Η επέτειος από την εκτέλεση του Νίκου Πλουμπίδη από το μετεμφυλιακό κράτος (14 Αυγούστου 1954) συμπίπτει σχεδόν, κατά τραγική ειρωνεία, με την επέτειο συμπλήρωσης μισού αιώνα από την αυτοκτονία του διώκτη του Νίκου Ζαχαριάδη (1 Αυγούστου 1973) στο μακρινό και απόκοσμο Σουργκούτ της Σιβηρίας, όπου βρισκόταν εκτοπισμένος από τους Σοβιετικούς. «Θύμα» και «θύτης» βίωσαν με δραματικό τρόπο την εποχή τους και τις τραγικές αντιφάσεις της, τις συνθήκες που διαμόρφωνε η ήττα του ΚΚΕ στον Εμφύλιο (1946-49), μέσα σε κλίμα διώξεων και βαριάς παρανομίας, με την πρακτορολογία και τη χαφιεδολογία να περιπλέκουν την ήδη προβληματική κατάσταση, με το καθοδηγητικό κέντρο να βρίσκεται εκτός Ελλάδας στην πολιτική προσφυγιά και τον παράνομο μηχανισμό στο εσωτερικό της χώρας να δέχεται διαρκή «χτυπήματα» από την Ασφάλεια. Ηταν παράλληλα μια περίοδος που η Αριστερά, με πρωτοβουλία του εκτός νόμου ΚΚΕ, επιχειρούσε μέσω της δημιουργίας της ΕΔΑ (Αύγουστος 1951) να επανενταχθεί στο πολιτικό σκηνικό παρά το ασφυκτικό κλίμα που υπήρχε.
Η «αποστολή» Μπελογιάννη
Μοιραίο πρόσωπο που συνδέεται και με τους δυο για διαφορετικούς λόγους υπήρξε ο Νίκος Μπελογιάννης, ο οποίος κατ’ εντολή του Ζαχαριάδη, γενικού γραμματέα του ΚΚΕ ακόμη (μέχρι το 1956 που αποκαθηλώθηκε με παρέμβαση έξι «αδελφών κομμάτων» στο πλαίσιο της «αποσταλινοποίησης» που επιχειρούσε το ΚΚΣΕ), στάλθηκε κρυφά στην Ελλάδα μέσω Αργεντινής ως «Ερρίκος Πανόζ» τον Ιούνιο του 1950, με σκοπό να ανασυγκροτήσει τον διαβρωμένο κομματικό μηχανισμό, μια κίνηση που εμπεριείχε την από καιρό απωλεσθείσα εκ μέρους του Ζαχαριάδη εμπιστοσύνη προς τον Πλουμπίδη, τον οποίο θεωρούσε «προβοκάτορα» και «προδότη» («Στη σχέση με τον Μπάρμπα πρέπει να ‘μαστε προσεχτικοί» έγραφε, με αφορμή τα πλήγματα που δεχόταν ο παράνομος μηχανισμός από την Ασφάλεια).
Η εξέλιξη είναι γνωστή: λίγους μήνες μετά την είσοδό του στην Ελλάδα, τον Δεκέμβριο του 1950, ο Μπελογιάννης – μαζί και άλλα στελέχη, μεταξύ των οποίων και η Ελλη Παππά, σύντροφος του εμβληματικού κομμουνιστή – συλλαμβάνεται και δικάζεται, ενώ μετά και την ανακάλυψη του δικτύου ασυρμάτων του ΚΚΕ σε Καλλιθέα και Γλυφάδα οδηγείται στο εκτελεστικό απόσπασμα (30 Μαρτίου 1952) μαζί με τους Νίκο Καλούμενο, Ηλία Αργυριάδη και Δημήτρη Μπάτση, παρά την απεγνωσμένη προσπάθεια του Πλουμπίδη να τον σώσει με την επιστολή που έστειλε και δημοσιεύθηκε στον Τύπο της εποχής, αναλαμβάνοντας ο ίδιος την ευθύνη της καθοδήγησης του παράνομου μηχανισμού του ΚΚΕ και δηλώνοντας έτοιμος να παραδοθεί εφόσον μετατρεπόταν η θανατική καταδίκη του συντρόφου του. Μια μάταιη, όπως αποδείχθηκε, ενέργεια, την οποία πρώτος έσπευσε να καταρρίψει ο Ζαχαριάδης καταγγέλλοντας ως πλαστό και κατασκευασμένο από την Ασφάλεια το γράμμα και τον ίδιο ως πράκτορα.
Η σύλληψη και η εκτέλεση
Τον Ιούλιο του ’52 διαγράφεται από τον Ζαχαριάδη και τον Νοέμβριο του ίδιου χρόνου συλλαμβάνεται. Δυο ημέρες μετά τη σύλληψή του η κομματική ηγεσία θα τον αποκηρύξει και δημοσίως ως «όργανο της Ασφάλειας» και «προδότη», με τον ίδιο, παρά το βαρύ στίγμα που δέχθηκε, να δηλώνει ότι «τιμή μου εγώ έχω πάνω απ’ όλα την τιμή του κόμματος», κάτι που τήρησε μέχρι τέλους, όταν τα ξημερώματα του Σαββάτου 14 Αυγούστου 1954, στις 05.23, στο Δαφνί, στη θέση Αγία Μαρίνα, «εν τω συνήθη τόπω των εκτελέσεων», άφηνε την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 52 ετών, χωρίς να δεχθεί να μεταλάβει ή να του δέσουν τα μάτια, βροντοφωνάζοντας «Ζήτω το ΚΚΕ! Αφήνω ένα τίμιο όνομα στο παιδί μου».
