Στο Πετροκάραβο, μια άνυδρη βραχονησίδα βορείως της Πάτμου, τα απομεινάρια των λιγοστών πέτρινων ερειπίων μαρτυρούν ότι κάποτε εκεί ζούσαν άνθρωποι. Οπως άλλωστε συνέβαινε και σε άλλα βραχονήσια του Αιγαίου, όπου για κάποιους μήνες, ή και χρόνια, μικρές ομάδες ανθρώπων επιβίωναν με αυτάρκεια σε τρόφιμα και κυρίως σε νερό. Σήμερα η εικόνα τους είναι πολύ διαφορετική. «Ψηφίδες» από τη ζωή στα ίδια ερημονήσια, όπου στις μέρες μας με δυσκολία φυτρώνουν λίγοι θάμνοι, συλλέγουν από το 2021 επιστήμονες του Ινστιτούτου «Αρχιπέλαγος» και της Αρχιτεκτονικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Τορόντο, αναζητώντας πρακτικές διαχείρισης υδάτων και γης που χρησιμοποιούσαν άλλοτε οι κοινωνίες σε αυτό το «εχθρικό» περιβάλλον. Και οι απαντήσεις, όπως διεθνώς σήμερα φαίνεται ότι διαπιστώνει η επιστημονική κοινότητα, κρύβονται στις επιτυχημένες «συνταγές» του παρελθόντος.
Υπόγειες υδατοδεξαμενές (στέρνες), συλλογή βρόχινου νερού και αξιοποίηση της βραδινής υγρασίας, καλλιέργεια ξερικών καλλιεργειών, εκ περιτροπής βόσκηση ώστε να μην αποψιλώνονται τα εδάφη συνθέτουν μέχρι στιγμής τη λίστα με τις βιώσιμες πρακτικές οι οποίες διαμορφώθηκαν βάσει της εμπειρικής γνώσης και εφαρμόζονταν σε αυτές τις ιδιαίτερα αντίξοες συνθήκες. Το ζητούμενο πλέον είναι ποιες από αυτές τις πρακτικές θα μπορούσαν να προσαρμοστούν στο σήμερα ή ποιες άλλες βιώσιμες λύσεις μπορούν να εφαρμοστούν σε μεγαλύτερη κλίμακα στα μεγάλα και μικρά νησιά του Αιγαίου, τα οποία απειλούνται από τη λειψυδρία, ελέω κλιματικής κρίσης και υπερτουρισμού.
Στους Φούρνους το μοντέλο κατανάλωσης
Ηδη στους Φούρνους Ικαρίας έχει ξεκινήσει η πιλοτική εφαρμογή του εξειδικευμένου λογισμικού προγράμματος (software) που δημιούργησε η επιστημονική ομάδα της έδρας UNESCO Con-E-Ect του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης για τον έλεγχο της κατανάλωσης νερού και τον υπολογισμό σεναρίων ζήτησης υδάτων έως το 2030, έπειτα από σχετική ανάθεση της Γενικής Γραμματείας Αιγαίου και Νησιωτικής Πολιτικής. Το ίδιο μοντέλο θα επεκταθεί και σε άλλα 10 νησιά του Αιγαίου, τα οποία θα επιλεγούν το επόμενο διάστημα από το επιτελείο του υπουργείου Ναυτιλίας.
Για τους Φούρνους, με τη βοήθεια του software που αναπτύχθηκε, έχουν υπολογιστεί διάφορα σενάρια ζήτησης νερού, τα οποία κατέδειξαν ότι το πρόβλημα θα ενταθεί έως το τέλος της δεκαετίας. Οπως προέκυψε, το 2023 οι 8.000 τουρίστες που επισκέφτηκαν το νησί, μαζί με τους 1.000 μόνιμους κατοίκους, είχαν ένα άμεσο υδατικό αποτύπωμα 90.000 κυβικών μέτρων νερού για τη θερινή περίοδο. Για το έτος 2030 όμως, με αναμενόμενους 25.000 τουρίστες και με τους ίδιους κατοίκους, η ζήτηση νερού υπολογίζεται ότι θα ανέλθει στα 200.000 κυβικά μέτρα (ή 200 εκ. λίτρα).
