Ας ξεκινήσουμε με δύο παραδοχές: Οι αριθμοί λένε πάντα την αλήθεια και οι τράπεζες δεν είναι φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ωστόσο και οι ίδιες αντιμετωπίζουν προβλήματα με τους κατά σύστημα κακοπληρωτές, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν θα πρέπει να βρίσκουν τρόπους έμπρακτους επιβράβευσης των καλοπληρωτών που στην τελική είναι εκείνοι που συντηρούν όχι μόνο τις τράπεζες αλλά μία ολόκληρη οικονομία.
Επίσης, τα τελευταία χρόνια ένα πολύ σημαντικό κομμάτι του τζίρου των πιστωτικών ιδρυμάτων προέρχεται από τις λεγόμενες τραπεζικές προμήθειες που κινούνται σε όλο το φάσμα των συναλλαγών και πολλές φορές προκαλούν ερωτηματικά, όχι τόσο γιατί επιβάλλονται αλλά για το ύψος στο οποίο ανέρχονται.
Οι διαφορές μεταξύ επιτοκίων δανεισμού και καταθέσεων είναι χαοτική. Και δεν το λέμε εμείς αλλά η ίδια η Τράπεζα της Ελλάδος με το τελευταίο ενημερωτικό σημείωμα που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη Παρασκευή και αφορούσε τα τραπεζικά επιτόκια καταθέσεων και δανείων για τον μήνα Οκτώβριο του τρέχοντος έτους.
Ειδικότερα η ΤτΕ καταγράφει σχεδόν αμετάβλητο στο 0,05% το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων καταθέσεων τον Οκτώβριο του 2022, ενώ το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των νέων δανείων αυξήθηκε στο 4,86%. Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των νέων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,81 εκατοστιαίες μονάδες, ενώ αμετάβλητο στο 0,04% παρέμεινε το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο του συνόλου των υφιστάμενων καταθέσεων με το μέσο σταθμισμένο επιτόκιο των υφιστάμενων δανείων να αυξάνεται στο 4,27%. Το περιθώριο επιτοκίου μεταξύ των υφιστάμενων καταθέσεων και δανείων αυξήθηκε στις 4,23 εκατοστιαίες μονάδες.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη; Αν, για παράδειγμα, αποφάσιζε κάποιος να καταθέσει σε μία τράπεζα 1.000 ευρώ, θα ελάμβανε σε ετήσια βάση ως τόκο 50 λεπτά. Αν όμως το ποσό αυτό αφορούσε δάνειο και το πλήρωνε σε μία δόση μετά από 12 μήνες, θα πλήρωνε τόκους 48,6 ευρώ. Η διαφορά είναι πράγματι χαοτική και σε αυτό έχει συμβάλει σημαντικά η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που προχώρησε σε γενναίες αυξήσεις του βασικού της επιτοκίου σε μία προσπάθεια να τιθασεύσει τον πληθωρισμό. Ωστόσο, υπό κανονικές συνθήκες θα έπρεπε αυτή η αύξηση να συμπαρασύρει σε κάποιον βαθμό και τα επιτόκια των καταθέσεων, κάτι το οποίο μέχρι στιγμής δεν έχει συμβεί.
Η κυβέρνηση τόσο διά στόματος του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη όσο και του αρμόδιου υπουργού Οικονομικών Χρήστου Σταϊκούρα απαιτεί ουσιαστικά από τις τράπεζες αφενός να αυξήσουν τα επιτόκια καταθέσεων, αφετέρου να μπει ένα φρένο στις τραπεζικές προμήθειες-χρεώσεις. Το ζήτημα τώρα είναι αν τελικά οι τράπεζες θα βάλουν νερό στα τραπεζικά κέρδη τους και θα προχωρήσουν σε μία κίνηση ελάφρυνσης των βαρών σε δανειολήπτες, καταθέτες αλλά και σε πάσης φύσεως συναλλασσομένους. Οψόμεθα!