Στο νέο αναπτυξιακό επιχειρηματικό μοντέλο, η διαδικασία προσέλκυσης και διατήρησης ταλέντων, όπως και η ψυχική υγεία και η ευεξία (wellbeing) των εργαζομένων θα πρέπει να αποτελούν κορυφαία προτεραιότητα των οργανισμών, τόσο του ιδιωτικού όσο και του δημόσιου τομέα, καθώς συνδέονται με τη δυνατότητα της εταιρείας να δημιουργεί αξία με βιώσιμο τρόπο.
Παρά ταύτα, οι ενδείξεις για την ψυχική υγεία των εργαζομένων στην Ελλάδα εξακολουθούν να είναι ανησυχητικές, όπως προκύπτει από τη 2η Ερευνα Ψυχικής Υγείας και Ευεξίας των εργαζομένων στην Ελλάδα, η οποία πραγματοποιήθηκε σε συνεργασία της EY Ελλάδος, της Hellas EAP και του Εργαστηρίου Πειραματικής Ψυχολογίας του Τμήματος Ψυχολογίας του ΕΚΠΑ.
«Ενέργειες που θα συμβάλουν στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική υγεία»
«Οφείλουμε να κάνουμε πολύ περισσότερα για να δημιουργήσουμε ένα περιβάλλον εργασίας που θα επιτρέπει στον εργαζόμενο να εξισορροπεί την προσωπική και την επαγγελματική του ζωή, και θα αμβλύνει αντί να εντείνει την πίεση και το στρες. Αυτό περιλαμβάνει μια κουλτούρα σεβασμού του χρόνου των εργαζομένων, προγράμματα εκπαίδευσης, ψυχολογική στήριξη, πολιτικές υβριδικής εργασίας, όπου αυτό είναι εφικτό, και, πάνω απ’ όλα, ενέργειες που θα συμβάλουν στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική υγεία. Δυστυχώς, σύμφωνα με τη φετινή έρευνα, οι περισσότεροι εργαζόμενοι δεν φαίνεται να διαπιστώνουν ουσιαστική πρόοδο σε αυτόν τον τομέα» επισημαίνεται στην έρευνα.
Κατάθλιψη, άγχος, θυμός, με έντονα τα φαινόμενα σωματοποίησης: Η φετινή έρευνα καταγράφει, για ακόμα μία φορά, υψηλά ποσοστά σε συμπτώματα που σχετίζονται με την κατάθλιψη. Αναλυτικότερα, 4 στους 10 εργαζομένους αισθάνονται μελαγχολία και 41% απαισιοδοξία για το μέλλον, έναντι 35% το 2021.
Εκτεταμένα είναι και τα συμπτώματα που σχετίζονται με το άγχος σε σύγκριση με το 2021, καθώς 3 στους 4 (75% από 68%) αισθάνονται νευρικότητα ή εσωτερική ταραχή, 44% από 40% βρίσκονται σε υπερένταση, 16% από 14% βιώνουν έντονη και συνεχή ανησυχία, και 10% από 8% βιώνουν κρίσεις πανικού.
Σε υψηλά επίπεδα βρίσκονται και οι εκδηλώσεις θυμού, καθώς 75% των ερωτωμένων, έναντι 70% το 2021, αισθάνονται εκνευρισμό, ενώ, όπως και πριν από δύο χρόνια, τρεις στους δέκα έχουν ξεσπάσματα θυμού που δεν μπορούν να ελέγξουν. Αξίζει να σημειωθεί ότι υψηλότερες τιμές άγχους και θυμού εμφανίζουν οι γυναίκες και οι νεότεροι εργαζόμενοι, ενώ οι εργαζόμενοι σε υβριδικό μοντέλο έχουν σημαντικά χαμηλότερες τιμές άγχους.
Σε μικρή υποχώρηση, αλλά ακόμα υψηλό, είναι το αίσθημα μοναξιάς που προκάλεσε η πανδημία, ενδεχομένως λόγω του τερματισμού των lockdowns και της μείωσης της εξ αποστάσεως εργασίας. Ειδικότερα, το 46% (50% το 2021) των ερωτωμένων δήλωσαν ότι αισθάνονται από λίγη έως πάρα πολλή μοναξιά, ενώ το 14% δηλώνουν ότι αισθάνονται απομονωμένοι.
Τα φαινόμενα σωματοποίησης, δηλαδή η έκφραση του άγχους μέσω του σώματος, με συμπτώματα όπως η κεφαλαλγία κατά το έντονο στρες, εξακολουθούν να είναι έντονα και στη φετινή έρευνα. Συνολικά, 2 στους 10, όπως και πριν από δύο χρόνια, έχουν σωματοποιήσει το άγχος, με το φαινόμενο να καταγράφεται, και πάλι, πιο έντονα στις γυναίκες και στις νεότερες ηλικίες.
