Η ποίηση μας κάνει να σκεφτόμαστε, να μιλάμε, να κινούμαστε διαφορετικά. Να βλέπουμε άλλες πλευρές της ζωής μας, να απαντάμε σε ερωτήματα βαθιά ή να θέτουμε δικά μας. Εχουμε την τύχη να έχουμε στην πόλη μας τρεις σημαντικούς ποιητές που διαρκώς γράφουν και μιλούν για αυτήν. Αντί μιας τυπικής συνέντευξης τους υποβάλαμε σε μια γνώριμη «βάσανο»: τη «βάσανο» του γραψίματος, ζητώντας τους ένα αυθόρμητο κείμενο για την Εδεσσα. Και ιδού τι μας εμπιστεύτηκαν.
Θοδωρής Σαρηγκιόλης
Από την ελπίδα στην απομόνωση
Στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’50 γεννιέμαι στο Μάντσεστερ των Βαλκανίων (κατά κόσμον Εδεσσα, παλαιότερα Βοδενά), την πόλη των νερών. Ο λευκός άνθρακας κινεί τις τουρμπίνες των εργοστασίων, από τις αρχές του αιώνα, και τα νιάτα βρίσκουν μεροκάματο. Η δημιουργία των υδροηλεκτρικών εργοστασίων δεσμεύει τα νερά των ποταμών και ο μαρασμός των κλωστοϋφαντουργείων ανοίγει τον δρόμο της μετανάστευσης.
Μετά τον εμφύλιο η δεύτερη αυτή αιμορραγία των νέων της πόλης τη μικραίνει, την καθηλώνει σε μια εσωστρέφεια.
Η δύσκολη δεκαετία του ’60 κλείνει με τη δικτατορία και η μεταπολίτευση, που ακολούθησε, μοίρασε ελπίδες.
Η Εδεσσα πρωτεύουσα, διοικητικά, έγινε δευτερεύουσα πόλη. Δεν άνοιξε φτερά για να κρατήσει τα παιδιά της.
Οταν επέστρεψα στη γενέτειρα, μετά τις σπουδές και τη στρατιωτική θητεία, με σχέδια και όνειρα, συμμετείχα σε συλλογικές προσπάθειες (πολιτικές, πολιτιστικές, κοινωνικές) για να συμβάλλω στην αναδιαμόρφωση του συντηρητικού κλίματος.
Η αρχή του εργασιακού βίου βάδιζε παράλληλα με τη διερεύνηση των υπαρχόντων πυρήνων παραγωγής πολιτισμού. Ο ΦΣΕ «Μ. Αλέξανδρος» έκλεινε τα 60 χρόνια του κι έδειχνε κουρασμένος, το «Εδεσσαϊκό Θέατρο» περνούσε την πρώτη νιότη του. Αυτοί οι σύλλογοι έδιναν τον τόνο στη μικρή επαρχιακή πόλη μας.
Σήμερα η Εδεσσα βιώνει την απομόνωση, δίχως συγκοινωνιακή και πολιτιστική υποδομή, δίχως πολιτική εκπροσώπηση, δίχως ελπίδες.
Σοφία Μιμηλίδου
Η μουσική και ο καμβάς της
Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην Εδεσσα. Το σπίτι μου λίγα μέτρα μακριά από το πάρκο των καταρρακτών. Σε όλες τις διαδρομές, παραδίπλα μου ένα ποτάμι. Θυμάμαι μικρή να παίζω κάτω από τις δροσερές σκιές των μεγάλων δέντρων, να κάνω ποδήλατο και να ακούω την ασίγαστη μελωδία των νερών, να ανασταίνω στη φαντασία μου τον μύθο της νεράιδας του Καταρράκτη…
Ξεκίνησα να γράφω από τα εφηβικά μου χρόνια και είναι βέβαιο ότι το περιβάλλον της Εδεσσας επηρέασε την έμπνευσή μου. Μολονότι η Εδεσσα είναι μια πόλη που δεν πρωταγωνιστεί στα πολιτιστικά δρώμενα, υπάρχουν άνθρωποι που τόσο μεμονωμένα όσο και σε ομάδες δραστηριοποιούνται καλλιτεχνικά προσφέροντας ερεθίσματα και έμπνευση στους νεότερους. Ανθρωποι αυθεντικοί κι εκφραστικοί που σε χαιρετούν στον δρόμο, αφού σε μια μικρή πόλη όλοι λίγο-πολύ γνωρίζονται. Αυτοί οι άνθρωποι με στήριξαν από την πρώτη στιγμή, αναδημοσιεύοντας ποιήματά μου, ενθαρρύνοντάς με να εκδώσω στα είκοσι ένα μου χρόνια τη συλλογή με τα εφηβικά μου ποιήματα «Απορίες Αθωότητας». Ανθρωποι που στήριξαν με την αθρόα προσέλευσή τους την παρουσίασή μου, δώρισαν σε άλλους το βιβλίο μου, με προσέγγισαν για να δηλώσουν ότι τα ποιήματά μου άγγιξαν την καρδιά τους κι ότι εκφράζουν αισθήματα που δεν έβρισκαν λόγια να τα ντύσουν, δίνοντάς μου την ώθηση να συνεχίσω.
