευτικά προγράμματα ιστορίας κ.λπ. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι στο τρέχον επετειακό έτος των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή λειτουργεί έκθεση με φωτογραφίες προερχόμενες από αρχεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, καθώς και από συλλογές κατοίκων».
Και σε αυτή τη μάχη διατήρησης ιστορικών προσφυγικών στοιχείων στον δήμο, τι κρατάμε ως πολιτισμική κληρονομιά, την επονομαζόμενη παρακαταταθήκη, απ’ τις προηγούμενες γενιές;
«Ο τιτάνιος αγώνας των προηγούμενων γενεών ντόπιων και προσφύγων, με τα όποια λάθη, αστοχίες, ελλείψεις ή και αποτυχίες, μας αφήνει ως παρακαταθήκη το πνεύμα του: την ακάματη προσδοκία της προόδου, ώστε να συνεχίζει ο τόπος μας να δημιουργεί και να αναζωογονεί «χαρμάνια» διαφορετικών ανθρώπων για την αέναη ανάπτυξη του πολιτισμού μας!».
Yψιστης σημασίας, όμως, κρίνεται η κατάρτιση των νέων στον τομέα αυτόν. Ως εκπρόσωποι του μέλλοντος, τι οφείλουν να πράξουν οι νέοι για τη διατήρηση της προαναφερόμενης πολιτισμικής κληρονομιάς; Επίσης ως απόφοιτος του 1ου Γενικού Λυκείου Ευόσμου και ειδήμων σε αυτό, θα μπορούσατε να μας πείτε λίγα λόγια για τη δράση του σχολείου;
«Αυτόν τον τόπο των ανθρώπων της βιοπάλης οι χιλιάδες των μαθητών και μαθητριών πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης οφείλουν να γνωρίζουν, οφείλουν να ενδιαφέρονται γι’ αυτόν για να αλλάξουν όλα τα κακώς κείμενα αφενός και αφετέρου για να αναδείξουν τα προτερήματά του με βασικότερα τη δική τους δύναμη και δημιουργία. Το ιστορικό, για τον τόπο μας, 1ο Γενικό Λύκειο Ευόσμου φροντίζει γι’ αυτό δεκαετίες τώρα χάρη στο ενδιαφέρον σημαντικών εκπαιδευτικών που υπηρέτησαν και υπηρετούν σε αυτό, εμπνέοντας με το έργο τους τις χιλιάδες των μαθητών που φοίτησαν στο αναφερόμενο λύκειο, ένας εκ των οποίων υπήρξε και ο ομιλών στη δεκαετία του 1980».
Μιλήστε μας και για την έδρα Ποντιακών Σπουδών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Ποιος είναι ο στόχος της;
«Στόχος της Εδρας Ποντιακών Σπουδών είναι η διδασκαλία της ιστορίας του Ελληνισμού της Ανατολής στους Νεότερους Χρόνους. Προπτυχιακά μαθήματα, διδασκόμενα σταθερά σε κάθε εξάμηνο στο Τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του πανεπιστημίου μας, συμβάλλουν στη γνωριμία και τη σταδιακή εκπαίδευση των φοιτητών και φοιτητριών μέσα από την εξοικείωσή τους με τα είδη των ιστορικών πηγών, σε θέματα κοινωνίας, οικονομίας, ιδεολογίας, συνύπαρξης με άλλους λαούς κ.λπ. των Ελλήνων του Πόντου και όλης της Μ. Ασίας».