Ο Χρήστος Γαρουφαλής, ένας από τους σημαντικούς ζωγράφους και πνευματικούς ανθρώπους της πόλης μας, μας υποδέχθηκε με ζεστασιά και απλότητα στη Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου, σ’ έναν χώρο που υπήρξε αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής «τρέλας», όπως λέει χαρακτηριστικά ο ίδιος. Δηλώνει ακόμη υπερήφανος τόσο για τις εκθέσεις της Πινακοθήκης όσο και τη μόνιμη συλλογή της, για τη δουλειά που γίνεται στο Εικαστικό Εργαστήρι και γενικότερα για τη στήριξη στους ντόπιους δημιουργούς. Ο Χρήστος Γαρουφαλής, όμως, είναι φημισμένος και για το αριστερό του πόδι, θα μπορούσε να κάνει καριέρα ως ποδοσφαιριστής! Σήμερα, ωστόσο, είναι ένας από τους καλύτερους ζωγράφους μας. «Να έχετε «τρέλα» και μην επιτρέψετε σε κανέναν να κλέψει τα όνειρά σας. Θέλει «τρέλα και όνειρο» η αντίσταση στα όσα ζοφερά συμβαίνουν σήμερα γύρω μας» λέει χαρακτηριστικά απαντώντας στις ερωτήσεις μας.
Ποιο ρεύμα σας επηρέασε ζωγραφικά και τι σας εμπνέει;
«Είναι προφανές ότι η ζωγραφική μου έχει ως αφετηρία τον ρεαλισμό. Ο ζωγράφος όμως οφείλει να ζωγραφίζει και με το χέρι και με την καρδιά του. Ζωγραφίζω λοιπόν ό,τι αισθάνομαι και δεν μπορώ να σας το μεταδώσω με λόγια. Προσπαθώ, χρόνια τώρα, να αποτυπώσω τη «συγκίνηση» που δεν θα εξαντλείται στην εξωτερική – επιφανειακή – αποτύπωση του θέματος, αλλά θα οδηγεί σε μια αναζήτηση πέραν του προφανούς. Κάτι δηλαδή που να υπερβαίνει τον στείρο ρεαλισμό».
Αν δεν ήσασταν ζωγράφος, τι επάγγελμα θα κάνατε;
«Παρά τις δυσκολίες, ποτέ δεν αντιμετώπισα τη ζωγραφική ως επάγγελμα. Φρόντιζα, όσο γίνεται, να παραμένει «ελεύθερη» από τις ανάγκες της καθημερινότητας. Το έργο τέχνης είναι προϊόν αυτοσυγκέντρωσης και μιας συνεχούς συνομιλίας με τον εαυτό σου. Ο καλλιτέχνης οφείλει να δημιουργεί ανεξαρτήτως πωλήσεων. Η διαδρομή του συχνά είναι μοναχική όσο κι αν το ζωγραφικό αποτέλεσμα το απολαμβάνουν πολλοί. Απαντώντας τώρα και στο δεύτερο ερώτημά σας, θα επιθυμούσα – εκτός της ζωγραφικής – να ασχολούμαι με τη μουσική, η οποία με συντροφεύει τις ώρες της δημιουργίας».
Πώς αντέδρασαν οι γονείς σας όσον αφορά την επιλογή σας στη ζωγραφική;
«Η επιθυμία μου να ζωγραφίζω ξεκίνησε πολύ νωρίς. Στο Δημοτικό μου ανέθεταν την επιμέλεια καλλιτεχνικών επιγραφών σε χαρτόνια. Αργότερα θυμάμαι στις τελευταίες σελίδες των τετραδίων μου να σχεδιάζω πρόσωπα συμμαθητριών μου, δασκάλων και καθηγητών. Αρχικά με μολυβάκι, αργότερα με στιλό… Κάποιοι καθηγητές μάλιστα, αντί να μου κάνουν «παρατήρηση», με ενθάρρυναν, γεγονός που πιστεύω πότιζε τον σπόρο του όποιου ταλέντου. Το ίδιο κι οι γονείς μου, οι οποίοι πέραν της εύλογης αγωνίας τους για το μέλλον μου δεν έφεραν εμπόδια στις καλλιτεχνικές ανησυχίες μου, γιατί διέβλεπαν τι θα με έκανε στο μέλλον ευχαριστημένο. Πέραν όμως της αρχικής επιθυμίας μου δεν είναι εύκολο να θυμηθώ πότε πήρα την απόφαση να ασχοληθώ σοβαρά με τη ζωγραφική. Μπαίνεις σε αυτή τη διαδρομή στην αρχή χωρίς να ξέρεις τι σου γίνεται, μα δουλεύοντας μαθαίνεις πράγματα, πρωτίστως για σένα τον ίδιο…».
Ποιον καλλιτέχνη θαυμάζετε;
«Δεν είναι ένας αλλά πολλοί αυτοί που με επηρέασαν ως τώρα και άλλοι που, ερήμην τους, με διδάσκουν καθημερινά. Αυτοί είναι τα δικά μου «δάνεια», τα δικά μου «καταφύγια». Συχνά ακούμε πως στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Η ουσία βέβαια είναι να δημιουργείς κάτι δικό σου με τα «κλεμμένα», αλλιώς απλά αντιγράφεις. Κάτι άλλο επίσης που διαπιστώνω τα τελευταία χρόνια είναι ότι η «ευρηματικότητα» στη τέχνη έγινε αυτοσκοπός. Υπό αυτή την έννοια δεν έχω άγχος να είμαι «σύγχρονος». Καιρός για μια αισθητική αντίσταση στη φθορά, στο ψέμα και στις κάθε μορφής «ευκολίες»».
