Από την εμφάνιση της πανδημίας του κορωνοϊού μέχρι τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ενεργειακή κρίση, την εκτίναξη του πληθωρισμού σε όλον τον κόσμο και τις μαζικές απολύσεις σε μια σειρά από κλάδους, ο πλανήτης ήρθε αντιμέτωπος με αμέτρητες προκλήσεις.

Την ίδια στιγμή, η φύση συνέχισε να κάνει αυτό που ξέρει: να αλλάζει με βάση όχι τους δικούς της ρυθμούς, αλλά κάτω από το βάρος των ανθρώπινων επιλογών. Και… μαντέψτε: οι εκπομπές άνθρακα δεν σταμάτησαν να αυξάνονται.

Ανάμεσα, λοιπόν, στις πολλαπλές προκλήσεις, πρόσφατα δεδομένα από την Global Sustainability Survey της Deloitte σε σχέση με συμπεριφορές βιωσιμότητας σε περισσότερες από 20 χώρες, υποδεικνύουν μια σχετική υποχώρηση από τη δράση για το κλίμα και ότι λιγότεροι άνθρωποι δηλώνουν πως κάνουν βιώσιμες επιλογές.

Το συμπέρασμα που αποτυπώνεται στην έρευνα δεν περιορίζεται στην προθυμία των ερωτηθέντων να πληρώσουν ένα «πράσινο ασφάλιστρο» για βιώσιμα αγαθά και υπηρεσίες.

Οι ερωτηθέντες δείχνουν να παρέχουν λιγότερη υποστήριξη στις κυβερνητικές δράσεις για το κλίμα και να συμμετέχουν λιγότερο σε πρωτοβουλίες υπεράσπισης, όπως η συμμετοχή σε συγκεντρώσεις για το κλίμα ή οι δωρεές σε περιβαλλοντικές ομάδες.

Λιγότεροι ερωτηθέντες αναφέρουν ότι υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα στους χώρους εργασίας τους ή ότι θα ήταν πρόθυμοι να αλλάξουν δουλειά για να εργαστούν για έναν εργοδότη με πιο βιώσιμες αρχές.

Η δεύτερη ανάγνωση

Ολα αυτά σε ένα πρώτο επίπεδο. Η δεύτερη ανάγνωση των απαντήσεων των ερωτηθέντων αποκαλύπτει κάτι ακόμη: ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές με βάση τις οικονομικές συνθήκες.

Τα δεδομένα της έρευνας υποδηλώνουν ότι οι προσωπικές οικονομικές συνθήκες διαμορφώνουν καθοριστικά το εύρος και το βάθος των βιώσιμων συμπεριφορών.

Οι ερωτηθέντες που αντιλαμβάνονται τους εαυτούς τους ως «υψηλού εισοδήματος» είναι πιο πιθανό να εμπλακούν σε ένα πλέγμα βιώσιμων συμπεριφορών.

Αντίθετα, οι ερωτηθέντες που αυτοπροσδιορίζονται ως χαμηλότερου ή μεσαίου εισοδήματος και εκείνοι που λένε ότι η προσωπική τους οικονομική κατάσταση έχει επιδεινωθεί τον τελευταίο χρόνο είναι λιγότερο πιθανό να αγοράσουν βιώσιμα αγαθά, να αναζητήσουν δουλειά με έναν πιο βιώσιμο εργοδότη ή να διεκδικήσουν κυβερνητικές δράσεις για την κλιματική αλλαγή. Αυτό το συμπέρασμα θα μπορούσε να προσδώσει μια αρνητική δυναμική σε μια γενικευμένη προσπάθεια ταχείας και ανθεκτικής μετάβασης σε μια οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα, εάν θεωρήσουμε ότι η απαίτηση των καταναλωτών για βιώσιμα προϊόντα μπορεί να επηρεάσει κρίσιμους τομείς της εφοδιαστικής αλυσίδας.