Σύμφωνα με τον καθηγητή Διευθέτησης Υδάτων και διευθυντή της έδρας UNESCO Con-E-Ect Δημήτρη Εμμανουλούδη, στο λογισμικό εισήχθησαν λεπτομερείς πληροφορίες που ελέγχουν την κατανάλωση νερού στους Φούρνους (π.χ. τοπικές κλιματικές συνθήκες, συνήθειες και διατροφή κατοίκων και τουριστών, τροφοδοσία των υπόγειων υδροφορέων κ.ά.) «Η αρχιτεκτονική του software είναι δομημένη με τέτοιον τρόπο ώστε με τις κατάλληλες προσαρμογές των παραμέτρων να εφαρμόζεται σε οποιαδήποτε νησιωτική περιοχή και με ασφάλεια να γνωρίζουμε τα ελλείμματα που θα αντιμετωπίσουμε σε βάθος έως και δεκαετίας» επισημαίνει ο ίδιος.
Μέσα για συλλογή βρόχινου νερού
Βάσει των συγκεκριμένων δεδομένων, οι επιστήμονες σχεδιάζουν και προτείνουν τεχνικά έργα μικρής κλίμακας προσαρμοσμένα στον νησιωτικό χώρο. Σε αυτά, όπως αναφέρει ο κ. Εμμανουλούδης, περιλαμβάνονται ομβροπλατείες, δηλαδή τσιμεντένιες κατασκευές που προσαρμόζονται σε κάποιες πλαγιές (συνήθως δίπλα από δρόμο) ώστε τα νερά της βροχής να συγκεντρώνονται και να κατευθύνονται σε υπόγειες δεξαμενές. «Η μελέτη μας έδειξε ότι στους Φούρνους με εννέα ομβροπλατείες μπορεί να εξασφαλιστεί το νερό που χρειάζεται για την κάλυψη του 100% των αναγκών του νησιού τον Ιούλιο» υπογραμμίζει ο καθηγητής.
Συμπληρωματική λύση για την κάλυψη των αναγκών του Αυγούστου μπορούν να δώσουν τα υπερπηδητά σχαρωτά φράγματα. Πρόκειται για παρεμβάσεις στην κοίτη ενός ξεριά, δηλαδή ενός εφήμερου ρέματος το οποίο έχει νερό μόνο όταν βρέχει. Σε αυτόν τον χείμαρρο σκάβεται ένα εγκάρσιο χαντάκι και πάνω του τοποθετείται μια σχάρα ώστε τα νερά της κοίτης του να οδηγούνται στο σκάμμα και από εκεί σε μια υδατοδεξαμενή που κατασκευάζεται στην όχθη του. «Ετσι και το ελάχιστο βρόχινο νερό συλλέγεται και δεν πάει χαμένο. Πρόκειται για δύο λύσεις φθηνές για τη συλλογή του νερού των βροχών, χωρίς περιβαλλοντικές επιπτώσεις» σημειώνει ο κ. Εμμανουλούδης.
Το ζήτημα της κουλτούρας
Οι συγκεκριμένες πρακτικές, σύμφωνα με τον ίδιο, αποσκοπούν στο να εκμεταλλευτούν και τις τελευταίες σταγόνες βροχής που πέφτουν στα νησιά, οι οποίες σε πολλές περιπτώσεις δεν είναι αμελητέες. «Πόσοι από μας γνωρίζουν ότι αρκετά από τα νησιά του Κεντρικού και Ανατολικού Αιγαίου έχουν ύψος βροχοπτώσεων μεγαλύτερο από τη Θεσσαλονίκη; Η εκμετάλλευση στο έπακρο των νερών από τις βροχοπτώσεις και ο περιορισμός ή και η παντελής εξάλειψη, όπου είναι δυνατόν, των ενεργοβόρων και κοστοβόρων λύσεων, όπως είναι για παράδειγμα η αφαλάτωση, πρέπει να είναι ο βασικός στόχος στη μελλοντική διαχείριση υδάτινων πόρων στα νησιά μας» τονίζει ο καθηγητής.
