Για πρώτη φορά από το 1974 η Δικαιοσύνη αποκλείει τη συμμετοχή ενός κοινοβουλευτικού κόμματος σε εκλογική διαδικασία. Η απαγόρευση αφορά τους «Σπαρτιάτες» και δεν εξέπληξε ούτε καν εκείνους που δυσαρέστησε.

Διότι την τελευταία δεκαετία και για πρώτη φορά μετά τη μεταπολίτευση η δημοκρατία μας ζει με ένα διαρκές καρκίνωμα.

Ενα αβγό του φιδιού που επωάζεται στους κόλπους της, έστω και αν δεν εκκολάπτεται. Και το οποίο καθίσταται ιδιαίτερα επικίνδυνο ακριβώς επειδή επωάζεται στο πλαίσιο ενός γενικότερου φαινομένου «αντισυστημικής» ψήφου και συμπεριφοράς.

Δεξιάς ή αριστερής, αδιάφορο. Η πελατεία των «Σπαρτιατών» ή του Κασιδιάρη ή της Χρυσής Αυγής παλαιότερα ή των Αγανακτισμένων στις πλατείες ή διαφόρων ακροδεξιών και ακροαριστερών ρευμάτων και οργανώσεων προσδιορίζεται κυρίως από την αντίθεσή τους στο δημοκρατικό κοινοβουλευτικό σύστημα και όχι από νεφελώδεις ιδεολογικές αναφορές που ούτε καν καταλαβαίνουν οι περισσότεροι.

Ακόμη χειρότερα. Τα χαστούκια, οι μπουνιές, η επιθετικότητα, η εχθροπάθεια, η ασυνειδησία, οι πράξεις βίας περισσότερο χαρακτηρίζουν αντικοινωνικές συμπεριφορές παρά την απόρριψη ενός συστήματος το οποίο (υποτίθεται) αποστρέφονται.

Ετσι, κάτω από τον «αντισυστημικό» μανδύα και μέσα από ένα καταγγελτικό πρόσχημα, το καρκίνωμα μεγαλώνει. Και λειτουργεί από εκλογή σε εκλογή και από δυσκολία σε δυσκολία σαν κοινή δεξαμενή μιας μεταφερόμενης περιφρόνησης της δημοκρατίας.

Χωρίς αυτή την κοινή δεξαμενή και χωρίς όσους τη γεμίζουν θα ήταν ανέφικτη η μετακίνηση τέτοιων ακροατηρίων και η μετατροπή τους σε μια μόνιμη, αν και αποδυναμωμένη τα τελευταία χρόνια, απειλή.

Αποδυναμωμένη αλλά υπαρκτή. Οχι επειδή τέτοιοι σχηματισμοί υπάρχουν, πολιτεύονται και ενίοτε εκλέγονται. Αλλά επειδή εκφράζουν την υστέρηση, τον ανορθολογισμό και τη μισαλλοδοξία ενός μέρους της κοινωνίας. Επειδή αποτελούν τη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού.

Προφανώς η Δικαιοσύνη παρεμβαίνει όταν έχει τη δυνατότητα. Το έκανε με τη Χρυσή Αυγή, τώρα με τους «Σπαρτιάτες», και καλά κάνει. Αλλά εξίσου προφανώς η παρέμβασή της δεν θεραπεύει το καρκίνωμα.

Το οποίο δεν πρόκειται να αντιμετωπιστεί αν η ίδια η κοινωνία, η ίδια η δημοκρατική πολιτεία, δεν ορθωθεί απέναντι στο αντισυστημικό εκκολαπτήριο που επιτρέπει σε ένα καρκίνωμα να επιβιώνει.

Διότι τελικά δεν μας απειλεί η Ακροδεξιά ή η Ακροαριστερά, όσο μας απειλεί η κοινωνική ανοχή στην εκτροπή, όπως κι αν αυτή προσδιορίζεται. Με μπουνιές, με χαστούκια, με διαβολές ή με μπινελίκια.

Κι αυτό δεν αντιμετωπίζεται με επιτροπές, αρχές και ημερίδες αλλά μόνο μέσα από κάτι που ονομάζεται «μαχόμενη δημοκρατία».