Ο πόλεμος του Ισραήλ με τη Χαμάς στη Γάζα κλείνει οκτώ μήνες. Ο πόλεμος της Ρωσίας με την Ουκρανία μπήκε στον τρίτο χρόνο. Κι από πουθενά δεν διαφαίνεται μια χαραμάδα εξομάλυνσης και κατευνασμού.
Ακόμη χειρότερα. Καμία πλευρά δεν φαίνεται να διαθέτει στρατηγική εξόδου από μια κρίση, η οποία χωρίς προοπτική διευθέτησης διαιωνίζεται με περισσότερα θύματα και καταστροφές. Οι συγκρούσεις παρατείνονται. Και ακόμη κι όταν δεν κλιμακώνονται, τροφοδοτούν ένα δυσβάστακτο κλίμα διεθνούς αστάθειας και αβεβαιότητας, το οποίο κανείς δεν ξέρει σήμερα ούτε πόσο θα κρατήσει ούτε πού θα μας βγάλει.
Πριν από πολλές δεκαετίες ο γάλλος κομμουνιστής ηγέτης Μορίς Τορέζ είχε αντιμετωπίσει ένα ανεξέλεγκτο απεργιακό κύμα προειδοποιώντας τους συντρόφους του πως «πρέπει να ξέρουν να τερματίζουν μια απεργία». Σήμερα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Διότι φοβούμαι πως κανείς δεν ξέρει πώς να τελειώσει έναν πόλεμο.
Κι αυτό για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς από τους εμπλεκόμενους δεν φαίνεται να διαθέτει μια μέθοδο για το τέλος του πολέμου κι ένα σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Η Ρωσία διατυπώνει δυσβάστακτες απαιτήσεις σε έναν αντίπαλο που ακόμη κι αν πιέζεται, δεν έχει κατακτηθεί, ούτε ηττηθεί. Ενώ στη Γάζα κανείς δεν ξέρει τι εικόνα θα αναδειχθεί από τα ερείπια μόλις σταματήσουν οι βομβαρδισμοί.
Ελλείψει σχεδίου λοιπόν όλοι ποντάρουν στην κατάρρευση του αντιπάλου. Παρόλο που γίνεται προφανές ότι η κατάρρευση ακόμη κι αν είναι εφικτός στόχος (που δεν είναι…) δεν αποτελεί λύση.
Ακριβώς όπως δεν αποτελεί λύση η ασύντακτη και άνευ προϋποθέσεων αναγνώριση ενός παλαιστινιακού κράτους από τη μακρινή Μαδρίτη και το ακόμη πιο μακρινό Δουβλίνο ή Οσλο. Δεν λύνεις ένα πρόβλημα συνύπαρξης επιλέγοντας τη μία πλευρά εναντίον της άλλης. Ιδίως όταν επιλέγεις την πιο ακραία και πιο αδιάλλακτη πλευρά με το επιχείρημα ότι είναι η πιο αδύναμη.
Ολα αυτά θα είχαν ίσως φιλολογική σημασία ή απλώς διπλωματικό ενδιαφέρον αν δεν τροφοδοτούσαν τη διεθνή αστάθεια και τη γενικευμένη αβεβαιότητα. Αν δηλαδή δεν περνούσαν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο τις πόρτες των νοικοκυριών μας. Αλλά κοστίζουν. Κι όχι μόνο στην Ανατολική Ουκρανία ή στη Γάζα. Κοστίζουν και στις Βρυξέλλες ή στην Αθήνα.
Κοστίζουν μάλιστα με τις ευρωεκλογές και ακολούθως με μια αμερικανική προεδρική εκλογή στον ορίζοντα, αναμετρήσεις ικανές και οι δύο να διευρύνουν τα επίπεδα αστάθειας και αβεβαιότητας που μας περιβάλλουν.
Τουλάχιστον όσο δεν εμφανίζεται κάποιος ικανός να σταματήσει τον πόλεμο.