ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ: Άγγελος Σκορδάς
ΓΡΑΦΟΥΝ: Ηλιάνα Δανέζη, Πέτρος Κωνσταντινίδης, Χρήστος Λογαράς, Γιώργος Μουρμούρης, Παναγιώτης Σωτήρης, Γιώργος Φωκιανός
Στο χύμα και αμφιβόλου ποιότητος ελαιόλαδο συνεχίζουν να επιμένουν οι έλληνες καταναλωτές, αυξάνοντας τον λεγόμενο «μαύρο» τζίρο, όπως επίσης και τις ευκαιρίες των κερδοσκόπων για νοθεία και άλλες κακόβουλες πρακτικές. Τα στοιχεία είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικά, καθώς το 75% συνεχίζει να προμηθεύεται ελαιόλαδο για οικιακή κατανάλωση σε τενεκέδες ή πλαστικά δοχεία, πιστεύοντας πως είναι φθηνότερο και καλύτερης ποιότητας από τα τυποποιημένα.
Συνολικά περίπου 70.000 τόνοι διακινούνται στην εγχώρια αγορά χύμα, χωρίς παραστατικά, ενώ σύμφωνα με τους ελαιοπαραγωγούς σχεδόν το 70% των δειγμάτων χύμα ελαιολάδου που έχουν ληφθεί κατά καιρούς στο πλαίσιο ελέγχων είναι ακατάλληλα ή στη χειρότερη περίπτωση νοθευμένα. Την ίδια ώρα, οι απώλειες για τα κρατικά ταμεία υπολογίζονται σε 60-70 εκατ. ευρώ, μόνο από τη μη είσπραξη ΦΠΑ.
Eλεγχοι
Η εμφάνιση περιπτώσεων νοθείας ελαιολάδου, σε συνδυασμό με την αύξηση του αριθμού των καταγγελιών που υποβάλλονται τελευταία στον Ενιαίο Φορέα Ελέγχου Τροφίμων, οδήγησε στην απόφαση να προχωρήσουν συστηματικοί έλεγχοι σε εγκαταστάσεις τυποποίησης ελαιολάδου και σε επιχειρήσεις χονδρικής και λιανικής πώλησης. Μιλώντας στο «Βήμα», ο πρόεδρος ΕΦΕΤ Αντώνης Ζαμπέλας σημειώνει πως οι συγκεκριμένοι έλεγχοι γίνονται κάθε χρόνο. «Και στη φετινή ελαιοκομική περίοδο θα προχωρήσουμε σε ελέγχους και θα αυξήσουμε τον αριθμό των δειγμάτων, τόσο σε τυποποιητήρια όσο και στη λιανική».
Σε ό,τι αφορά την «προτίμηση» των Ελλήνων στο χύμα ελαιόλαδο, ο Αντώνης Ζαμπέλας τονίζει πως η πλειονότητα των καταναλωτών το επιλέγουν, και αυτό καθιστά πιο δύσκολο το έργο του Φορέα για ελέγχους γιατί δεν μπορεί εύκολα να εντοπιστεί η διακίνηση. Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής γενικός διευθυντής του ΕΦΕΤ, Φραγκίσκος Γαΐτης, αναφέρει πως οι έλεγχοι είναι μοιρασμένα σε τυποποιητήρια, σε ελαιουργεία και στη λιανική, αν και το μεγαλύτερο ποσοστό αφορά – όπως σημειώνει – τα τυποποιημένα προϊόντα.
«Ενα μεγάλο, πολύ μεγάλο ποσοστό των Ελλήνων αγοράζει χύμα, το οποίο απαγορεύεται από τη νομοθεσία. Γιατί η νομοθεσία επιτρέπει συσκευασίες μέχρι 5 λίτρα με τη σχετική επισήμανση από τυποποιητήρια, με συγκεκριμένο αλφαριθμητικό αριθμό έγκρισης και λοιπά χαρακτηριστικά. Ομως σε μια μελέτη που είχαμε κάνει και δημοσιεύθηκε σε έγκριτο διεθνές περιοδικό, βρέθηκε ότι το 75% των Ελλήνων παίρνουν χύμα ελαιόλαδο. Συνήθως δηλώνουν ότι το παίρνουν από τον ξάδερφο, τον φίλο ή τον θείο τους, όπου αυτό επιτρέπεται, εάν δεν περιλαμβάνει αμοιβή. Απαγορεύεται η πώληση με παραστατικά».
Απάτη
Χαρακτηριστική είναι και η ανακοίνωση του Φορέα, η οποία κάνει λόγο πως «η νοθεία του ελαιολάδου συνιστά απάτη που επιφέρει οικονομικές απώλειες στους καταναλωτές και στις επιχειρήσεις και ενδέχεται να εγκυμονεί κινδύνους για τη δημόσια υγεία. Η απάτη κλονίζει την εμπιστοσύνη των καταναλωτών, απειλεί την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς και έχει σοβαρές επιπτώσεις στο νόμιμο εμπόριο και στις νόμιμα λειτουργούσες επιχειρήσεις».