Μάλιστα, η αποτελεσματικότητα μιας στρατηγικής διαχείρισης υδατικών πόρων μπορεί να πολλαπλασιαστεί εάν αποκτηθεί μια ατομική ή και συλλογική κουλτούρα εξοικονόμησης νερού, κυρίως οικιακής χρήσης, από τους κατοίκους και τους επισκέπτες των νησιών. Σύμφωνα με τον κ. Εμμανουλούδη, ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει επίσης να δοθεί και σε λύσεις βασισμένες σε φυσικές διεργασίες, όπως είναι η αλλαγή των υδροβόρων καλλιεργειών κ.λπ.
Δυσοίωνες προβλέψεις για τα νησιά
Η παρατεταμένη ανομβρία των χειμερινών μηνών, αλλά και του φετινού Μαρτίου, όπως και των προηγούμενων ετών, από το 2020 και έπειτα, έχει «στεγνώσει» τις Κυκλάδες, την Κρήτη αλλά και άλλα νησιά του Αιγαίου. Ετσι, οι τοπικές αρχές σε πολλά νησιά, όπως στη Νάξο, στη Μύκονο, στην Κύθνο, στη Σύμη, στη Σαντορίνη και αλλού, αναζητούν λύσεις στις ακριβές αφαλατώσεις ή και σε επιπλέον γεωτρήσεις. Μόνο για τις ανάγκες της Νάξου ο δήμος για την ενοικίαση τριών εγκαταστάσεων αφαλάτωσης για έξι μήνες θα χρειαστεί δύο εκατ. ευρώ. Οσο για την Κρήτη, στα περισσότερα φράγματα του νησιού τα αποθέματα νερού έχουν περιοριστεί από 17% έως και 55%.
Οταν δε το πρόβλημα της ανομβρίας συνοδευτεί και από αυξημένες θερμοκρασίες, τότε επιτείνεται και κορυφώνεται όταν προστεθεί και ο παράγοντας «υπερτουρισμός». Από έρευνες της επιστημονικής ομάδας της πανεπιστημιακής έδρας της UNESCO Con-E-Ect έχει διαπιστωθεί ότι η μέση ετήσια θερμοκρασία στην περιοχή του Αιγαίου έχει αυξηθεί κατά δύο βαθμούς Κελσίου για το διάστημα 1980 – 2020 ενώ οι αντίστοιχοι δείκτες υγρασίας βλάστησης και εδάφους έχουν μειωθεί περίπου στο 1/3 των αρχικών για την ίδια περίοδο.
Οσο για τον υπερτουρισμό, η κατάσταση αποτυπώνεται με τη σκληρή γλώσσα των αριθμών. Τα στοιχεία που παρουσίασε προσφάτως σε ημερίδα η έπαρχος Κω Ντίνα Σβύνου δείχνουν ότι στο νησί αναμένονται 800.000 τουρίστες μόνο από την Τουρκία, στο πλαίσιο της συμφωνίας για νέα τουριστική βίζα με τη γείτονα χώρα, ενώ συνολικά ο αριθμός επισκεπτών για την τουριστική περίοδο αναμένεται να ξεπεράσει τα 2.500.000. Οσον αφορά τη χώρα μας προβλέπεται φέτος η άφιξη 35.000.000 τουριστών (δηλαδή τρεισήμισι φορές ο πληθυσμός της Ελλάδας) εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό θα κατακλύσει τα νησιά του Αιγαίου.
Το υδατικό αποτύπωμα
«Η απόφαση για την υιοθέτηση των όποιων λύσεων για κάθε νησί πρέπει να λαμβάνεται με τα κατάλληλα σύγχρονα επιστημονικά εργαλεία. Ιδιαίτερη σημασία και χρησιμότητα αποκτά η εισαγωγή υδατικού αποτυπώματος (Water Footprint), ένας πολύπλευρος δείκτης που συνδέεται με την ποσότητα νερού που χρησιμοποιείται σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας ενός αγαθού, μιας επιχείρησης, ενός ατόμου ή και μιας ολόκληρης χώρας» αναφέρει ο κ. Εμμανουλούδης.
