Αν δεν προκύψει κάποιο μείζον απρόοπτο, θα ψηφιστεί σήμερα στη Βουλή ο προϋπολογισμός 2024. Ο πρώτος προϋπολογισμός της δεύτερης τετραετίας Μητσοτάκη.
Το σχέδιο έχει ήδη περάσει από την προέγκριση των κοινοτικών οργάνων αλλά μόνο η ψήφος της Βουλής θα το καταστήσει νόμο του κράτους.
Η κοινοβουλευτική συζήτηση δεν ήταν ιδιαίτερα διαφωτιστική, ίσως επειδή ο αντίλογος έμεινε στο αποσπασματικό και στο επιμέρους.
Την ίδια στιγμή μάλιστα που η κυβερνητική πολιτική δείχνει αδύναμη να διαχειριστεί μια θεμελιώδη και προφανή αντίθεση.
Από τη μία πλευρά την αίσθηση και τους αριθμούς μιας οικονομίας που κινείται σε θετική πορεία.
Από την άλλη τη δυσφορία για την εξασθένηση των λαϊκών εισοδημάτων από τον πληθωρισμό και κυρίως από την «ακρίβεια της καθημερινότητας».
Η αντίθεση αυτή μπορεί να μην έχει πάρει ακόμη πολιτικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι προφανές ότι σε βάθος χρόνου κινδυνεύει να τεθεί εκτός ελέγχου.
Ο προϋπολογισμός 2024 καλείται να τη διαχειριστεί. Δεν θα είναι εύκολο, αλλά παραμένει απολύτως αναγκαίο.
Φυσικά η σχετική συζήτηση συνοδεύτηκε (ως συνήθως) και από διάφορες ακροβασίες.
Είναι σαφές, για παράδειγμα, ότι η άποψη πως «η Ελλάδα φτωχοποιείται, έτσι πήραμε την επενδυτική βαθμίδα» (Στ. Κασσελάκης, 14/12) δεν στηρίζεται πουθενά.
Καμία χώρα στον κόσμο δεν αναβαθμίστηκε υποβαθμιζόμενη. Αν ήταν έτσι, η πάμπτωχη Μπουργκίνα Φάσο θα ήταν ο πιο ελκυστικός επενδυτικός προορισμός του πλανήτη.
Παρ’ όλα αυτά φαίνεται ότι διατηρείται (τουλάχιστον στη Βουλή) ένα πνεύμα δημοσιονομικής πειθαρχίας, ίσως το πιο θετικό κατάλοιπο που μας άφησε η εποχή των Μνημονίων.
Ακόμη και η πιο ακραία αντιπολίτευση δυσκολεύτηκε να αμφισβητήσει κάτι που μοιάζει πλέον απαρέγκλιτο στην ελληνική και ευρωπαϊκή πραγματικότητα.
Η κυβέρνηση επωφελήθηκε ενδεχομένως της ευνοϊκής συγκυρίας αλλά δεν μπορεί να κρύψει πως έχει ακόμη πολλά να κάνει και σε συνεννόηση με πολλούς, αν θέλει να μεταρρυθμίσει σε βάθος την ελληνική οικονομία.
Στο επίπεδο της επιχειρηματικότητας ασφαλώς, του κοινωνικού κράτους, αλλά κυρίως της φορολογίας. Εκεί εκτρέφεται η μεγαλύτερη ανισότητα, μεταξύ εκείνων που φορολογούνται και όσων φοροδιαφεύγουν.
Δεν θα είναι εύκολο, όπως φάνηκε πρόσφατα με τις αντιδράσεις των ελεύθερων επαγγελματιών.
Αν όμως η κυβέρνηση παινεύεται ότι δεν έχει αντιπολίτευση και ότι διαθέτει ισχυρή νομιμοποίηση, θα μπορούσε τουλάχιστον να χρησιμοποιήσει αυτό το πλεονέκτημα προς όφελος της κοινωνίας.