Τη Δευτέρα 8 Ιουλίου η υπηρεσία Copernicus της Ευρωπαϊκής Ενωσης εξέδωσε μια άκρως ανησυχητική ανακοίνωση: Ο Ιούνιος του 2024 αποτέλεσε τον δωδέκατο συνεχόμενο μήνα κατά τον οποίο η μέση παγκόσμια θερμοκρασία του επιφανειακού αέρα ήταν κατά τουλάχιστον 1,5 βαθμό υψηλότερη από τα προβιομηχανικά επίπεδα. Καύσωνες έπληξαν Ελλάδα, Τουρκία και Κύπρο, ενώ η Αθήνα είχε «τον θερμότερο Ιούνιο από το 1860», όπως υπογράμμιζε εμφατικά η έκθεση.

Η μεγάλη εικόνα είναι ακόμα πιο ανησυχητική: τους τελευταίους 12 μήνες η μέση παγκόσμια θερμοκρασία ήταν η υψηλότερη που έχει καταγραφεί ποτέ – 1,64 βαθμούς Κελσίου πάνω από τον προβιομηχανικό μέσο όρο. Με τις εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα να καταγράφουν το 2023 ρεκόρ όλων των εποχών, φτάνοντας, σύμφωνα με εκτιμήσεις, τους 37,55 γιγατόνους, το παράθυρο ευκαιρίας για περιορισμό της παγκόσμιας υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα, όπως ορίζει η Συμφωνία των Παρισίων, αναμένεται να κλείσει ως το τέλος της τρέχουσας δεκαετίας. Ειδικοί, μάλιστα, εκτιμούν ότι ακόμα και το όριο των 2 βαθμών ενδέχεται να καταρριφθεί έως το 2040, με τις συνέπειες για τη ζωή στη Γη να προδιαγράφονται εφιαλτικές.

Ο εφιάλτης των 2 βαθμών

Τον Οκτώβριο του 2018 η Διακυβερνητική Επιτροπή για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) σε έκθεσή της υπογράμμιζε τη σημασία του περιορισμού της παγκόσμιας υπερθέρμανσης στον 1,5 βαθμό σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, εξηγώντας ότι αν και οι επιπτώσεις θα είναι δυσμενείς σε κάθε περίπτωση, ενδεχόμενη αύξηση κατά 2 βαθμούς θα ήταν εφιαλτική. Συγκεκριμένα, σημείωνε ότι στο πρώτο σενάριο το 14% του πληθυσμού της Γης θα εκτίθετο σε σοβαρούς καύσωνες τουλάχιστον μία φορά κάθε πέντε χρόνια. Στο δεύτερο, το ποσοστό εκτοξεύεται στο 37%, με τις ακραίες θερμοκρασίες να επηρεάζουν 420 εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους. Στα μεσαία γεωγραφικά πλάτη της Γης, στα οποία περιλαμβάνεται η Μεσόγειος, ενδεχόμενη αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κατά 2 βαθμούς θα οδηγούσε τον υδράργυρο έως και 4 βαθμούς ψηλότερα, 1 βαθμό πάνω από το ηπιότερο σενάριο του 1,5 βαθμού.

Περίπου 61 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι στις αστικές περιοχές θα εκτεθούν σε σοβαρή ξηρασία σε έναν κόσμο θερμότερο κατά 2 βαθμούς, ενώ στο δυσμενές σενάριο η λειψυδρία θα επηρεάσει από 184 έως και 270 εκατομμύρια περισσότερους ανθρώπους. Οσον αφορά τη βιοποικιλότητα, αν χαθεί ο στόχος του 1,5 βαθμού, το 18% των εντόμων, το 16% των φυτών και το 8% των σπονδυλωτών θα κινδυνεύσουν, ενώ σημαντικά μεγαλύτερες θα είναι και οι επιπτώσεις των δασικών πυρκαγιών, των ακραίων καιρικών φαινομένων και της εξάπλωσης χωροκατακτητικών ειδών.

Οσον αφορά στις παράκτιες περιοχές, στο σενάριο των 2 βαθμών η στάθμη της θάλασσας αναμένεται να αυξηθεί κατά τουλάχιστον 20 εκατοστά σε πάνω από το 70% των ακτογραμμών της Γης – ύψος διπλάσιο από ό,τι στο σενάριο του 1,5 βαθμού. Αρνητικά θα επηρεαστούν και σημαντικές για την ανθρώπινη διατροφή καλλιέργειες, όπως το καλαμπόκι, για το οποίο στο σενάριο των 2 βαθμών προβλέπεται μείωση της απόδοσης κατά 5%. Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω, σοβαρότατες θα είναι και οι προκλήσεις για την παγκόσμια οικονομία.

Στο επίκεντρο η Μεσόγειος

Ποιες θα είναι οι επιπτώσεις ειδικά για τη γειτονιά μας, την ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε περίπτωση που χαθεί ο στόχος του 1,5 βαθμού; Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών και μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή Κωνσταντίνος Καρτάλης εξηγεί ότι σε ένα τέτοιο σενάριο οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης θα επιδεινωθούν, «κάτι που για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο θα σημάνει πιο συχνούς καύσωνες, με μεγαλύτερη διάρκεια και ένταση». Παράλληλα, θα εμφανιστούν φαινόμενα «που είτε δεν αποτελούν στοιχείο του κλίματος της περιοχής, όπως η συνδυασμένη εμφάνιση καυσώνων και ξηρασίας, είτε φαινόμενα που ήδη υπάρχουν θα αποκτήσουν ακραία συμπεριφορά».