Μια κρίσιμη μάζα καταναλωτών μπορεί να βοηθήσει τα φιλικά προς το περιβάλλον προϊόντα να κερδίσουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο, και η δέσμευση των εργαζομένων στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης σε ολόκληρο το οικονομικό φάσμα μπορεί να λειτουργήσει καθοριστικά για την τόνωση της εταιρικής δράσης για το κλίμα σε όλους τους τομείς.

Δίκαιη μετάβαση

Η μετάβαση πρέπει επίσης να είναι δίκαιη, πράγμα που σημαίνει ότι θα έρθουν όλοι μαζί – όχι μόνο οι εύποροι καταναλωτές ή οι καλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι –, επισημαίνουν οι συντάκτες της έρευνας.

Πολύ σημαντικό: η ανάλυση της Deloitte δείχνει ότι 800 εκατομμύρια θέσεις εργασίας παγκοσμίως θα μπορούσαν να είναι ευάλωτες στην ανεξέλεγκτη κλιματική αλλαγή.

Εάν σε αυτούς τους εργαζομένους, πολλοί από τους οποίους πιθανότατα ανήκουν στις κατηγορίες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, δεν παρέχονται οι απαραίτητες δεξιότητες και ένα πολλά υποσχόμενο όραμα για το μέλλον ή πόροι για να προσαρμοστούν σε ένα θερμότερο, πιο ασταθές κλίμα, είναι πιθανόν να αντιδρούν και αυτό να οδηγήσει σε έναν άνισο μετασχηματισμό.

Η Deloitte ερεύνησε αντιπροσωπευτικά δείγματα από περισσότερες από 20 χώρες σε τρεις διαφορετικές περιόδους: τον Σεπτέμβριο του 2021, τον Μάρτιο και τον Σεπτέμβριο του 2022 και τον Μάρτιο του 2023, ρωτώντας για στάσεις και δράσεις που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή και τη βιωσιμότητα.

Οπως διαπιστώθηκε, τα περισσότερα μέτρα βιώσιμης συμπεριφοράς έχουν μειωθεί με την πάροδο του χρόνου, όπως και ο αριθμός των ερωτηθέντων που εξέφρασαν ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή. Και είναι αυτονόητο ότι καθώς οι άνθρωποι πλήττονταν από οικονομικά και πολιτικά γεγονότα, στις περισσότερες χώρες του δείγματος λιγότεροι άνθρωποι ανέφεραν ότι ένιωσαν άγχος ή ανησυχία για την κλιματική αλλαγή πρόσφατα, γιατί οι προτεραιότητές τους είχαν να κάνουν με την άμεση επιβίωσή τους.

Το ποσοστό των ερωτηθέντων που δήλωσαν ότι είχαν αλλάξει τις προσωπικές τους δραστηριότητες για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής μειώθηκε από 65% σε 53% μεταξύ Σεπτεμβρίου 2021 και Μαρτίου 2023.

Λιγότεροι ερωτηθέντες ανέφεραν ότι αισθάνονταν άγχος ή ανησυχία για την κλιματική αλλαγή πρόσφατα, με πτώση από 57% σε 43% κατά την ίδια περίοδο.

Η ανάλυση των πιο πρόσφατων δεδομένων δείχνει ότι οι άνθρωποι ενδιαφέρονται για τη βιωσιμότητα, αλλά η δράση προς αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι μια επιλογή μόνο για όσους έχουν την οικονομική δυνατότητα.

Κατά βάθος… αισιοδοξία

Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι για συγκρατημένη αισιοδοξία. Παρά τους αντίθετους ανέμους, μεγάλος αριθμός ερωτηθέντων – πλειοψηφίες σε πολλές από τις χώρες που συμμετείχαν στην έρευνα – εκφράζει ανησυχίες για την κλιματική αλλαγή και δηλώνει αδιαπραγμάτευτη προθυμία να κάνει κάτι για αυτό. Πάνω από τα δύο τρίτα των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, ένας αριθμός που παρέμεινε σχετικά σταθερός στη διάρκεια των 18 μηνών που διέτρεξε η έρευνα.

