Το Αγρίνιο είναι η μεγαλύτερη πόλη του Νομού Αιτωτολοακαρνανίας και ο κρίκος που συνδέει την Αιτωλία με την Ακαρνανία. Η θέση της πόλης, στη γη της Αιτωλοακαρνανίας, ορίζεται από τον υδάτινο αρχαίο θεό Αχελώο που κυλά δίπλα της και κείται στα βορειοδυτικά της λίμνης Τριχωνίδας, στην άκρη σχεδόν του «μεγάλου αιτωλικού πεδίου». Βρίσκεται στους πρόποδες του Παναιτωλικού και σε υψόμετρο 90 μέτρα. Η ιστορία της πόλης χάνεται στα βάθη των αιώνων, καθώς κατοικήθηκε από τα πρώιμα χρόνια της προϊστορικής περιόδου. Κατά τη μυθολογία χτίστηκε από τον βασιλιά Αγριο, που ήταν απόγονος του γενάρχη Αιτωλού και του γιου του Πλευρώνα. Η πόλη, χτισμένη δίπλα σχεδόν στον ποταμό Αχελώο, που ήταν το φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Αιτωλία και την Ακαρνανία, το 314 π.Χ. καταστράφηκε από τον Κάσσανδρο. Οι ανασκαφές του Μηλιάδη το 1920 έδειξαν ότι η αρχαία πόλη βρίσκονταν στο γειτονικό Ζαπάντι (σημερινή Μεγάλη Χώρα). Tα τελευταία χρόνια όμως έχουν βρεθεί πολλά αρχαία ακόμα και στο κέντρο της σημερινής πόλης.Υστερα από κάποιους αιώνες στην αφάνεια, η πόλη ξαναεμφανίζεται την εποχή της Τουρκοκρατίας, με το όνομα Βραχώρι (Imbrahoar). Κατοικήθηκε από πολλούς Τούρκους και στις αρχές του 18ου αιώνα έγινε έδρα του Σαντζακίου του Κάρλελι, διοικητικό κέντρο της σημερινής Αιτωλοακαρνανίας. Ελαβε ενεργό μέρος στην Επανάσταση του 1821 και απελευθερώθηκε προσωρινά στις 11 Ιουνίου 1821. Αργότερα κατακτήθηκε ξανά από τον Κιουταχή και τελικά προσγράφτηκε οριστικά στα σύνορα του ελεύθερου ελληνικού κράτους το 1832.
Γρήγορη ανάπτυξη
Μετά την απελευθέρωση, το Βραχώρι πήρε ξανά το αρχαίο του όνομα Αγρίνιον. Η πόλη άρχισε να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, ειδικά μετά τα τέλη του 19ου – αρχές 20ου αιώνα, όταν στράφηκε μαζικά στην καλλιέργεια του καπνού. Χτίστηκαν τεράστιες αποθήκες και εργοστάσια επεξεργασίας του καπνού, με κυριότερες αυτές των οικογενειών Παπαστράτου, Παπαπέτρου και Παναγόπουλου. Μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή πλήθος προσφύγων έφτασαν στην πόλη και εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Αγίου Κωνσταντίνου, ενώ μεγάλη μετακίνηση πληθυσμών είχαμε και από την Ηπειρο και την Ευρυτανία.
Σήμερα το Αγρίνιο είναι μία από τις μεγαλύτερες πόλεις της Δυτικής Ελλάδας και φυσικά ολόκληρης της Ελλάδας. Σύμφωνα με την πρόσφατη ελληνική απογραφή του 2021 ως δήμος έχει πληθυσμό 88.971 κατοίκους. Μαζί με την Πάτρα και τα Ιωάννινα, αποτελούν τα τρία μεγαλύτερα αστικά κέντρα στο δυτικό τμήμα της χώρας. Μια πόλη που προσφέρει όλα όσα προσφέρουν οι σύγχρονες μεγαλουπόλεις. Τμήματα πανεπιστημίων, πολιτιστικές και αθλητικές εκδηλώσεις (Ημιμαραθώνιος Μιχάλης Κούσης, Διεθνές Φεστιβάλ Παραδοσιακών Χορών, Πανελλήνια Πρωταθλήματα Θαλάσσιου Σκι στον Αχελώο και φυσικά τα φημισμένα πια Χαλκούνια), μουσεία, πινακοθήκες, αθλητικοί σύλλογοι, κέντρα διασκέδασης, κινηματογράφους, Δημοτικό Θέατρο και φυσικά πολλά φυσικά αξιοθέατα μέσα αλλά και πέριξ της πόλης σε πολύ μικρή απόσταση.