Η αμφισβήτηση της εκτέλεσης
Ακραία εκδήλωση του κλίματος καχυποψίας αλλά και εχθρότητας που είχε καλλιεργηθεί ήταν η αδιανόητη κίνηση του Ζαχαριάδη να αμφισβητήσει ακόμα και το γεγονός της εκτέλεσης, η οποία έλαβε ευρεία δημοσιότητα στον Τύπο με φωτογραφίες της σορού του Πλουμπίδη και με επιτόπια ρεπορτάζ. «Ο Πλουμπίδης δεν πέθανε, αλλά μεταφέρθηκε στην Αμερική, όπου γεμίζει τις μέρες και τις τσέπες του με το πικρό αντίτιμο της προδοσίας» μετέδιδε ο κομματικός ραδιοσταθμός Ελεύθερη Ελλάδα από το Βουκουρέστι, όπου και η έδρα της εξόριστης ηγεσίας. Η υπόθεση Πλουμπίδη ήταν μια ακραία εκδοχή αυτού που ονομάστηκε «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς», αλλά έκρυβε και τη διαπάλη που μαινόταν στο εσωτερικό του ΚΚΕ. Δεν ήταν όμως η μόνη, βλ. Γιώργης Σιάντος, Αρης Βελουχιώτης, Κώστας Καραγιώργης κ.ά.
Η αποκατάσταση από την 9η Ολομέλεια
Η αποκατάσταση, ως προς τις κατηγορίες του «χαφιέ, προβοκάτορα και προδότη», του Πλουμπίδη δεν άργησε ωστόσο. Μετά την καθαίρεση του Ζαχαριάδη η 9η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1958 αποκατέστησε τη μνήμη του θεωρώντας αστήρικτες και συκοφαντικές τις κατηγορίες που του είχαν αποδοθεί. Είχαν προηγηθεί δυο πορίσματα: το ένα συντάχθηκε από το Τμήμα Στελεχών της ΚΕ στις 20 Νοεμβρίου 1957 υπό τον Ηλία Ρούνη – «Μπαρμπαλιά» και το δεύτερο από τους Μήτσο Κωτούζα και Μήτσο Βατουσιανό. Στο πόρισμα Ρούνη διατυπωνόταν ο συκοφαντικός χαρακτήρας των κατηγοριών του Ζαχαριάδη και γινόταν λόγος για «πολιτική εξόντωση» του Πλουμπίδη, ενώ ευθύνες αποδίδονταν και στους Βασίλη Μπαρτζιώτα, Γιώργη Βοντίσιο (Γούσια) και Δημήτρη Βλαντά «που αποτελούσαν την κλίκα του Ζαχαριάδη και τον βοήθησαν στο τερατώδικο αυτό έγκλημα (όπως και σε άλλα παρόμοια)». Για «συκοφαντία και εξαπάτηση του κόμματος και του ελληνικού λαού» έκανε λόγο και το δεύτερο πόρισμα, επισημαίνοντας επιπλέον πως η κατηγορία εις βάρος του Πλουμπίδη ότι «πρόδωσε τον Ν. Μπελογιάννη έγινε εσκεμμένα» με σκοπό «να φορτώσουν την αποτυχία της πολιτικής τους στην Ελλάδα στον Ν. Πλουμπίδη». Η μοίρα τα έφερε έτσι που και ο Ζαχαριάδης μετά την αποκαθήλωσή του υπέστη τον κομματικό και ηθικό διασυρμό που τον οδήγησε εν τέλει στην αυτοκτονία. Θύμα ο ίδιος των άδικων κατηγοριών που είχε εξαπολύσει κατά στελεχών του κόμματος για συνεργασία τους με τον ταξικό αντίπαλο. Στην πρόσφατη εκδήλωση του Περισσού για τα 50 χρόνια από την αυτοκτονία του, η Αλέκα Παπαρήγα δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι «υπήρξε τραγικό θύμα ως προς την κατηγορία του πράκτορα», αλλά «από την άλλη πλευρά και ο ίδιος είχε μιλήσει για τον Νίκο Πλουμπίδη όταν έφτασαν στα χέρια του σχετικές καταγγελίες – υποψίες από άλλα κομματικά στελέχη που δρούσαν στη παρανομία. Υπέστη μια κατηγορία που λίγα χρόνια πριν απεύθυνε σε άλλο δοκιμασμένο κομματικό στέλεχος» είπε η πρώην γενική γραμματέας του ΚΚΕ, επί των ημερών της οποίας (2011) αποφασίστηκε η πλήρης κομματική αποκατάσταση του Ζαχαριάδη, ενώ απέδωσε το νοσηρό κλίμα καχυποψίας που υπήρχε στη «συστηματική προσπάθεια που γινόταν από την Ασφάλεια και τους άλλους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας για τη διείσδυση πρακτόρων, τη διάβρωση των παράνομων κομματικών οργανώσεων και τη διάλυσή τους μέσω συλλήψεων».