Η συνειδητοποίηση της ανάγκης για αλλαγές που συνδέονται με τη βιωσιμότητα θα πρέπει να αναμένεται να έχει διακυμάνσεις, ανάλογα με τη μάχη των νοικοκυριών με τις αναδυόμενες προκλήσεις και τους συμβιβασμούς.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι αναλυτές των συμπερασμάτων της έρευνας προειδοποιούν: μην κάνετε το λάθος να πιστέψετε ότι είναι μόδα που θα περάσει η υποστήριξη της δράσης για το κλίμα. «Είτε είστε ηγέτης επιχείρησης είτε κυβέρνησης [να γνωρίζετε ότι] μεγάλος αριθμός πελατών, εργαζομένων και ψηφοφόρων σας δίνει προτεραιότητα σε περιβαλλοντικά ζητήματα, ακόμη και με φόντο ή εν όψει πολλών αβεβαιοτήτων.

Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, η έρευνα δεν κατέδειξε ότι το ενδιαφέρον για την κλιματική αλλαγή και η συνειδητοποίηση ότι πρέπει να γίνουν πράγματα για αυτό συνδέεται με το εισόδημα. Αντιθέτως: οι περισσότεροι ερωτηθέντες πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και περισσότεροι από τους μισούς ερωτηθέντες δήλωσαν πως νιώθουν άγχος για την κλιματική αλλαγή, ανεξαρτήτως εισοδήματος. Αυτό δείχνει ότι τόσο όσοι βρίσκονται στην κορυφή όσο και όσοι βρίσκονται στο κάτω μέρος της οικονομικής κλίμακας ανησυχούν και θέλουν αλλαγή.

Η διαφοροποίηση που αναδεικνύεται είναι ότι για πολλούς η «βιώσιμη» επιλογή δεν είναι καθόλου επιλογή.

Ενδεικτικά είναι τα παρακάτω συμπεράσματα:

Αγορές προϊόντων

  • Μεταξύ των αυτοπροσδιοριζόμενων ερωτηθέντων με υψηλότερο εισόδημα, το 59% δηλώνει ότι επιλέγει πάντα ή συχνά βιώσιμα προϊόντα, σε σύγκριση με μόλις 44% των μεσαίων εισοδημάτων και 42% των ερωτηθέντων με χαμηλότερο εισόδημα.
  • Το κόστος είναι μια σημαντική ανησυχία όταν πρόκειται για βιώσιμες αγορές. Μεταξύ εκείνων που δεν έκαναν βιώσιμη αγορά σε διάστημα τριάντα συνεχόμενων ημερών, μόνο το 32% των ερωτηθέντων με υψηλότερο εισόδημα αναγνώρισε το κόστος ως το κύριο εμπόδιο αγορών έναντι του 53% των ερωτηθέντων με χαμηλότερο εισόδημα.
  • Ενας στους τέσσερις ερωτηθέντες που αυτοπροσδιορίζονται ως υψηλότερου εισοδήματος δηλώνει ότι τροφοδοτεί το σπίτι του με ενέργεια προερχόμενη από ΑΠΕ πάντα ή όποτε αυτό είναι δυνατόν, περίπου το διπλάσιο του ποσοστού των ερωτηθέντων χαμηλότερου και μεσαίου εισοδήματος.

Εργασία

Το 46% των ερωτηθέντων με υψηλότερο εισόδημα δηλώνει ότι έχει σκεφτεί να αλλάξει δουλειά για να εργαστεί σε μια πιο βιώσιμη εταιρεία. Λιγότερο από το 20% των ερωτηθέντων με χαμηλότερο και μεσαίο εισόδημα είπε το ίδιο. Συνεπώς, η αποχώρηση από τη δουλειά για λόγους που συνδέονται με τη βιωσιμότητα της εργοδοσίας φαίνεται να είναι μια επιλογή μόνο για ορισμένους.