Τα αρχοντικά της πόλης
Οπως κάθε μεγάλη πόλη, έτσι και το Αγρίνιο χαρακτηρίζεται από τα ιστορικά του κτίρια. Ας κάνουμε μια… βόλτα στα πιο ξεχωριστά:
Το αρχοντικό Ξυνοπούλου: Το αναγεννημένο κτίριο είναι ιδιοκτησίας της ΔΕΗ Αγρινίου και στεγάζει τις υπηρεσίες εξυπηρέτησης των πελατών της. Πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα νεοκλασικά της πόλης του Αγρινίου, που διατηρήθηκε και αναπαλαιώθηκε με απόλυτο σεβασμό στην αρχική του μορφή. Η δεσποτική του παρουσία στην πλατεία Παναγοπούλου από το 1902 συμβάλλει καθοριστικά στην ποιοτική αναβάθμιση της ευρύτερης περιοχής.
Η Δημοτική Αγορά Αγρινίου: Είναι ένα κτίριο που ταυτίζεται με τη νεότερη ιστορία του Αγρινίου και χτίστηκε το 1930 επί δημαρχίας Ανδρέα Παναγόπουλου με επιβλέποντα τον Βασίλειο Κουρεμένο, διακεκριμένο αρχιτέκτονα μηχανικό της εποχής. Στις 3 Ιουλίου 2008 δημοπρατήθηκε το έργο «Αποκατάσταση Δημοτικής Αγοράς Αγρινίου και Μετατροπή σε Πολιτιστικό Κέντρο». Πλέον φιλοξενεί εκδηλώσεις που αναδεικνύουν την πολιτιστική ταυτότητα της πόλης.
Το κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος: Τη δική τους σφραγίδα στην ιστορία και στην αρχιτεκτονική του τόπου άφησαν τα κτίρια της Τράπεζας της Ελλάδος, δύο ιστορικά κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί μνημεία και εμπεριέχουν ιδιαίτερα στοιχεία αρχιτεκτονικής και καλλιτεχνικής αξίας, με χαρακτηριστικές αναφορές στο ρεύμα του νεοκλασικισμού. Συγκεκριμένα, πρόκειται για το κτίριο όπου στεγαζόταν το Υποκατάστημα της Τραπέζης της Ελλάδος στη συμβολή της οδού Αναστασιάδη 1 με την πλατεία Δημοκρατίας και το κτίριο οικίας του διευθυντή της Τραπέζης που βρίσκεται επί της οδού Βότση. Δίκαια διεκδικούν μια θέση ανάμεσα στα ωραιότερα κτίρια της αρχιτεκτονικής μας κληρονομιάς. Χαρακτηριστικό των κτιρίων είναι ότι διατηρούν τα χτυπήματα που προκλήθηκαν σε αυτά από τον βομβαρδισμό του Αγρινίου, το 1940. Σήμερα το κτίριο χρησιμοποιείται για τις συνεδριάσεις του Δημοτικού Συμβουλίου Αγρινίου και φιλοξενεί ενημερωτικές ημερίδες και εκδηλώσεις.
Το Αρχοντικό Σωχωρίτη: Η οικία στην πάροδο της οδού Κακαβιά 9 χαρακτηρίστηκε το 1979 από το υπουργείο Πολιτισμού «Ιστορικό μνημείο και έργο τέχνης, που χρειάζεται ειδική προστασία, διότι είναι αξιόλογο δείγμα της αστικής αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα και τα εσωτερικά διακοσμητικά του στοιχεία αποτελούν χαρακτηριστικά δείγματα της λαϊκής τέχνης της περιόδου αυτής». Από το συγκρότημα του αρχοντικού σήμερα σώζονται μόνο το τμήμα του οχυρωμένου περιβόλου ύψους περίπου 2 μ. και η κεντρική οικία κτισμένη με εμφανή οχυρωματική διάθεση. Στον χώρο υποδοχής του ορόφου και στα μεγάλα επίσημα δωμάτια διατηρούνται ίχνη εξαιρετικού τοιχογραφικού διακόσμου. Οι ξύλινες οροφές φέρουν πλούσιο διάκοσμο, με ποικίλες επιρροές από την προεπαναστατική παράδοση αλλά και τις νέες τάσεις του 19ου αιώνα.