Ευεξία και εργασιακή ποιότητα ζωής: Σε σχέση με την αρμονία ανάμεσα στην προσωπική και επαγγελματική τους ζωή, μόλις 39% των εργαζομένων σταματούν να σκέφτονται τη δουλειά όταν τελειώνει και δημιουργούν χρόνο για ξεκούραση και 56% δηλώνουν ότι το πρόγραμμα εργασίας τους τούς επιτρέπει να περνούν χρόνο με την οικογένεια ή τους φίλους.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί ότι επτά στους δέκα αισθάνονται ότι η διαχείριση των οικονομικών τους τούς προκαλεί συχνά στρες, ενώ η πλειονότητα των εργαζομένων (54%) αισθάνονται έντονη ανησυχία και στρες για το μέλλον (π.χ., ενεργειακή κρίση, κλιματική αλλαγή, κ.λπ.).
Υποστήριξη και φροντίδα από τους οργανισμούς: Αποθαρρυντική είναι η εικόνα όσον αφορά την αντίληψη των εργαζομένων για την υποστήριξη που τους παρέχει ο Οργανισμός τους σε ζητήματα ψυχικής υγείας. Πιο συγκεκριμένα, μόλις 23% (έναντι 39% το 2021) δηλώνουν ότι ο Οργανισμός τους υποστηρίζει τους εργαζομένους που αντιμετωπίζουν θέματα με την ψυχική τους υγεία (π.χ. άγχος, στρες).
Παράλληλα, 31% έναντι 45% το 2021, δηλώνουν ότι ο Οργανισμός τους προσφέρει στους εργαζομένους προγράμματα και δράσεις υποστήριξης της ψυχικής υγείας και ευεξίας. Τέλος, μόλις 19% των εργαζομένων στον ιδιωτικό και 0,22% στον δημόσιο τομέα δηλώνουν ότι ο Οργανισμός τους δίνει τη δυνατότητα σε όλους τους εργαζομένους να μιλούν ανοιχτά για τα θέματα ψυχικής υγείας.
Τι περιμένουν οι εργαζόμενοι από τις επιχειρήσεις: Με τα δεδομένα αυτά, οι επιχειρήσεις διαδραματίζουν πλέον έναν καθοριστικό ρόλο στην αντιμετώπιση της επιβάρυνσης της ψυχικής υγείας των εργαζομένων. Μεταξύ των δράσεων που θα ήθελαν να δουν οι εργαζόμενοι, σημειώθηκε ότι πάνω από τους μισούς ερωτωμένους επιθυμούν:
- Eκπαιδεύσεις των στελεχών στη φροντίδα της ψυχικής ευεξίας των εργαζομένων (55%).
- Tην καλλιέργεια κουλτούρας σεβασμού του χρόνου μέσα από νέους τρόπους εργασίας (54%).
- Eκπαιδεύσεις όλων των εργαζομένων σε θέματα διαχείρισης στρες και αυτοφροντίδας (53%).
Βασική προτεραιότητα η ψυχική υγεία: Από το σύνολο των ευρημάτων της έρευνας, γίνεται σαφές ότι τα ζητήματα της ψυχικής υγείας βρίσκονται, πλέον, στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος των εργαζομένων. Συνολικά, 3 στους 4 (75%) δηλώνουν ότι νοιάζονται, πλέον, περισσότερο για την ψυχική υγεία, τόσο τη δική τους όσο και των άλλων.
Συγχρόνως, 38% των ερωτωμένων πιστεύουν ότι τα τελευταία δύο χρόνια έχουν γίνει ενέργειες που έχουν συμβάλει στη μείωση του στίγματος σε σχέση με την ψυχική υγεία, ενώ 26% διαφωνούν και 36% δεν έχουν πάρει θέση.
Θετικές οι απόψεις για την τηλεργασία
Η έρευνα επιβεβαιώνει ότι η απομακρυσμένη εργασία έχει γίνει θετικά αποδεκτή από την πλειονότητα των εργαζομένων, καθώς 88% δηλώνουν ότι είναι σημαντικό να τους δίνει η δουλειά τους τη δυνατότητα να εργάζονται από απόσταση, 57% δηλώνουν πιο αποτελεσματικοί/ές ενώ εργάζονται από απόσταση, με 46% να αισθάνονται σιγουριά ότι μπορούν να εξελιχθούν στην καριέρα τους εργαζόμενοι από απόσταση, και μόλις το 10%, από 23% πριν από δύο χρόνια, αισθάνονται αυξημένο στρες ενώ εργάζονται από απόσταση.