Εξ ορισμού, ένα χύμα προϊόν δεν μπορεί να εγγυηθεί την ποιότητά του. Μάλιστα, το Εργαστήριο Χημείας και Ανάλυσης Τροφίμων του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης μετά από ανάλυση δειγμάτων χύμα ελαιολάδου είχε βρει ότι μόλις το 30% ανήκε στην κατηγορία του εξαιρετικού παρθένου, ενώ τα υπόλοιπα δείγματα ήταν ελαιόλαδα είτε υποβαθμισμένης κατηγορίας είτε ακατάλληλα για κατανάλωση από τον άνθρωπο.
Εκτός προδιαγραφών
Για τα περιστατικά νοθείας, τις ποσότητες χύμα ελαιολάδου που διακινούνται στην αγορά και για τις τιμές του «πράσινου χρυσού» που έχουν εκτιναχθεί στα ύψη μίλησε στο «Βήμα» ο Γιώργος Οικονόμου, γενικός διευθυντής του Συνδέσμου Ελληνικών Βιομηχανιών Τυποποίησης Ελαιολάδου (ΣΕΒΙΤΕΛ), υποστηρίζοντας ότι χρειάζεται πολύ μεγάλη προσοχή.
«Σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από τη δεκαετία του ’90 και μετά γίνονται έρευνες καταναλωτών και συλλέγονται κάποια δείγματα από ελαιόλαδα τα οποία διακινούνται από χύμα συσκευασίες. Η πλειοψηφία τους σε ένα ποσοστό άνω του 70% εντοπίζονται να είναι εκτός προδιαγραφών, οπότε εννοούμε ότι είναι νοθευμένα προφανώς από φυτικά έλαια. Αυτό βέβαια έχει να κάνει και με την παγιωμένη δυστυχώς αντίληψη του καταναλωτή ότι το χύμα είναι καλύτερο και πιο ασφαλές, μια αντίληψη που καταγράφεται και σε άλλα προϊόντα, όπως είναι το μέλι, όπως παλιότερα ήταν και το κρασί» επισημαίνει ο Γιώργος Οικονόμου, ο οποίος ταυτόχρονα τονίζει πως είναι ιδιαίτερα δύσκολη η ανίχνευση: «Μέχρι σε ένα ποσοστό σημαντικό, της τάξης του 13%-20%, το νοθευμένο ελαιόλαδο δεν ανιχνεύεται παρά μόνο με φυσικοχημικές αναλύσεις».
Ο γενικός διευθυντής του ΣΕΒΙΤΕΛ φέρνει και ως παράδειγμα το τραγικό περιστατικό του 1982 στη χώρα της Ιβηρικής χερσονήσου. «Δεν μιλώ μόνο για την τσέπη, αλλά και για την υγεία, γιατί το 1982 στην Ισπανία με αντίστοιχη τέτοια διακίνηση ελαιολάδου από βαρέλια σε τενεκέδες πέθαναν 200 άτομα και έμειναν ανάπηροι άλλοι 2.000. Από νοθεία με μετουσιωμένο κραμβέλαιο. Και έκτοτε, μετά από αυτό το φοβερό συμβάν που συνέβη στην Ισπανία, δεν διανοείται κανείς να αγοράσει ανώνυμο λάδι».
«Τώρα ο ΕΦΕΤ έβγαλε αυτές τις οδηγίες και πολύ καλά έκανε γιατί η φετινή χρονιά είναι λίγο περίεργη. Είμαστε σε μια χρονιά με πάρα πολύ μειωμένη παραγωγή, οπότε το λάδι μάς λείπει, οπότε; Κάποιοι επιτήδειοι θα επωφεληθούν. Ηδη είναι και πανάκριβο και το κίνητρο για νοθεία πολλαπλασιάζεται. Δυστυχώς ο ΕΦΕΤ κάνει ελέγχους μόνο στα τυποποιημένα και στα ράφια, τη χύμα διακίνηση δεν είναι εύκολο να την εντοπίσει κανείς. Και μιλάμε για τουλάχιστον 40.000-50.000 τόνους. Μια ποσότητα μεγαλύτερη από την ποσότητα που διακινείται στο λιανεμπόριο» υπογραμμίζει και προσθέτει ότι «η καλύτερη συνταγή είναι η ενημέρωση. Να καταλάβει ο καταναλωτής ότι πρέπει να ευαισθητοποιηθεί. Και, μάλιστα, τώρα που είμαστε σε μία φάση που ένας τενεκές ας πούμε 17κιλος θα κάνει περίπου 170 ευρώ. Δεν ξέρω αν υπάρχει η οικονομική δυνατότητα, το cash flow του έλληνα καταναλωτή να αγοράσει με αυτή την τιμή, οπότε το δέλεαρ για τους επιτήδειους μεγαλώνει. Κάποιοι θα το εκμεταλλευθούν».
