Το καλοκαίρι δεν ήταν η γιορτή που όλοι ελπίζαμε. Αφήνει πίσω του πληγές, καταστροφές και θλίψη.
Προφανώς η χώρα υπέστη την μήνιν «ακραίων καιρικών φαινομένων», των οποίων ουδείς αμφισβητεί την πρωτοφανή ακρότητα αλλά και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την επόμενη μέρα.
Θα δούμε κι άλλα. Ισως χειρότερα. Και μάλλον σύντομα.
Οι επιστήμονες έχουν σηκώσει ψηλά τα χέρια, οι διεθνείς οργανισμοί σε όλον τον πλανήτη προειδοποιούν χωρίς να ξέρουν τι ακριβώς μας περιμένει.
Σε αυτές τις πρωτόγνωρες συνθήκες το χιλιοειπωμένο αίτημα της αλλαγής δεν είναι πολιτικό κλισέ. Είναι όρος επιβίωσης.
Η χώρα για να επιβιώσει οφείλει να προσαρμοστεί σε συνθήκες τις οποίες (να το πούμε) ουδείς μπορεί να ελέγξει ή να προεξοφλήσει. Είναι έργο τιτάνιο αλλά περισσότερο από απαραίτητο.
Για τον απλούστατο λόγο ότι αυτά που ζήσαμε στη Ρόδο, στον Εβρο, στο Πήλιο ή στον θεσσαλικό κάμπο δεν είναι απλώς ατυχείς καταστάσεις και απρόβλεπτες καταστροφές.
Είναι εικόνες από ένα εφιαλτικό αύριο, το οποίο (για να είμαστε ειλικρινείς) κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει, ούτε καν να προσεγγίσει.
Το θετικό είναι ότι πρόσφατα αποκτήσαμε μια ισχυρή κυβέρνηση.
Είναι υποχρεωμένη να σηκώσει τα μανίκια και να ασχοληθεί απερίσπαστη με την ουσία και τους κινδύνους των πραγμάτων, ακόμη και εκείνων που δεν μπορεί θεωρητικά να προβλέψει.
Οποιος δεν μπορεί, σπίτι του.
Το αρνητικό είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν στην Ελλάδα.
Οπου το θύμα μιας θεομηνίας μεταφέρεται από τα ελικόπτερα του κράτους, διασώζεται από τον στρατό, την Πυροσβεστική, την ΕΚΑΜ του κράτους, περιθάλπεται από τις υπηρεσίες αρωγής του κράτους, αποζημιώνεται στη συνέχεια από το κράτος και φωνάζει στις κάμερες «πού είναι το κράτος; Δεν υπάρχει κράτος!».
Διότι τελικά τίποτα δεν πρόκειται να αλλάξει, ούτε να διασωθεί, αν δεν αλλάξουν η νοοτροπία και οι αντιλήψεις με τις οποίες έχουμε συνηθίσει να πορευόμαστε.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πιο σκληρή σκηνή των ημερών είναι όταν μέλη του πληρώματος ενός πλοίου που αποπλέει ρίχνουν έναν άνθρωπο στη θάλασσα.
Οχι μόνο τον σπρώχνουν, αλλά κανείς δεν κάνει κάτι για να τον σώσει.
Και όχι μόνο δεν κάνουν κάτι για να τον σώσουν, αλλά οι ίδιοι αυτοί άνθρωποι συνεχίζουν στη συνέχεια απερίσπαστοι τη δουλειά και τον δρόμο τους.
Το φαινόμενο φυσικά δεν είναι μόνο ακραίο. Είναι απάνθρωπο.
Αλλά κακά τα ψέματα, είναι η εκδοχή μιας κυνικής και ασυνείδητης πραγματικότητας που κινδυνεύει να καταστήσει αυτή την προικισμένη χώρα αφόρητη.
Και που θα τη βυθίσει στα λασπωμένα νερά του Πειραιά ή της Θεσσαλίας, αν δεν πιάσει το νήμα από την αρχή.
Από τα βασικά και τα κρίσιμα.