Προτεραιότητα στις υποδομές που απαιτούνται για τη σύνδεση έργων παραγωγής υδρογόνου μεγάλης κλίμακας με τους τελικούς χρήστες, δηλαδή τη βιομηχανία, θα δώσει τις πρώτες 100 ημέρες της η νέα Κομισιόν, όπως ανακοίνωσε προ ημερών η επικεφαλής της κυρία Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν.

Σε αυτό το ευνοϊκό περιβάλλον η Ελλάδα προετοιμάζεται για να γίνει και παραγωγός αλλά και εξαγωγέας υδρογόνου (Η2) «χτίζοντας» έναν αγωγό που θα το μεταφέρει από τα νότια της ηπειρωτικής χώρας έως τα σύνορα με τη Βουλγαρία, από όπου θα συνεχίζει, μέσω ανάλογων υποδομών που αναπτύσσει η Bulgartransgaz, το «ταξίδι» για τη Γερμανία, μέσω της Ρουμανίας, της Ουγγαρίας, της Σλοβακίας και της Τσεχίας.

Τροφοδοσία

Η «λεωφόρος» υδρογόνου της Νοτιοανατολικής Ευρώπης (SEEHyC – South-East European Hydrogen Corridor) που θα ξεκινά από τη χώρα μας θα τροφοδοτήσει μέρος των τεράστιων αναγκών της βαριάς βιομηχανίας της Γερμανίας, για την απανθρακοποίηση της οποίας θα απαιτηθούν 427 TWh (τεραβατώρες) υδρογόνου το 2040 και 617 TWh το 2050. Επιπλέον 196 TWh το 2040 και 278 TWh το 2050 εκτιμάται ότι θα χρειαστούν οι χώρες από τις οποίες θα περνά ο αγωγός, μαζί με την Ουκρανία.

Διασύνδεση

Το ελληνικό τμήμα του «διαδρόμου» υδρογόνου (H2DRIA) αναπτύσσεται από τον Διαχειριστή του Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) και όπως αναφέρει στο «Βήμα» ο διευθυντής Στρατηγικής και Ανάπτυξης της εταιρείας Μιχαήλ Θωμαδάκης στοχεύει στη μεταφορά καθαρού H2 κυρίως από το νότιο τμήμα της Ελλάδας, έως τη διασύνδεση με τη Βουλγαρία, συνδέοντας παραγωγούς με σημεία τροφοδοσίας υδρογόνου σε Νότια, Κεντρική και Βόρεια Ελλάδα (κυρίως Κόρινθο, Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και περαιτέρω στη Βουλγαρία και στην Κεντρική Ευρώπη όπου βρίσκονται πιθανοί καταναλωτές υδρογόνου.

Σύμφωνα με τον ίδιο, το επενδυτικό κόστος (Capex) για το project «H2DRIA» έχει υπολογιστεί περίπου στο 1 δισ. ευρώ ενώ τα λειτουργικά του έξοδα (Opex) εκτιμώνται στα 26 εκατ. ευρώ ετησίως. Ο ορίζοντας ολοκλήρωσης του έργου προσδιορίζεται στο 2029, όπως και της επέκτασής του έως τη Γερμανία. Οσο για το μεγάλο project του αγωγού Ελλάδας – Γερμανίας των 3.129 χιλιομέτρων, το κόστος του υπολογίζεται στα 6,91 δισ. ευρώ και οι λειτουργικές του δαπάνες σε 189 εκατ. ευρώ ετησίως.

Η ελληνική υποδομή

Είναι αξιοσημείωτο ότι η ελληνική υποδομή μεταφοράς υδρογόνου, όπως και ο αποκλειστικός αγωγός H2 του βούλγαρου διαχειριστή, της Bulgartransgaz, έχουν περιληφθεί στην πρώτη λίστα των ευρωπαϊκών έργων κοινού ενδιαφέροντος (PCI/PMI), ενώ αυτή την περίοδο επιχειρείται και η ένταξη των υπόλοιπων τμημάτων του έργου.  Ελλάδα και Βουλγαρία «τρέχουν» ήδη και το πρώτο market assessment για την αξιολόγηση της αγοράς το οποίο ολοκληρώνεται στις 30 του μηνός.

Σε αυτό καλούνται δυνητικοί παραγωγοί και καταναλωτές υδρογόνου να εκδηλώσουν μη δεσμευτικό ενδιαφέρον. Μάλιστα, ο ΔΕΣΦΑ σκοπεύει να επαναλαμβάνει κάθε χρόνο ένα αντίστοιχο τεστ αξιολόγησης αφενός για να επαληθεύεται το ενδιαφέρον και αφετέρου για να δίνεται το «σήμα» στην αγορά ότι το project βρίσκεται σε τροχιά υλοποίησης.

«Πράσινη» ενέργεια

Από την Ελλάδα θα μπορούν να εξάγονται, σε πρώτη φάση, 20 TWh τον χρόνο, οι οποίες θα παράγονται με φθηνή «πράσινη» ενέργεια από Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας (ΑΠΕ) που σήμερα πλεονάζει και περικόπτεται προκειμένου να διασφαλιστεί η ευστάθεια του συστήματος ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας.