Στον Δήμο Αγρινίου πιστεύετε πως υπάρχουν αρκετές υποδομές και πώς γίνονται αρκετά καλλιτεχνικά δρώμενα;
«Χρόνια τώρα το Εικαστικό Εργαστήρι αποτελεί μια δημιουργική διέξοδο κόντρα στα γκρίζα αδιέξοδα και, παρά τις ελλιπείς κτιριακές υποδομές, χρωματίζει την καθημερινότητα μικρών παιδιών, εφήβων, ακόμη και ενήλικων συμπολιτών μας. Αργότερα, το 2013 δημιουργήθηκε η Δημοτική Πινακοθήκη Αγρινίου, όνειρο πολλών δεκαετιών, ένα πολιτιστικό γεγονός που συνιστά υπέρβαση, ένα ζωντανό κύτταρο πολιτισμού για το οποίο όλοι θα πρέπει να νιώθουμε υπερήφανοι, ένα τρελό εγχείρημα εν μέσω κρίσης, ένα ευτυχές αποτέλεσμα συνεργασίας ανθρώπων που αδιαφορούν για το προσωπικό κόστος και κέρδος. Και οι δυο αυτές τιμητικές προσκλήσεις υπήρξαν για εμένα πρόκληση. Παράλληλα υπάρχουν ταλαντούχα νέα παιδιά που οφείλουμε να στηρίξουμε ώστε να μπορέσουν να ανοίξουν τα φτερά τους. Τέτοιες πολιτιστικές δράσεις παρουσιάζονται στη Δημοτική Αγορά. Θεωρώ ότι ο πολιτισμός δεν αφορά ολίγους και εκλεκτούς αλλά όλους όσοι τον επιζητούν. Η συμμετοχή της κοινωνίας προσθέτει υπερ-αξία, συμβάλλει στην ψυχική ανάταση που οφείλει να κοινωνεί η τέχνη κι ο πολιτισμός -κάτι που όλοι επιζητούμε στις μέρες μας. Σας διαβεβαιώνω πως υπάρχει μεγάλο πνευματικό δυναμικό στην περιοχή μας που έχουμε χρέος να αφυπνίσουμε».
Πώς χαρακτηρίζετε την απόφαση της υπουργού να καταργήσει στο Λύκειο τα καλλιτεχνικά μαθήματα;
«Λογιστικές λογικές που λαμβάνονται με κριτήριο το οικονομικό κόστος και στη συνέχεια αβασάνιστα επιβάλλουν τέτοιες αποφάσεις δεν συνάδουν με την έννοια του πολιτισμού. Ως εκ τούτου, είναι αυτονόητο ότι με βρίσκουν εντελώς αντίθετο. Είναι λυπηρό όμως διότι κάποιοι αρμόδιοι αποδεικνύουν την άγνοιά τους διότι, αν μη τι άλλο, όφειλαν να αντιμετωπίζουν με ευαισθησίες ζητήματα σοβαρά όπως αυτό της παιδείας. Ο πολιτισμός έχει ως θεμέλιό του την παιδεία και πρέπει να «εκπέμπεται» πρώτα από τον ίδιο τον εαυτό μας. Αντ’ αυτού βλέπουμε, δυστυχώς, πολλές περιπτώσεις «ανθρώπων του πολιτισμού» των οποίων η συμπεριφορά αποδεικνύει πόσο σχέση έχουν με αυτόν… Ενα πάντως είναι σίγουρο, ότι η τέχνη και ο πολιτισμός αποτελούν έννοιες οι οποίες δεν χαράσσονται ούτε «παράγονται» με πολιτικές υπουργείων. Και ευτυχώς…».
Ο γλύπτης από το Παναιτώλιο που ένωσε μοντερνισμό και αρχαιότητα
Το Παναιτώλιο έχει την τιμή να είναι η γενέτειρα ενός από τους σημαντικότερους έλληνες γλύπτες του 20ού αιώνα. Ο Χρήστος Καπράλος (1909-1993) γεννήθηκε στον τόπο μας και ήταν γιος αγροτικής οικογένειας. Με τη βοήθεια όμως των αγρινιωτών αδελφών Παπαστράτου σπούδασε ζωγραφική στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών κοντά στον Ουμβέρτο Αργυρό και συνέχισε σπουδάζοντας γλυπτική στο Παρίσι κοντά στον γλύπτη Μαρσέλ Ζιμόν. Επέστρεψε στην Ελλάδα, στο Παναιτώλιο, το 1940. Το 1946 μετακινήθηκε στην Αθήνα και μετέπειτα στην Αίγινα, όπου έστησε το 1963 δικό του εργαστήριο. Στο Παναιτώλιο δούλεψε στον γύψο, από το 1940 έως το 1945, την έκτη ενότητα της ανάγλυφης ζωφόρου για το Μνημείο της Μάχης της Πίνδου, γλυπτό που σήμερα βρίσκεται στο Περιστύλιο της Βουλής των Ελλήνων. Το έργο του Καπράλου, που θεωρείται από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του μοντερνισμού στη χώρα μας, είναι έντονα ανθρωποκεντρικό με εμπνεύσεις και από την αρχαία ελληνική τέχνη και μυθολογία. Στο Αγρίνιο από το 1996 λειτουργεί μόνιμη έκθεση γλυπτών του με 60 έργα στην «Αίθουσα Τέχνης Καπράλου», που βρίσκεται στο κτίριο της Παπαστρατείου Δημοτικής Βιβλιοθήκης. Εργα του φυλάσσονται επίσης στο εργαστήριό του στην Αθήνα, ενώ και στην Αίγινα λειτουργεί το Μουσείο Χρήστου Καπράλου που φιλοξενεί τα έργα που φιλοτέχνησε ο καλλιτέχνης στο νησί. Εργα του υπάρχουν και σε δημόσιους χώρους στην Αθήνα.