Με την ανάδειξη νέου αρχηγού στον ΣΥΡΙΖΑ έκλεισαν τυπικά οι εκκρεμότητες που είχαν αφήσει πίσω τους οι διπλές βουλευτικές εκλογές του Μαΐου και του Ιουνίου.
Εφεξής η πολιτική σκηνή θα επανέλθει στον φυσιολογικό της ρυθμό, ξεκινώντας από την αναμέτρηση της προσεχούς Κυριακής για τους δήμους και τις περιφέρειες.
Θα ήταν ίσως ένα τεστ αντοχής της κυβέρνησης ύστερα από ένα δύσκολο καλοκαίρι, αν σειρά δημοσκοπήσεων (τέσσερις τον αριθμό…) δεν είχαν φροντίσει τα τελευταία εικοσιτετράωρα να μας προειδοποιήσουν ότι το πολιτικό σκηνικό παραμένει ουσιαστικά αμετάβλητο.
Μεταξύ μας, το αντίθετο θα με εξέπληττε.
Οσο κι αν το καλοκαίρι ήταν δύσκολο, έχουν περάσει μόλις τρεις μήνες από τη διπλή εκλογική επιτυχία της κυβερνητικής παράταξης και δύσκολα καταγράφονται ουσιαστικές πολιτικές μεταβολές ή μετακινήσεις σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.
Σε συνθήκες κανονικής δημοκρατίας, εννοείται.
Ακόμη περισσότερο που η κυριαρχία της κυβέρνησης παρά τις αντιξοότητες και τα λάθη δεν είναι άσχετη με τη σχεδόν παντελή απουσία αξιόπιστης ή έστω συνεκτικής αντιπολίτευσης.
Η αντοχή των μεν είναι απότοκο και της αδυναμίας των άλλων.
Ενδεχομένως η τακτοποίηση του θέματος της ηγεσίας να δώσει στον ΣΥΡΙΖΑ μια νέα πνοή, αλλά προς το παρόν τσακώνονται μεταξύ τους για μια άδηλη και αμφίβολη κομματική προοπτική.
Ούτως ή άλλως η νέα ηγεσία δεν έχει προλάβει να δώσει δείγματα γραφής. Θα ήταν ίσως άδικο να φορτωθεί μια ήττα πριν καν μπει στο γήπεδο.
Ενδεχομένως επίσης να βρουν και άλλες πολιτικές δυνάμεις έναν αντιπολιτευτικό βηματισμό μέσα από τα γεγονότα. Προς το παρόν βλέπουμε τα ίδια τα γεγονότα να αποδεικνύουν πως δεν αρκούν για να κάνεις αντιπολίτευση. Χρειάζεται και πολιτική.
Σε αυτές τις συνθήκες οι επερχόμενες τοπικές εκλογές θα είναι αναμφισβήτητα η πρώτη σύγκρουση της νέας τετραετίας.
Θα ήταν ίσως άδικο να τη χαρακτηρίσουμε καθοριστική αφού τα κόμματα της αντιπολίτευσης ήταν καταφανώς ανέτοιμα να την αντιμετωπίσουν.
Από την άλλη πλευρά όμως δεν θα είναι καθόλου αδιάφορο αν επιβεβαιωθεί ή ενισχυθεί ο «γαλάζιος χάρτης» που είχε προκύψει από τις αντίστοιχες εκλογές του 2019. Μια τέτοια εξέλιξη (καθόλου απίθανη, αν πάρουμε υπόψη τις δημοσκοπήσεις…) θα περιορίσει κι άλλο τον χώρο της αντιπολίτευσης.
Και φυσικά θα διευρύνει ακόμη περισσότερο τις αντοχές της κυβέρνησης.