Η επίσκεψη Μητσοτάκη στην Αγκυρα και η συνάντησή του με τον Ερντογάν δεν προορίζεται φυσικά να αλλάξει τον ρου της Ιστορίας, ούτε ξεσηκώνει κύματα εθνικού ενθουσιασμού.
Είναι όμως μια επιβεβλημένη προσπάθεια συνεννόησης και συνύπαρξης. Με την ελπίδα να αποδειχθεί έντιμη και από τις δύο πλευρές.
Από τις οποίες βεβαίως κανείς δεν ζητάει κωλοτούμπες. Και ως εκ τούτου κανείς δεν απαιτεί να απεμπολήσουν τις πάγιες απόψεις και τις ιστορικά διαμορφωμένες θέσεις τους.
Το νόημα είναι ότι συζητούμε, ακόμη και όταν, ή κυρίως όταν, διαφωνούμε.
Καμία έκπληξη, λοιπόν. Είναι ο δρόμος της λογικής. Αλλωστε στη διεθνή πολιτική τα πυροτεχνήματα ενθουσιασμού και εντυπωσιασμού είναι συνήθως μικρής διάρκειας και ασήμαντης απόδοσης.
Επίκαιρο παράδειγμα, η πολυσυζητημένη Συμφωνία των Πρεσπών. Υπάρχει η αίσθηση ότι το επόμενο διάστημα θα ζήσει κλυδωνισμούς μετά την πολιτική αλλαγή στη Βόρεια Μακεδονία.
Τώρα λοιπόν θα δούμε αν θα αμφισβητηθεί κι αν θα αντέξει στην αμφισβήτησή της από τη νέα κυβερνητική ηγεσία.
Ή αντιθέτως αν θα αποδειχθεί μόνο ένας αφελής ελιγμός διευκόλυνσης της γειτονικής χώρας στις σχέσεις της με το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ενωση. Εκείνο δηλαδή που φοβόντουσαν από την αρχή πολλοί επικριτές της.
Φυσικά οι ελληνοτουρκικές σχέσεις δεν είναι αυστηρά ελληνοτουρκική υπόθεση. Επηρεάζονται σαφώς από το κλίμα στις σχέσεις της Τουρκίας με τη Δύση γενικότερα, τις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ενωση.
Είναι άλλωστε γνωστό πως εδώ και κάποιον καιρό οι σχέσεις αυτές βρίσκονται περισσότερο σε τροχιά απόκλισης παρά προσέγγισης και χωρίς σοβαρές ενδείξεις βελτίωσης. Μάρτυρας η πρόσφατη αναβολή της επίσκεψης Ερντογάν στην Ουάσιγκτον.
Για να είμαστε ρεαλιστές λοιπόν, δεν περιμένει κανείς να λύσουν τα προβλήματα που υπάρχουν ο Ερντογάν με τον Μητσοτάκη.
Είναι συνετό όμως που ο Μητσοτάκης δεν επιβαρύνει το ήδη επιβαρυμένο γενικό πλαίσιο της όποιας συνεννόησης με ακρότητες για τη Μονή της Χώρας ή (ακόμη χειρότερα) με ακύρωση της συνάντησης, όπως τον προέτρεψαν διάφοροι ανεγκέφαλοι.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ασφαλώς ότι ο «εξισλαμισμός» της Τουρκίας μάς αφορά, όπως αφορά και όλη τη Δύση. Το αντίθετο θα ήταν απλώς ανόητο.
Αλλά η τουρκική κοινωνία είναι πρωτίστως υπόθεση των Τούρκων και της κυβέρνησής τους.
Δεν είμαστε συνέταιροι στο ίδιο μαγαζί και ούτε προβλέπεται να γίνουμε, ακόμη κι αν είμαστε υποχρεωμένοι να ζούμε στην ίδια γειτονιά.
Κι αυτό πολύ δύσκολα θα αλλάξει.