Διεθνώς οι τιμές του υδατικού αποτυπώματος κυμαίνονται ανάλογα με τη χώρα και το βιοτικό επίπεδο από 1.500 λίτρα έως 10.000 λίτρα ημερησίως ανά άτομο. Στην Ελλάδα η μέση τιμή είναι 4.000-5.000 λίτρα ημερησίως ανά άτομο, που ισοδυναμεί με 1.400 κυβικά μέτρα ετησίως για όσους ακολουθούν μεσογειακή δίαιτα και 1.850 κυβικά μέτρα ετησίως για εκείνους που διατρέφονται κυρίως με ζωικά προϊόντα.
Το υδατικό αποτύπωμα έχει αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστό διεθνώς την τελευταία δεκαετία, ενώ η οικονομική του διάσταση έχει πλέον εισαχθεί και επίσημα στις διακρατικές συμφωνίες, όπως τις Συνόδους Κορυφής των G20 και G8, τείνει δε, με την πάροδο των χρόνων, να αποκτήσει σημασία ανάλογη του αποτυπώματος άνθρακα (Carbon Footprint).
Τα μικρά νησιά με τις έξυπνες πρακτικές
Η κουλτούρα τόσο της εξοικονόμησης υδάτων όσο και των προσαρμοσμένων αγροτικών πρακτικών ήταν διαδεδομένη στο Αιγαίο εδώ και αιώνες. «Οι κάτοικοι είχαν κατσίκια και παρήγαγαν τυριά, διατηρούσαν καλλιέργειες με ποικιλίες που απαιτούσαν ελάχιστο ή και καθόλου νερό, όπως ήταν η άνυδρη φάβα» επισημαίνει ο επικεφαλής του Ινστιτούτου «Αρχιπέλαγος» Θοδωρής Τσιμπίδης.
Επίσης, όπως αναφέρει ο ίδιος, δεν άφηναν ανεξέλεγκτα κοπάδια ζώων πάνω στις βραχονησίδες. «Χώριζαν τα νησάκια σε δύο, τρία, τέσσερα τμήματα στα οποία τα ζώα έβοσκαν εκ περιτροπής για να “ξεκουράζεται” η γη. Αν λόγω υπερβόσκησης εξαφανιστούν οι θάμνοι, σταματάει και η κατακράτηση της νυχτερινής υγρασίας, το λεγόμενο αγιάζι, τα λίγα εκατοστά του επιφανειακού παραγωγικού χώματος των νησίδων διαβρώνονται και καταλήγει στη θάλασσα. Τελικά απομένουν βράχοι όπου τίποτα δεν φυτρώνει» εξηγεί ο κ. Τσιμπίδης.
Με την εφαρμογή βιώσιμων πρακτικών οι μικρές νησίδες του Αιγαίου όχι μόνο κατοικούνταν εποχικά ή και μόνιμα, αλλά είχαν και πρωτογενή αγροτική παραγωγή, επί αιώνες έως και λίγες δεκαετίες πριν. «Στο Πετροκάραβο βρήκαμε απομεινάρια από δεξαμενές, κτίσματα, όλα χτισμένα με πέτρες και άργιλο, τον οποίο πιθανώς είχαν φέρει από τη Λέρο. Τέτοιες περιποιημένες εγκαταστάσεις δεν τις κάνεις για να μείνεις έναν ή δύο μήνες» τονίζει ο ίδιος.
Και σε άλλες βραχονησίδες που ερευνήθηκαν, όπως ο «Ανθρωποφάς» που βρίσκεται νότια των Φούρνων και το «Ανυδρο», βόρεια της Πάτμου, διαπιστώθηκε ότι κατοικούνταν είτε περιστασιακά είτε κατά το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου. «Εσπερναν, έβοσκαν, τυροκομούσαν και διαχειρίζονταν το νερό με προσοχή – άλλες φορές έβρισκαν υδροφόρο ορίζοντα, άλλες υφάλμυρο νερό, αξιοποιούσαν τη νυχτερινή υγρασία, μάζευαν το βρόχινο νερό και το αποθήκευαν βαθιά στη γη για να μην εξατμίζεται» σημειώνει ο κ. Τσιμπίδης.