Νομίζω ότι η Εδεσσα είναι ούτως ή άλλως το σκηνικό πίσω από όλα τα ποιήματα της εφηβείας μου. Χαρακτηριστικά, το ποίημα «Επισκέπτης» περιγράφει το ξύπνημα των σχολικών αναμνήσεων μιας απόφοιτης στη θέα του παλιού της σχολείου («Τόσα χρόνια εδώ,/ζούσες κάτω απ’ τους ίσκιους των ονείρων/που μοιάζαν ρινίσματα ενός μέλλοντος άδηλου,/με τους ήχους των νερών να είναι η μουσική υπόκρουση/όλων των ανησυχιών και των ασίγαστων αισθημάτων της εφηβείας σου.»), ενώ το ποίημα «Στο σταθμό της Εδεσσας» αποδίδει την αίσθηση μελαγχολίας που κατακλύζει όποιον τον επισκέπτεται.
Αυτή είναι η Εδεσσα: μια πόλη που έχει τη δική της μουσική, ένας πανέμορφος καμβάς πάνω στον οποίο κάθε εποχή ανανεώνει την παλέτα των χρωμάτων της. Το δέντρο με τα κατακίτρινα φύλλα που πέφτουν στο ποτάμι, οι ανθισμένες κερασιές, το παγκάκι των ερωτευμένων, το σκουριασμένο τρένο που αναπαύεται χρόνια τώρα παρακολουθώντας τα άλλα τρένα να περνούν, τα αγριολούλουδα που φυτρώνουν ανάμεσα στις ράγες, η παλιά δαντελωτή κουρτίνα στο ανοιχτό παράθυρο του μισογκρεμισμένου σπιτιού στο Βαρόσι που σαλεύει στον άνεμο της μοναξιάς της. Μια πόλη που κάθε της αναπνοή είναι ποίηση.
Βασίλης Παπάς
Η ίδια ματιά, διαφορετικό δώρο
Από τα πρώτα κείμενα της περιόδου των σπουδών, μια έστω και πρόχειρη αποδελτίωση θα αποκάλυπτε εύκολα τον ισχυρό και διαρκή θεματικό δεσμό τους με τον γενέθλιο τόπο. Συνειδητά ή ασυνείδητα η σχέση αυτή υπάρχει από τότε.
Στα χρόνια, όμως, που ακολούθησαν, συνέβησαν δύο-τρία περιστατικά που τη δεδομένη στιγμή νοηματοδοτήθηκαν, ενδεχομένως, με επιπλέον φορτίο και το αποτέλεσμα ήταν να αναγνωστούν από τη μεριά μου ως ένα κάλεσμα του ιδίου του τόπου, μια προτροπή τέλος πάντων να σκύψω πάνω του με περισσότερο ενδιαφέρον, προσθέτοντας στην όλη υπόθεση και τη μεταφυσική της, ας πούμε, πινελιά.
Επρόκειτο στην ουσία για απλές και ασήμαντες εικόνες. Ενα σκιουράκι που διανύει, ταχύτατα, λίγα μέτρα στο χορτάρι του πάρκου των καταρρακτών, ή τα τρία πλατάνια που υψώνονται μπροστά από το κέντρο «Καταρράκτες», όπως τα αντίκρισα από το παράθυρο του σπιτιού μου, ένα κρύο χειμωνιάτικο πρωί στις πέντε η ώρα, γυμνά και φωτισμένα να χάνονται οι κορυφές τους στο σκοτάδι.
Η πρώτη εικόνα οδήγησε σ’ ένα ποίημα που το ονόμασα «Πρωί στο φρύδι», ενώ η δεύτερη (δύο χρόνια αργότερα) σ’ έναν στίχο που σπάνιο μεν, αλλά σχηματίστηκε ολοκληρωμένος στο μυαλό μου εκείνη, ακριβώς, τη στιγμή. Και καθώς το σημείωνα για να μην το ξεχάσω, εγκαταστάθηκε μια επιπλέον σκέψη μέσα μου που με ανάγκασε να αναρωτηθώ: «Είναι η δεύτερη φορά που στυλώνεις τη ματιά σου στο ίδιο μέρος και αυτό σου επιστρέφει ξανά ένα δώρο. Μήπως επιδιώκει κάτι παραπάνω να σου πει;».
Η συνέχεια ήταν πως ακολούθησαν άλλα 17 ποιήματα που δημιούργησαν την ενότητα «Πρωί στο φρύδι», όλα σχετικά με την άκρη του βράχου, το «φρύδι» δηλαδή της πόλης, που συμπεριλήφθηκε μαζί με δύο ακόμη ενότητες στο ομότιτλο βιβλίο. Και όχι μόνο. Γιατί ξεκίνησε, ταυτόχρονα, να καλλιεργείται η ιδέα για μια επισκόπηση της ιστορικής και κοινωνικής πορείας της πόλης από τις αρχές του προηγούμενου αιώνα, μέσα από μικροϊστορικά και οικογενειακά γεγονότα, που αποτέλεσαν το υλικό του επόμενου βιβλίου, με τίτλο «Chiaroscuro».