Τέλος, ο Γιώργος Οικονόμου υποστηρίζει ότι εκτός από τους ελέγχους σε ό,τι αφορά τις τιμές πώλησης, «είναι ανάγκη να έχουμε τον νου μας – και οι αρμόδιοι ελεγκτικοί φορείς – σε διαρκείς ελέγχους για τη διακίνηση ανώνυμου ελαιολάδου».
Τι έδειξαν οι έλεγχοι
Σύμφωνα με στοιχεία των ελέγχων του ΕΦΕΤ το 2022:
α) Επί συνόλου 156 ελέγχων σε εγκαταστάσεις παραγωγής και τυποποίησης ελαιολάδου εντοπίστηκαν 14 μη συμμορφώσεις (εκ των οποίων 1 αφορούσε νοθεία και 5 επισήμανση).
β) Στο πλαίσιο υλοποίησης προγραμμάτων δειγματοληψίας και ανάλυσης:
Επί συνόλου 141 δειγμάτων ελαιολάδου τα οποία λήφθηκαν στο πλαίσιο του Προγράμματος Ελέγχου Επαλήθευσης των Προδιαγραφών Εμπορίας εντοπίστηκαν 21 μη συμμορφώσεις και επί συνόλου 50 δειγμάτων τα οποία λήφθηκαν στο πλαίσιο του Προγράμματος Ελέγχου Αυθεντικότητας – Νοθείας εντοπίστηκαν 7 μη συμμορφώσεις.
Η προώθηση στις αγορές – Μόνο 30%της παραγωγής διατίθεται τυποποιημένο
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΤΕ, το ελαιόλαδο (+157% σε αποπληθωρισμένους όρους, έναντι -5% στα λοιπά τρόφιμα) σκαρφάλωσε την περασμένη χρονιά στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας 6ετίας, σχεδόν διπλασιάζοντας το μερίδιό του στις ευρωπαϊκές εξαγωγές (13% από 7%).
Σε αυτό, όπως τονίζεται, συντέλεσε η ευνοϊκή διεθνής συγκυρία, καθώς η αυξημένη ελληνική παραγωγή (+51% ετησίως) συνδυάστηκε με υψηλή διεθνή ζήτηση λόγω ξηρασίας και μειωμένης παραγωγής σε ανταγωνιστικές μεσογειακές χώρες (-48% στην Ισπανία). Ωστόσο, σημειώνεται ότι μεγάλο μέρος (άνω του 70%) των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνεται στην Ιταλία και την Ισπανία, με τιμή η οποία είναι κατά 25% χαμηλότερη από εκείνη που απολαμβάνουν οι ελληνικές εξαγωγές στις υπόλοιπες χώρες.
Ουσιαστικά, αυτή η απόκλιση αντικατοπτρίζει τον χαμηλό βαθμό τυποποίησης της ελληνικής παραγωγής (σχεδόν 30%, έναντι 70% στην Ισπανία και σχεδόν 100% στην Ιταλία) που λειτουργεί ανασταλτικά για την προώθησή του ως επώνυμου προϊόντος στο εξωτερικό. Αντί αυτού, το ελληνικό ελαιόλαδο εξάγεται κυρίως στην Ιταλία και την Ισπανία, αναμειγνύεται με λοιπών προελεύσεων (συνήθως χαμηλότερης ποιότητας) ελαιόλαδο και προωθείται στη διεθνή αγορά ως επώνυμο τοπικό προϊόν, ή επανεισάγεται στην Ελλάδα, όπως έγραψε χαρακτηριστικά «Το Βήμα» (φύλλο 8/10).
«Κακή χρονιά»
Ενδεικτικό της κακής χρονιάς για την παραγωγή ελαιολάδου σε ευρωπαϊκό επίπεδο ήταν και πρόσφατο δημοσίευμα του βρετανικού «Guardian», το οποίο μιλούσε ακόμη και για εισαγωγές από τη Νότια Αμερική για να ανταποκριθεί η Γηραιά Ηπειρος στη ζήτηση.
Το δημοσίευμα αναφέρεται και στην Ελλάδα, τονίζοντας ότι η παραγωγή φέτος θα είναι μόλις 200.000 τόνοι, χαμηλότερη από πέρυσι, εξαιτίας της υπερβολικής ζέστης και προβλημάτων με δάκο και γλοιοσπόριο στις ελιές. Για την «τέλεια καταιγίδα» έκανε λόγο ο Μανόλης Γιαννούλης, πρόεδρος της Εθνικής Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Ελαιολάδου (ΕΔΟΕ), η οποία έχει ξεκινήσει από την περυσινή ελαιοκομική περίοδο και θα συνεχιστεί και εφέτος.