Απέναντι στο προφανές, τα πολλά λόγια είναι περιττά.
Στην υπόθεση των κροατών χούλιγκαν, οι αρχές ασφαλείας επέδειξαν μια αδιανόητη ολιγωρία και κατέγραψαν μια πρωτοφανή αποτυχία.
Δεν είναι δυνατόν μια χώρα που επαίρεται ότι ορθώνει φράχτη στον Εβρο και αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις μεταναστευτικές ορδές στα σύνορά της να αποδεικνύεται ανίκανη να ελέγξει εκατό ή διακόσιους εισαγόμενους αληταράδες που κατέφθασαν οδικώς από το Ζάγκρεμπ για να πλακωθούν στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Αποτέλεσμα; Ενας νεκρός. Που φέρνει ξανά στο προσκήνιο το συνολικότερο ζήτημα της ασφάλειας.
Διότι η βία και το έγκλημα είναι εκείνα ακριβώς που οι αρχές ασφαλείας μιας χώρας οφείλουν να προλαμβάνουν, να διώκουν και να καταστέλλουν.
Πώς; Δικό τους επιχειρησιακό ζήτημα, στο πλαίσιο της νομιμότητας την οποία υπηρετούν και εκπροσωπούν. Η επιτυχία τους όμως κρίνεται από την αποτελεσματικότητα της δράσης τους, όχι από δικαιολογίες.
Αυτά είναι τα δεδομένα. Από εκεί και πέρα το έγκλημα δεν διαχωρίζεται.
Δεν έχουμε το πολιτικό και το αθλητικό, το πλούσιο και το φτωχό, το εγχώριο και το εισαγόμενο, το ανδρικό και το γυναικείο, το αθηναϊκό και το θεσσαλονικιό, για να φορέσουμε την ανάλογη φανέλα.
Και γι’ αυτό οι αρχές ασφαλείας οφείλουν να αντιμετωπίζουν κάθε ψήγμα εγκληματικής δράσης ή συμπεριφοράς με την ίδια αμεροληψία, τον ίδιο επαγγελματισμό και την ίδια σοβαρότητα.
Σε τελευταία ανάλυση, πέρα και πάνω από δυνάμεις αστυνόμευσης, είναι αρχές προστασίας μιας φιλήσυχης και ειρηνικής κοινωνίας. Και η προστασία της κοινωνίας αφορά πρωτίστως τα πιο αδύναμα και ανήμπορα μέλη της.
Αυτό οφείλουν να το καταλάβουν οι ίδιες οι αρχές ασφαλείας αλλά να το συνειδητοποιήσει και ολόκληρη η κοινωνία, αν θέλουμε η αστυνόμευση να αποτελεί κοινωνικό αγαθό και όχι καταπιεστική δραστηριότητα.
Δυστυχώς όμως στη χώρα μας το αυτονόητο δεν είναι πάντα κατανοητό.
Με ευθύνη και της αστυνομίας (όπως στην προκειμένη περίπτωση) αλλά και νησίδων ανομίας ή δικαιωματισμού αναπαράγεται το αδιέξοδο μιας ανεγκέφαλης σύγκρουσης με γελοία ζορμπαλίκια.
Κάθε φορά ακούω την παρηγορητική επωδό για «το αίμα που είθε να είναι το τελευταίο».
Μακάρι αλλά ποτέ δεν είναι. Κάποιο άλλο αίμα μας παραμονεύει στην επόμενη πλατεία και στην επόμενη κερκίδα.
Ξέρετε γιατί; Επειδή το ερώτημα «τι αστυνομία θέλουμε» έχει κατ’ αρχήν να κάνει με τι κοινωνία έχουμε επιλέξει. Και σε αυτό δεν ακούω πολλές σίγουρες απαντήσεις.