Ο φυσικός-μετεωρολόγος Σταύρος Ντάφης, επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών, συμφωνεί και υπογραμμίζει: «Βλέπουμε τι γίνεται τα τελευταία χρόνια στη Μεσόγειο, με τις άνυδρες περιόδους που πλήττουν την παραγωγή της ελιάς και τις εναλλαγές μεταξύ ξηρασίας και έντονων φαινομένων, όπως χαλαζοπτώσεις και παγετοί, που ασκούν πιέσεις στις καλλιέργειες». Ολοένα και πιο συχνές, άλλωστε, είναι οι ξαφνικές πλημμύρες, οι προκλήσεις από τις καταστροφές υποδομών διαρκώς εντείνονται, ενώ από την κλιματική κρίση απειλείται και η βιοποικιλότητα σε στεριά και θάλασσα. Αν, εξάλλου, η πορεία προς τους 2 βαθμούς Κελσίου δεν ανατραπεί, τις επόμενες δεκαετίες η μετανάστευση για κλιματικούς λόγους θα αποτελεί παγιωμένο φαινόμενο, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς.

«Στην Ευρώπη έχουμε ήδη ξεπεράσει το όριο του 1,5 βαθμού» προειδοποιεί από την πλευρά του ο διευθυντής Ερευνών του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Κωνσταντίνος Λαγουβάρδος, τονίζοντας ότι στη χώρα μας η αύξηση της θερμοκρασίας είναι πιο γρήγορη στις βόρειες και ηπειρωτικές περιοχές, όπου προσεγγίζει πλέον τους 2 βαθμούς. «Εφέτος είχαμε τον πιο θερμό χειμώνα που έχει καταγραφεί, τον πιο θερμό Ιούνιο όλων των εποχών και πολλούς μήνες με θερμοκρασίες πάνω από τις κανονικές για την εποχή. Την ίδια χρονιά όμως είχαμε και τις ακραίες βροχοπτώσεις στη Θεσσαλία, με ημερήσια ύψη βροχής που δεν είχαν καταγραφεί ποτέ ξανά. Το σύστημα διαταράσσεται και βλέπουμε πράγματα που δεν περιμέναμε να δούμε».

Παγκόσμιο μπαλάκι ευθυνών

Η διαφαινόμενη απώλεια του στόχου για τον 1,5 βαθμό έχει πυροδοτήσει μια πλανητική διελκυστίνδα μεταξύ της Δύσης και του παγκόσμιου Νότου: Οι προηγμένες χώρες κατηγορούν τις αναπτυσσόμενες ότι δεν κάνουν αρκετά για να περιορίσουν τις εκπομπές θερμοκηπικών αερίων. Οι τελευταίες αντιτείνουν ότι τα ισχυρά κράτη, των οποίων η ξέφρενη βιομηχανική ανάπτυξη προκάλεσε την κλιματική αλλαγή, αξιοποιούν τώρα την κρίση ως εργαλείο για να ανακόψουν τη δυναμική των αναδυόμενων οικονομιών και να καταδικάσουν τις φτωχές χώρες στην υπανάπτυξη. Προκειμένου λοιπόν να περιορίσουν τις εκπομπές, ζητούν σημαντικές μεταβιβάσεις οικονομικών και τεχνολογικών πόρων.

«Υπάρχει ένας ελέφαντας στο δωμάτιο τον οποίο αγνοούμε» λέει ο επιστημονικός συνεργάτης του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών Σταύρος Ντάφης. «Πρόκειται για τις μεγάλες οικονομίες που αθετούν τους στόχους της Συμφωνίας των Παρισίων επειδή, λόγω του έντονου οικονομικού ανταγωνισμού, δεν θέλουν να πάρουν αποφάσεις που θα πλήξουν τα συμφέροντά τους. Ωστόσο το κλίμα δεν γνωρίζει σύνορα, επομένως καμία χώρα δεν πρόκειται να αποφύγει τις επιπτώσεις από τη συμπεριφορά των μεγάλων ρυπαντών».

Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με στοιχεία του 2022, στην κορυφή των χωρών με τις μεγαλύτερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου βρίσκεται η Κίνα, ακολουθούμενη από ΗΠΑ, Ινδία, Ρωσία και Βραζιλία.

«Να μην αλλάξει ο στόχος του 1,5 βαθμού»

«Η απώλεια του στόχου του 1,5 βαθμού δυστυχώς πλησιάζει, καθώς η διεθνής κοινότητα δεν περιορίζει στον βαθμό που επιβάλλεται την εκπομπή των αερίων θερμοκηπίου» λέει ο Κωνσταντίνος Καρτάλης, μέλος της Επιστημονικής Επιτροπής της Ευρωπαϊκής Ενωσης για την Κλιματική Αλλαγή. «Αντιθέτως, οι χώρες με τη μεγαλύτερη συμβολή στο πρόβλημα συνεχίζουν να επιδοτούν τη χρήση ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου και φυσικού αερίου), παρά τις περί αντιθέτου δεσμεύσεις τους» συμπληρώνει, τονίζοντας ότι εξαίρεση αποτελεί η Ευρωπαϊκή Ενωση.

Ξεκαθαρίζει πάντως ότι «σε κάθε περίπτωση, η λύση δεν είναι να αλλάξει ο στόχος του 1,5 βαθμού, όπως διεκδικούν οι χώρες που παράγουν πετρέλαιο και φυσικό αέριο, αλλά να ενισχυθούν τα μέτρα για την τήρησή του. Ούτε η επιστήμη ούτε τα στοιχεία έχουν αλλάξει».

Συντονισμός: Αγγελος Σκορδάς

Γράφει: Γιώργος Μουρμούρης

Επιμέλεια: Παναγιώτης Σωτήρης