Η σιωπή δεν δείχνει ικανοποίηση. Το 62% των ερωτηθέντων με χαμηλότερο εισόδημα δεν έχει μιλήσει ποτέ με έναν προϊστάμενο για τη βιωσιμότητα στην εργασία, αλλά το 77% λέει ότι ο εργοδότης τους δεν κάνει αρκετά για να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή. Αντίθετα, μόλις το 24% των ερωτηθέντων με υψηλότερο εισόδημα δεν έχει μιλήσει με έναν ανώτερό του για τη βιωσιμότητα και μόνο το 37% θεωρεί ότι ο εργοδότης του δεν κάνει αρκετά.

Στα δημόσια πράγματα

  • Το 25% των ερωτηθέντων με χαμηλότερο εισόδημα δεν έχει έρθει ποτέ σε επαφή με δημόσιο υπάλληλο για κλιματικά ζητήματα, σε σύγκριση με το 11% των ερωτηθέντων με υψηλότερο εισόδημα. Σύμφωνα με ένα μεγάλο σύνολο ερευνών πολιτικών επιστημών, τα δεδομένα υποδηλώνουν ότι οι ερωτηθέντες με χαμηλότερο εισόδημα είναι πιθανό να συμμετάσχουν στην πολιτική διαδικασία σε σχέση με τους ερωτηθέντες με υψηλότερο εισόδημα.
  • Το 65% των ερωτηθέντων με χαμηλότερο εισόδημα δεν έχει παρακολουθήσει ποτέ διαδήλωση για το κλίμα. Μόλις το 29% των ερωτηθέντων με υψηλότερο εισόδημα λέει το ίδιο.

Στο διά ταύτα

Συνοψίζοντας, οι συντάκτες της έρευνας επισημαίνουν ότι στην καρδιά της κλιματική αλλαγής υπάρχει κάτι που φαίνεται παράδοξο, είναι όμως πέρα για πέρα αληθινό. Οι αλλαγές σε επίπεδο συστημάτων στους τρόπους με τους οποίους παράγουμε ενέργεια, κάνουμε τις μετακινήσεις μας ή τις μεταφορές αγαθών, καλλιεργούμε και καταναλώνουμε τρόφιμα κ.ά. είναι βασικές. Σε αυτό το πλαίσιο, η δράση του καθενός ξεχωριστά μοιάζει σαν σταγόνα στον ωκεανό.

Ταυτόχρονα, όμως, οι άνθρωποι είναι αυτοί που μπορούν να δράσουν και μόνο αυτοί. Η αλλαγή δεν θα έρθει ή δεν θα έρθει αρκετά γρήγορα, χωρίς τη συλλογική ώθηση εκατομμυρίων ανθρώπων να κάνουν νέες επιλογές και να εργαστούν για να δώσουν μάχες για να διασφαλίσουν ότι η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής βρίσκεται στην ατζέντα επιχειρήσεων και κυβερνώντων.

Οι εταιρείες, πάλι, που θέλουν να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή χωρίς να λαμβάνουν υπόψη τη δικαιοσύνη και την ισότητα, είναι πιθανό να χάνουν σημαντικές ιδέες και να κινδυνεύουν να χτίσουν τις προσπάθειές τους για το κλίμα σε πήλινα πόδια. Αλλά η δράση για το κλίμα και η ισότητα μπορούν επίσης να ενισχύσουν θετικά η μία την άλλη.

Οι εταιρείες και οι κυβερνήσεις μπορούν να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο δίνοντας τη δυνατότητα σε όσους επηρεάζουν – είτε πελάτες, εργαζομένους ή ψηφοφόρους – να έχουν την ευκαιρία να αναλάβουν δράση για ένα βιώσιμο μέλλον.