Κάθε χρόνο τέτοια εποχή γινόμαστε όλοι μάρτυρες, ενίοτε δε και θύματα, καταστρεπτικών πυρκαγιών. Κάθε χρόνο η ίδια σχεδόν ιστορία: ο συνδυασμός υψηλών θερμοκρασιών, ισχυρών ανέμων και ανθρώπινης απερισκεψίας (αν όχι δολιότητας) πυροδοτούν μέτωπα τα οποία δύσκολα αναχαιτίζονται, παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες πυροσβεστών και εθελοντών.
Για τους επιστήμονες είναι σαφές ότι το να τρέχουμε κατόπιν εορτής να σβήσουμε πυρκαγιές δεν είναι η ενδεδειγμένη λύση. Χαρακτηριστικό της μειωμένης αποδοτικότητας αυτής της προσέγγισης είναι το ελληνικό παράδειγμα του 2007. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιεύει το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Δασών (European Forest Institute, EFI), για την αντιμετώπιση των δύο μεγάλων πυρκαγιών τον Ιούλιο και τον Αύγουστο εκείνης της χρονιάς κινητοποιήθηκαν τεράστιες εναέριες και επίγειες δυνάμεις: 18.000 άνθρωποι, 43 αεροπλάνα, 24 ελικόπτερα και 1.500 υδροφόρες έλαβαν μέρος στις προσπάθειες κατάσβεσης. Παρ’ όλα αυτά, 2 εκατομμύρια στρέμματα κάηκαν (και δεκάδες ανθρώπινες ζωές χάθηκαν) μέχρι να τεθεί υπό έλεγχο η φωτιά. Πράγμα το οποίο έγινε μόνο όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεψαν, όπως εξάλλου είχε συμβεί σε πολλές περιοχές του πλανήτη.
«Απόρροια της κλιματικής αλλαγής αποτελούν οι συχνές και μεγάλες πυρκαγιές των τελευταίων ετών» δήλωσε μιλώντας στο «Βήμα» η κυρία Φοίβη Κουντούρη, καθηγήτρια του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και πρώην πρόεδρος του EFI εξηγώντας ότι «η υπερθέρμανση του πλανήτη έχει σαν αποτέλεσμα να υπάρχουν παρατεταμένες περίοδοι ξηρασίας και αυξημένος αριθμός ημερών καύσωνα. Τα χαμηλά επίπεδα υγρασίας και οι υψηλές θερμοκρασίες ευνοούν την εκδήλωση πυρκαγιών οι οποίες όταν συνδυαστούν με αυξημένα μποφόρ είναι δύσκολο να αναχαιτισθούν».
Στην πραγματικότητα, όταν μιλούμε για καύσωνες, ξηρασίες και ανέμους μεγάλης έντασης, «μιλούμε για ακραία καιρικά φαινόμενα και η κλιματική αλλαγή έχει αυξήσει τόσο τη συχνότητα όσο και την εμβέλειά τους» προσέθεσε η κυρία Κουντούρη τονίζοντας ότι η δριμύτητα των φαινομένων καθιστά σχεδόν αδύνατη την αντιμετώπισή τους. Πράγματι, είναι τεκμηριωμένο ότι η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας του πλανήτη και αυξάνει τη συχνότητα των ακραίων φυσικών φαινομένων. «Με εξαίρεση τους σεισμούς, η συχνότητα και η ένταση όλων των άλλων φυσικών φαινομένων έχουν αυξηθεί. Αναφέρομαι σε πλημμύρες, πυρκαγιές, καύσωνες, τυφώνες, τσουνάμι…» σημείωσε η κύπρια καθηγήτρια.
Μετριασμός και προσαρμογή
Τι θα πρέπει να γίνει λοιπόν; Η κυρία Κουντούρη, η οποία μεταξύ άλλων είναι και πρόεδρος του Παγκόσμιου Κόμβου Κλίματος του δικτύου Λύσεων Βιώσιμης Ανάπτυξης του ΟΗΕ, είναι απολύτως πεπεισμένη ότι το να προλάβουμε τα ακραία φαινόμενα είναι καλύτερο από το να προσπαθούμε να θεραπεύσουμε τις συνέπειές τους: «Το πρώτο που πρέπει να κάνουμε είναι να σταματήσουμε την ανθρωπογενή επίπτωση στο κλίμα. Να σταματήσουμε πρωτίστως τη χρήση ορυκτών καυσίμων και να περάσουμε το συντομότερο δυνατό στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Επίσης να υιοθετήσουμε καλύτερες πρακτικές στην κτηνοτροφία καθώς το μεθάνιο αποτελεί μαζί με το διοξείδιο του άνθρακα τα κύρια αέρια του θερμοκηπίου. Και να κάνουμε πράξη την κυκλική οικονομία η οποία δεν παράγει απόβλητα. Αυτά και άλλα μέτρα προβλέπονται για να επιτευχθεί αυτό που ονομάζουμε μετριασμός (mitigation) των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής».
Ακόμη όμως και αν μπορούσαμε με ένα μαγικό ραβδί να σταματήσουμε σήμερα όλες τις ανθρωπογενείς παρεμβάσεις τα πράγματα δεν θα ήταν ρόδινα. Διότι οι καταστροφές που έχουν γίνει δεν αποκαθίστανται από τη μια μέρα στην άλλη. Για τον λόγο αυτόν «απαιτούνται και μέτρα για την προσαρμογή (adaptation) στις συνθήκες κλιματικής αλλαγής που βιώνουμε ήδη σήμερα» σημείωσε η κυρία Κουντούρη.
Η σημασία των υγιών οικοσυστημάτων
Στην πολυπαραγοντική εξίσωση της κλιματικής αλλαγής, κομβικής σημασίας είναι ο ρόλος των οικοσυστημάτων, τα οποία πλήττονται από την κλιματική αλλαγή, αλλά και ανατροφοδοτούν το φαινόμενο του θερμοκηπίου όταν καταρρέουν. «Ενα υγιές δάσος, όπως και ένας υγιής ωκεανός, αποτελούν σημεία αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα και ως εκ τούτου συμβάλλουν στον μετριασμό των συνεπειών της κλιματικής αλλαγής. Αυτοί οι πλανητικοί πνεύμονες καταρρέουν εξαιτίας της αύξησης της μέσης θερμοκρασίας της Γης και αδυνατούν να επιτελέσουν τον ρόλο τους. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος όπου η κλιματική αλλαγή καταστρέφει τα οικοσυστήματα και τα καταρρέοντα οικοσυστήματα ανατροφοδοτούν την κλιματική αλλαγή» εξήγησε η κυρία Κουντούρη.
Περιττό να πούμε ότι τα καταρρέοντα οικοσυστήματα έχουν και κοινωνικοοικονομικές συνέπειες οι οποίες προκύπτουν από το γεγονός ότι αδυνατούν να υποστηρίξουν τη διαβίωση των πληθυσμών που φιλοξενούν. «Πρέπει όλοι να αντιληφθούν και τις οικονομικές συνέπειες της κλιματικής αλλαγής και ως εκ τούτου την ανάγκη να περάσουμε σε ένα άλλο μοντέλο ανάπτυξης το οποίο θα βασίζεται στην αειφορία» σημείωσε η κυρία Κουντούρη και προσέθεσε ότι «η χρηματοδότηση της αειφόρου ανάπτυξης, με δημόσια και ιδιωτικά κεφάλαια, είναι επένδυση για ένα καλύτερο μέλλον».