Η αλλοπρόσαλλη ανακατωσούρα που ξεκίνησε λίγους μήνες πριν από τις εκλογές συνεχίζεται και σήμερα, μερικούς μήνες μετά από αυτές.
Ο λόγος είναι τόσο απλός, που μοιάζει σχεδόν φυσιολογικός.
Δεν υπάρχει αντιπαράθεση παρά μόνο μια συνεχής φασαρία τυλιγμένη σε μια ακατάπαυστη φλυαρία. Και δεν υπάρχει αντιπαράθεση επειδή δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος.
Τα υπόλοιπα εννοούνται εύκολα.
Είναι αστείο και ταυτοχρόνως λυπηρό μια ολόκληρη χώρα να ασχολείται χαχανίζοντας με τη διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ και να διαπληκτίζεται για μια σιδηροδρομική τραγωδία.
Πέρασαν έξι μήνες από τις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και η μόνη αντιπαράθεση που θα θυμηθεί ο ιστορικός του μέλλοντος είναι αν τα Τέμπη χρειάζονται εξεταστική ή προανακριτική επιτροπή.
Το βέβαιο είναι ότι η έλλειψη ουσιαστικού αντιλόγου εξελίσσεται σε βαρίδι. Κάτι σαν σπασμένο καράβι.
Οχι επειδή το ισχνό βάρος της αντιπολίτευσης πλήττει την ποιότητα της δημοκρατίας. Η δημοκρατία στην Ελλάδα του 2023 δεν τελεί υπό αίρεση και οι μόνοι που τη ζημιώνουν ή την υποτιμούν είναι κάτι αυτόκλητοι φρουροί της.
Το ζήτημα δηλαδή δεν είναι αν η δημοκρατία έχει καταστεί αναιμική ή ευάλωτη. Τα περάσαμε αυτά. Αλλά πώς η κοινωνία θα κάνει πλέον το επόμενο βήμα.
Πώς θα δρομολογήσει δηλαδή τον «πολυδύναμο εκσυγχρονισμό» που υποσχέθηκε ο Πρωθυπουργός και ο οποίος είναι ίσως ο μόνος δρόμος που διατηρεί μια σαφή εθνική και κοινωνική προοπτική.
Αλλά αυτό για να το συνειδητοποιήσεις χρειάζεται κι ένα κουκούτσι μυαλό.
Δεν γίνεται ο προβληματισμός για το αυταπόδεικτο δημογραφικό έλλειμμα να συμπυκνώνεται σε μια αντιδικία για την αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης.
Ούτε να συζητούμε σοβαρά το πρώτο τέταρτο του 21ου αιώνα αν θα έχουμε μόνο κρατικά πανεπιστήμια και εκπαιδευτικά κέντρα.
Ούτε οι συνδικαλιστές εκπαιδευτικοί να κλείνουν τα σχολεία για την Παλαιστίνη.
Η έλλειψη σοβαρού αντιλόγου όμως αυτό ακριβώς αναδεικνύει. Και η έλλειψή του οφείλεται μόνο εν μέρει στην ισχύ της κυβέρνησης. Κυρίως υπογραμμίζει την αδυναμία της αντιπολίτευσης – «των αντιπολιτεύσεων» είναι ίσως ο ακριβής όρος…
Διότι το πολιτικό μέγεθος και η σημασία δεν είναι απόρροια μόνο εκλογικών ποσοστών, ούτε σειράς εκλογής. Προκύπτει από την ικανότητα πειστικής παρέμβασης, συγκροτημένης προοπτικής και αυθεντικής έκφρασης της κοινωνίας.
Αν λοιπόν η κυβέρνηση θέλει όντως να στρατευθεί στον δρόμο του εκσυγχρονισμού, έχει να υπολογίζει μόνο στον εαυτό της (σε κάποιον εαυτό της, τέλος πάντων…) και στις δυνάμεις της κοινωνίας.
Δύσκολα θα βρει τη συμπαράσταση των αντιπάλων της.
Αλλά τουλάχιστον μάλλον δυσκολότερα θα ταλαιπωρηθεί από την αντίστασή τους.