Η δεύτερη και τελευταία εβδομάδα της Διάσκεψης του ΟΗΕ για την Κλιματική Αλλαγή (COP29) στο Μπακού του Αζερμπαϊτζάν κύλησε με πυρετώδεις διαπραγματεύσεις σχετικά με το ζήτημα που εξαρχής αποτελούσε την «καρδιά» της εφετινής COP και το οποίο αφορούσε τη χρηματοδότηση των αναπτυσσόμενων κρατών από τα ανεπτυγμένα κράτη προκειμένου να αντεπεξέλθουν στα δεινά της κλιματικής αλλαγής. Ηταν μια εβδομάδα με εγκλήσεις και αντεγκλήσεις και τελικώς με απογοήτευση και δυσαρέσκεια, ιδίως από τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Και αυτό διότι ενώ εκείνες ζητούσαν χρηματοδότηση άνω του 1 τρισ. δολαρίων ετησίως, το τελευταίο προσχέδιο συμφωνίας που πήραν στα χέρια τους το μεσημέρι της περασμένης Παρασκευής ανέφερε ότι η κλιματική βοήθεια των ανεπτυγμένων οικονομιών θα πρέπει να φθάσει τα 250 δισ. δολάρια ετησίως ως το 2035 (μέχρι το 2025 το ύψος της χρηματοδότησης ανέρχεται σε 100 δισ. δολάρια ετησίως). Το σχέδιο περιελάμβανε επίσης έναν ευρύτερο στόχο για ετήσια χρηματοδότηση που θα μπορούσε να φθάσει τα 1,3 δισ. δολάρια με τη «χείρα βοηθείας» κονδυλίων από ιδιωτικές πηγές και αναπτυξιακές τράπεζες.

Μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές το βράδυ της περασμένης Παρασκευής συμφωνία δεν είχε επέλθει – οι διαπραγματευτές ανέφεραν ότι η Διάσκεψη θα συνεχιζόταν τελικώς και το Σαββατοκύριακο, πιθανώς με νέες προτάσεις που θα περιελάμβαναν μεγαλύτερο ποσό χρηματοδότησης. Ωστόσο φαινόταν άκρως δύσκολο να βγει εύκολα «λευκός καπνός» από μια COP που στα «πηγαδάκια» χαρακτηριζόταν ως η χειρότερη που έγινε ποτέ.

Ηταν χαρακτηριστική η αντίδραση του διαπραγματευτή του Παναμά Χουάν Κάρλος Μόντερεϊ Γκόμεζ όταν το σχέδιο της συμφωνίας παρουσιάστηκε με καθυστέρηση την Παρασκευή (είχε προηγηθεί την Πέμπτη άλλο ένα προσχέδιο το οποίο δόθηκε στους ενδιαφερομένους φέροντας στη θέση του ποσού χρηματοδότησης ένα μεγάλο Χ, γεγονός που σχολιάστηκε ποικιλοτρόπως και όχι για καλό…). «Είναι γελοίο» είπε και πρόσθεσε: «Φαίνεται ότι ο ανεπτυγμένος κόσμος θέλει να αφήσει τον πλανήτη να καεί».

Την απογοήτευσή του για την προτεινόμενη χρηματοδότηση η οποία περιλαμβάνει δάνεια για τις αναπτυσσόμενες χώρες εξέφρασε και ο Μοχάμεντ Αντοου από την οργάνωση Power Shift Africa, μιλώντας στο Associated Press. «Οι προσδοκίες μας ήταν χαμηλές, αυτό όμως είναι χαστούκι στο πρόσωπο. Καμία αναπτυσσόμενη χώρα δεν θα το δεχθεί. Εχουμε εξοργίσει και προσβάλει τον αναπτυσσόμενο κόσμο».