Σε δεύτερη φάση, σύμφωνα με εκτιμήσεις του ΔΕΣΦΑ, εξακολουθούν να είναι ελκυστικές για να συμπληρώσουν την ελληνική παραγωγή H2, προγραμματιζόμενες ροές, είτε με απευθείας εισαγωγές υδρογόνου μέσω αγωγού ή αμμωνίας με πλοία από την Αίγυπτο και χώρες της Μέσης Ανατολής ή με χρήση μέρους των εισαγωγών «πράσινης» ηλεκτρικής ενέργειας από την Αίγυπτο, μέσω της διασύνδεσης Gregy (το ένα τρίτο του ρεύματος που θα μεταφέρει το καλώδιο Ελλάδας – Αιγύπτου σχεδιάζεται να χρησιμοποιηθεί για την παραγωγή υδρογόνου στη χώρα μας).

Η παραγωγή και τα επόμενα βήματα

Ενεργειακή ασφάλεια με την κατασκευή κοινών δικτύων

Η απορρόφηση των ποσοτήτων που θα παράγονται ή θα διέρχονται από την Ελλάδα θεωρείται εξασφαλισμένη, με δεδομένες τις τεράστιες ανάγκες της Γερμανίας, η οποία σκοπεύει να… ανέβει στο άρμα του υδρογόνου για να φτάσει στο net-zero. Το ίδιο περιζήτητο θα είναι άλλωστε και το υδρογόνο που θα εισαχθεί στην Ευρώπη με ανταγωνιστικούς αγωγούς που σχεδιάζονται, όπως της Αλγερίας (μέσω Ιταλίας), του Μαρόκου (μέσω Ισπανίας), της Νορβηγίας ή με εικονικούς αγωγούς π.χ. μέσω Χιλής (μεταφορά αμμωνίας με πλοία) κ.λπ.

Η ΕΕ εκτιμάται ότι θα χρειαστεί τη συμβολή όλων των διαθέσιμων διαδρόμων για να ικανοποιήσει τη συνολική ζήτηση και να διασφαλίσει την αναγκαία, για την ενεργειακή ασφάλεια, διαφοροποίηση της προσφοράς υδρογόνου.

Οσον αφορά το ελληνικό τμήμα του αγωγού που θα κατασκευάσει ο ΔΕΣΦΑ, στα επόμενα βήματα περιλαμβάνεται η ολοκλήρωση μιας προκαταρκτικής μελέτης σκοπιμότητας για την περαιτέρω διερεύνηση των τεχνικών και εμπορικών παραμέτρων του έργου, αλλά και των βασικών προκλήσεων καθώς και των πιθανών επιλογών χρηματοδότησης για την κατασκευή του διαδρόμου.

Επίσης, διερευνάται η δυνατότητα υπογραφής μιας διακυβερνητικής συμφωνίας μεταξύ των χωρών που εμπλέκονται στο έργο, γεγονός που θα αποτελούσε μεγάλο «ατού» στις διαβουλεύσεις με τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα.

Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα με τον κ. Θωμαδάκη, από κατασκευαστικής άποψης ένας αγωγός υδρογόνου είναι μόλις 5% ακριβότερος από έναν αντίστοιχο φυσικού αερίου ενώ δεν έχει καμία τεχνολογική δυσκολία. Παράλληλα με την ωρίμανση του H2DRIA, ο ΔΕΣΦΑ βρίσκεται σε συζητήσεις με τις ιταλικές αρμόδιες αρχές για τη δημιουργία και ενός νέου έργου PCI υδρογόνου με διακλάδωση προς τη γειτονική χώρα.

Η λειτουργία της μεγάλης «λεωφόρου H2» Ελλάδας – Γερμανίας θα δημιουργήσει συνέργειες με τη σύνδεση χωρών των Βαλκανίων και της Ανατολικής Ευρώπης σε ένα κοινό δίκτυο υδρογόνου, ενισχύοντας έτσι την περιφερειακή ενεργειακή ασφάλεια. Επίσης, συνδέοντας πιθανούς παραγωγούς υδρογόνου και καταναλωτές, ο διάδρομος θα διευκολύνει την πρόσβαση στην αγορά, το διασυνοριακό εμπόριο και την ενεργειακή μετάβαση της περιοχής μας.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής οι επενδύσεις σε υδρογόνο στην ΕΕ στο τέλος του 2024 θα έχουν αυξηθεί κατά 140%, με την Ευρώπη να συνεισφέρει σχεδόν το ένα τρίτο των επενδύσεων παγκοσμίως σε ηλεκτρολύτες. Οπως ανέφερε, μέσα σε έναν χρόνο ελήφθησαν τελικές επενδυτικές αποφάσεις για έργα ανανεώσιμου υδρογόνου μεγαλύτερα των δύο γιγαβάτ.