Οι πρωτοβουλίες των ελληνικών επιχειρήσεων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής οδηγούν, παράλληλα, στη δημιουργία χρηματοοικονομικής αξίας για τις ίδιες, αλλά και ευρύτερης αξίας για τον πλανήτη, την κοινωνία, τους εργαζομένους και τους πελάτες. Αυτό είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα της μελέτης της ΕΥ Ελλάδος, Sustainable Value Study Ελλάδα 2023, που πραγματοποιήθηκε εφέτος για πρώτη φορά στη χώρα μας, ακολουθώντας την πρώτη παγκόσμια έρευνα, ΕΥ Sustainable Value Study, που δημοσιεύθηκε το 2022.
Η έρευνα πραγματοποιήθηκε μεταξύ 2 και 15 Φεβρουαρίου 2023, και κατέγραψε τις απόψεις 75 στελεχών επιχειρήσεων με αρμοδιότητες σε θέματα βιώσιμης ανάπτυξης, περιλαμβανομένων προέδρων και CEOs από εισηγμένες και μη επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται σε μια σειρά από διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας στην Ελλάδα.
Στόχος της έρευνας είναι η κατανόηση των δράσεων και πρωτοβουλιών που λαμβάνουν οι επιχειρήσεις στη χώρα μας για να αντιμετωπίσουν την κλιματική αλλαγή, της ευρύτερης αξίας που δημιουργούν οι δράσεις αυτές σε σχέση και με τις προσδοκίες των επιχειρήσεων, αλλά και των εμποδίων που τις αποτρέπουν από το να κάνουν περισσότερα.
Τρεις ομάδες
Η έρευνα κατέγραψε τις επιδόσεις των επιχειρήσεων του δείγματος ως προς τις δράσεις για την κλιματική αλλαγή και, με βάση τις επιδόσεις αυτές, κατέταξε τις επιχειρήσεις σε τρεις ομάδες: πρωτοπόρους, εξερευνητές και παρατηρητές. Για τη δημιουργία της κατάταξης, η έρευνα έλαβε υπόψη 32 διαφορετικές δράσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σε πέντε τομείς:
(α) μέτρηση και υποβολή εκθέσεων,
(β) διακυβέρνηση και επίβλεψη,
(γ) επιχειρησιακές λειτουργίες,
(δ) πελάτες και παραγόμενα προϊόντα, και
(ε) προμηθευτές και τρίτα μέρη.
Με βάση τα κριτήρια αυτά, 9% των επιχειρήσεων που εξετάζει η ελληνική έρευνα χαρακτηρίστηκαν «πρωτοπόροι», 52% «εξερευνητές» και 39% «παρατηρητές», έναντι αντίστοιχων ποσοστών 32%, 45% και 23% του παγκόσμιου δείγματος.
Το εύρημα αυτό επιβεβαιώνει ότι οι προσπάθειες για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής βρίσκονται ακόμη σε πρώιμο στάδιο στη χώρα μας και αναδεικνύει τα σημαντικά περιθώρια βελτίωσης των επιδόσεων.
Πολιτικές βιώσιμης ανάπτυξης που χαράσσονται με γνώμονα τη δημιουργία ευρύτερης αξίας
Η Sustainable Value Study Ελλάδα 2023 επιβεβαιώνει ότι οι επιχειρήσεις που αναλαμβάνουν αποφασιστική δράση για το κλίμα δεν δημιουργούν απλώς μεγαλύτερη αξία για τον πλανήτη και μια ευρεία ομάδα ενδιαφερόμενων μερών, αλλά προσθέτουν, παράλληλα, χρηματοοικονομική αξία για τις ίδιες, ενισχύοντας τα έσοδα ή τα κέρδη τους.
Η EY περιγράφει τον μηχανισμό αυτόν ως value-led sustainability, δηλαδή βιώσιμη ανάπτυξη που προκύπτει από πολιτικές που χαράσσονται με γνώμονα τη δημιουργία ευρύτερης αξίας (για τον πλανήτη, την κοινωνία, τους εργαζομένους, τους πελάτες). Σύμφωνα με την έρευνα, 45% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα, και 69% παγκοσμίως, αναφέρουν ότι έχουν αποκομίσει υψηλότερη χρηματοοικονομική αξία από τις πρωτοβουλίες τους για το κλίμα, σε σχέση με τις προσδοκίες τους, γεγονός που έρχεται να διαψεύσει την επικρατούσα αντίληψη ότι οι δράσεις των επιχειρήσεων για το κλίμα και οι επενδύσεις στη βιώσιμη ανάπτυξη έχουν αρνητικό αντίκτυπο στις χρηματοοικονομικές τους επιδόσεις.