Αλλά και η Ευρώπη δεν είδε με καλό μάτι το προσχέδιο το οποίο αναφέρει ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες μπορούν να συνεισφέρουν εθελοντικά στη χρηματοδότηση χωρίς να «πληγεί» το status του αναπτυσσόμενου κράτους που ορισμένες, όπως η Κίνα και η Βραζιλία, επιθυμούν διακαώς να διατηρήσουν. Ευρωπαίος διαπραγματευτής σημείωσε στο πρακτορείο Reuters ότι το ποσό που προτάθηκε ήταν πολύ υψηλό, καθώς και ότι δεν έγιναν κινήσεις ώστε να αυξηθεί ο αριθμός των χωρών που θα συμβάλουν στη χρηματοδότηση. Να σημειωθεί ότι οι κύριες «πηγές» της χρηματοδότησης προς τα αναπτυσσόμενα κράτη περιλαμβάνουν την ΕΕ, την Αυστραλία, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Ιαπωνία, τη Νορβηγία, τον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και την Ελβετία. Απορίας άξιον βέβαια τι προτίθενται να πράξουν οι ΗΠΑ μετά τη νέα εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει υποσχεθεί ότι θα αποσύρει τη χώρα του, που αποτελεί έναν από τους μεγαλύτερους ρυπαντές παγκοσμίως, από τις διεθνείς συνθήκες για την κλιματική αλλαγή μόλις αναλάβει τα ηνία τον ερχόμενο Ιανουάριο.

Πάντως ορισμένοι εκπρόσωποι πλούσιων κρατών υποστήριξαν ότι τα 250 δισ. δολάρια αποτελούν ένα ρεαλιστικό νούμερο. «Πιστεύω ότι μια συμφωνία με ένα υψηλό ποσό το οποίο δεν θα μπορούσε να είναι ρεαλιστικό, δεν θα μπορούσε ποτέ να πληρωθεί, θα ήταν πολύ χειρότερη από μια μη συμφωνία» είπε χαρακτηριστικά ο υπουργός Περιβάλλοντος της Ελβετίας Αλμπερτ Ρέστι.

Η αζερική προεδρία της COP29 περιέγραψε πάντως το προσχέδιο της Παρασκευής ως «μια πρώτη σκέψη» και εξέφρασε την ελπίδα ότι οι διαπραγματευτές θα καταλήξουν σύντομα σε συμφωνία. Εμενε να αποδειχθεί τι θα γινόταν ως την Κυριακή και αν η προειδοποίηση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες ότι η «αποτυχία δεν είναι επιλογή» θα εισακουόταν από τη διεθνή κοινότητα.

Τα «καυτά» επιστημονικά στοιχεία

Ενώ η απόφαση από το Μπακού βρισκόταν ως την Παρασκευή σε αναμονή, τα επιστημονικά στοιχεία που έρχονταν στο φως της δημοσιότητας αποδείκνυαν για άλλη μια φορά ότι ο πλανήτης μας δεν μπορεί να περιμένει… διαπραγματεύσεις και διασκέψεις. Το 2024 αναμένεται να λάβει τον τίτλο της θερμότερης χρονιάς με βάση τις επίσημες καταγραφές, ανέφεραν οι επιστήμονες της Υπηρεσίας για την Κλιματική Αλλαγή (C3S) του προγράμματος COPERNICUS της ΕΕ. Οι μετρήσεις της C3S έδειξαν ότι από τον Ιανουάριο ως τον Οκτώβριο του 2024 η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ήταν τόσο υψηλή ώστε η χρονιά που σε λίγο θα μας αποχαιρετήσει θα έχει σίγουρα το ρεκόρ υψηλών θερμοκρασιών… στο τσεπάκι της (εκτός και αν η μέση παγκόσμια θερμοκρασία καταποντιστεί σχεδόν στους 0 βαθμούς Κελσίου για το υπόλοιπο του έτους, κάτι που είναι προφανώς αδύνατο).

Οι ερευνητές της C3S τόνισαν επίσης ότι το 2024 θα είναι η πρώτη χρονιά κατά την οποία η θερμοκρασία θα ξεπεράσει τους 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με την προβιομηχανική περίοδο (1850-1900). Να σημειωθεί ότι η Συμφωνία του Παρισιού του 2015 είχε θέσει ως στόχο να μην ξεπεράσει ως το τέλος του αιώνα η μέση παγκόσμια θερμοκρασία τους 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, ενώ υπογράμμιζε ότι πρέπει να γίνουν προσπάθειες για τον πιο φιλόδοξο στόχο της συγκράτησης κάτω από τους 1,5 βαθμούς Κελσίου. Παρότι μία και μόνο χρονιά δεν καταλύει τον στόχο του Παρισιού – για να γίνει κάτι τέτοιο χρειάζεται η μέση παγκόσμια θερμοκρασία να είναι πάνω από 1,5 βαθμούς Κελσίου σε σύγκριση με τα προβιομηχανικά επίπεδα επί σειρά πολλών ετών – οι επιστήμονες της C3S τόνισαν πως με την πορεία που έχουμε πάρει ο στόχος θα αποτελεί παρελθόν γύρω στο 2030.