Αντίθετα, για ένα υποσύνολο των επιχειρήσεων που προχωρούν σε πιο τολμηρά βήματα, οι ολοκληρωμένες δράσεις για το κλίμα συνέβαλαν στη δημιουργία ευρύτερης αξίας για τους πελάτες (βελτιώνοντας τις αντιλήψεις για το brand ή και την αγοραστική τους συμπεριφορά), αλλά και για τους εργαζομένους (συμβάλλοντας στην προσέλκυση και τη διατήρηση ανθρώπινου κεφαλαίου), οδηγώντας στην ενίσχυση της συνολικής χρηματοοικονομικής αξίας.
Σε παγκόσμιο επίπεδο, αυτές οι επιχειρήσεις «πρωτοπόροι» (pacesetters) δεν έχουν μόνο επιτύχει μεγαλύτερες μειώσεις εκπομπών άνθρακα σε σχέση με τους οργανισμούς που υστερούν ως προς τις δράσεις που αναλαμβάνουν – δηλαδή, τις επιχειρήσεις «παρατηρητές» (observers) – αλλά είναι 2,4 φορές πιο πιθανό να αναφέρουν σημαντικά υψηλότερη από την αναμενόμενη χρηματοοικονομική αξία, ως αποτέλεσμα των πρωτοβουλιών τους για το κλίμα.
Οι επιχειρήσεις επενδύουν σε δράσεις για την κλιματική αλλαγή, αλλά όχι με τον απαιτούμενο ρυθμό.
Κινητοποίηση
Ο μετριασμός της κλιματικής αλλαγής εναπόκειται, σε μεγάλο βαθμό, στην κινητοποίηση των επιχειρήσεων, γεγονός που αναγνωρίζουν, σε μεγάλο βαθμό, και οι ίδιες. Το 96% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα για την Ελλάδα, και το 93% παγκοσμίως, έχουν αναλάβει κάποια δημόσια δέσμευση για την κλιματική αλλαγή.
Κατά μέσο όρο, μέχρι στιγμής, έχουν επιτύχει μείωση των εκπομπών άνθρακα κατά 18%, σε σχέση με το έτος βάσης (έναντι 28% παγκοσμίως). Ωστόσο, για να περιοριστεί η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη σε σχέση με την προβιομηχανική εποχή, δηλαδή κάτω από το όριο του 1,5°C, απαιτείται μείωση των εκπομπών κατά 45% έως το 2030. Μέχρι σήμερα, μόλις μία στις τρεις επιχειρήσεις (34%) σχεδιάζει να μειώσει τις εκπομπές κατά 45% ή περισσότερο, μακροπρόθεσμα.
Συγχρόνως, έξι στις 10 επιχειρήσεις (63%) σχεδιάζουν να δαπανήσουν περισσότερα χρήματα τον επόμενο χρόνο για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, σε σύγκριση με εφέτος, με μία στις τέσσερις (24%) να σχεδιάζει να δαπανήσει σημαντικά περισσότερα – ποσοστά συγκρίσιμα με αυτά του παγκόσμιου δείγματος.
Ζητήματα εσωτερικής συνεργασίας και εξωτερικά εμπόδια δυσχεραίνουν την περαιτέρω δράση.
Τα εμπόδια
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα υπέδειξαν μια σειρά από εσωτερικά και εξωτερικά εμπόδια που καθυστερούν και δυσχεραίνουν τις πρωτοβουλίες για το κλίμα. Η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ διαφορετικών ομάδων του οργανισμού αναδεικνύεται σε βασικό παράγοντα, που επηρεάζει αρνητικά την ικανότητα ανάληψης αποτελεσματικής δράσης. 28% των ερωτηθέντων θεωρούν ότι η συμμετοχή πολλών διαφορετικών ομάδων στις δράσεις καθιστά πιο δύσκολη την επίτευξη προόδου, ενώ 40% αναφέρουν ότι τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου και η διοίκηση διαφωνούν σχετικά με το ποια είναι τα πιο σημαντικά κριτήρια κατά την αξιολόγηση των πρωτοβουλιών.
Ως προς τα εξωτερικά εμπόδια για την υλοποίηση δράσεων για την κλιματική αλλαγή, οι ελληνικές επιχειρήσεις αναφέρουν ως κυριότερα την αβεβαιότητα που δημιουργούν οι οικονομικές και γεωπολιτικές διαταραχές (41%, έναντι 29% παγκοσμίως), καθώς και τη δυσκολία εξασφάλισης χρηματοδότησης για τέτοιες πρωτοβουλίες (41%, έναντι 29% παγκοσμίως).