Ενώ ο πληθωρισμός έχει στείλει στα ύψη τις τιμές των τροφίμων, τα διαδοχικά κύματα καύσωνα και τα προβλήματα ξηρασίας στην Ευρώπη απειλούν ευθέως εφέτος την παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου πιέζοντας ανοδικά τις τιμές. Την ίδια ώρα, η πλειονότητα των παραγωγών στην Ελλάδα επιλέγει να το εξάγει χύμα στην Ιταλία (απορροφά σε όγκο το 75% των ελληνικών εξαγωγών) σε τιμές πολύ χαμηλές, με τη γείτονα να το επανεξάγει τυποποιημένο, κερδίζοντας την υπεραξία τυποποίησης. Σύμφωνα εξάλλου με τις εκτιμήσεις ελληνικών τραπεζών, η τυποποίηση και η δημιουργία ελληνικού brand θα μπορούσε να αυξήσει τα έσοδα των ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου κατά €300 εκατ. ετησίως, ξεπερνώντας συνολικά τα €650 εκατ.
Το παίρνουν οι Ιταλοί
Είναι χαρακτηριστικό ότι το 64,67% της αξίας των συνολικών ελληνικών εξαγωγών ελαιολάδου και το 75,88% του συνολικού τους όγκου κατευθύνθηκαν το 2021 στην ιταλική αγορά. Συγκεκριμένα, η αξία των εξαγωγών ελαιολάδου από την Ελλάδα στην Ιταλία διαμορφώθηκε σε 345,5 εκατ. ευρώ, αυξημένη κατά 16,33% σε σύγκριση με το 2020, ενώ ο όγκος των εξαγωγών διαμορφώθηκε σε 111.610 τόνους από 132.844 τόνους το 2020, καταγράφοντας πτώση 15,98%. Η Ελλάδα αποτελεί τον δεύτερο (μετά την Ισπανία) μεγαλύτερο προμηθευτή της Ιταλίας σε ελαιόλαδο, με το σχετικό μερίδιό της να ανέρχεται το 2021 σε 21,69%.
Οι μονάδες τυποποίησης
Στην Ελλάδα λειτουργούν περί τις 300 αναγνωρισμένες μονάδες τυποποίησης ελαιολάδου, αλλά και απροσδιόριστος αριθμός μικρών μονάδων που λειτουργούν χωρίς έγκριση. Οπως εκτιμάται, το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των καταναλωτών έχουν οι ίδιοι παραγωγή ελαιολάδου ή συγγενείς με παραγωγή ελαιολάδου δεν ευνόησε την κατανάλωση του τυποποιημένου ελαιολάδου στην εγχώρια αγορά. Αποτρεπτικά λειτούργησε και το γεγονός ότι καταργήθηκε η ενίσχυση στο επώνυμο ελαιόλαδο, ενώ παράλληλα οι συνεταιρισμοί έχουν στην πλειονότητά τους ως κεντρική κατεύθυνση την πώληση χύμα ελαιολάδου στην Ιταλία. Οι έλληνες παραγωγοί δεν κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τη διεθνή δυναμική των τελευταίων ετών, με αποτέλεσμα το μερίδιο της Ελλάδας στη διεθνή αγορά τυποποιημένου ελαιολάδου να έχει περιοριστεί πλέον στο 4% από 6% τη δεκαετία του 1990. Οι αιτίες που δρουν περιοριστικά στη δυναμική του κλάδου στην Ελλάδα αφορούν κυρίως διαρθρωτικές αδυναμίες σε όλα τα στάδια παραγωγής: κατακερματισμένη δομή του ελληνικού κλάδου ελαιοπαραγωγής, χαμηλός βαθμός τεχνολογικής εξέλιξης και κυρίως υψηλό ποσοστό μικρών (και σε μεγάλο βαθμό συνεταιριστικών) ελαιοτριβείων – μόλις το 27% της συνολικής παραγωγής ελαιολάδου φτάνει στο στάδιο της τυποποίησης στην Ελλάδα (έναντι 50% στην Ισπανία και 80% στην Ιταλία).
Η κατανάλωση
Σύμφωνα με το υπουργείο Γεωργίας των Ηνωμένων Πολιτειών (USDA), την περίοδο 2022-23 αναμένεται μείωση της παγκόσμιας παραγωγής ελαιολάδου αφενός κατά -11% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, ανερχόμενη στους 2,9 εκατ. τόνους, αφετέρου κατά -8% από τον κυλιόμενο μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Η μείωση της παραγωγής οφείλεται στη χαμηλότερη συγκομιδή των χωρών της ΕΕ, του Μαρόκου, της Τουρκίας και της Τυνησίας. Ως αποτέλεσμα της μείωσης της προσφοράς, αναμένεται η μείωση της παγκόσμιας κατανάλωσης ελαιολάδου κατά -7%, ειδικότερα σε χώρες όπου η κατανάλωση επηρεάζεται σημαντικά από τις πιέσεις στην τιμή πώλησης του προϊόντος.
Ωστόσο, σύμφωνα με το USDA, στις χώρες της ΕΕ η εγχώρια κατανάλωση θα παραμείνει ισχυρή και εκτιμάται ότι θα αντιστοιχεί στο ήμισυ της συνολικής παγκόσμιας κατανάλωσης. Ως δεύτερος μεγαλύτερος καταναλωτής με μερίδιο 13% παραμένουν οι ΗΠΑ, ενώ η αξία της παγκόσμιας αγοράς ελαιολάδου μέχρι το 2026 υπολογίζεται να ανέλθει στα $1.815,1 εκατ. (€1.743 εκατ.).
Παράλληλα, την ίδια περίοδο οι παγκόσμιες εξαγωγές και εισαγωγές εκτιμάται ότι θα μειωθούν περαιτέρω και ειδικότερα στις χώρες της ΕΕ οι εξαγωγές προβλέπεται να μειωθούν κατά -75.000 τόνους και να ανέλθουν στους 825.000 τόνους, ενώ οι εισαγωγές κατά -25.000 τόνους και να ανέλθουν στους 175.000 τόνους. Ωστόσο, οι εισαγωγές των ΗΠΑ υπολογίζεται ότι θα παραμείνουν σταθερές στους 375.000 τόνους. Με την παραγωγή, τις εξαγωγές και τις εισαγωγές να μειώνονται ταχύτερα από την κατανάλωση, τα παγκόσμια αποθέματα ελαιολάδου αναμένεται να περιοριστούν περαιτέρω και στις χώρες της ΕΕ να ανέλθουν σε απόλυτους αριθμούς στους 301.000 τόνους.
Απουσιάζει από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ
Σύμφωνα με την ελληνική πρεσβεία της Ελλάδας στη Ρώμη και το Γραφείο Οικονομικών & Εμπορικών Υποθέσεων Μιλάνου, το επώνυμο ελληνικό ελαιόλαδο απουσιάζει από τις αλυσίδες σουπερμάρκετ καθώς εισάγεται σε μορφή χύδην και χρησιμοποιείται για την παραγωγή μείγματος ελαιολάδου, το οποίο στη συνέχεια πωλείται στην εγχώρια αγορά και στις αγορές του εξωτερικού ως «μείγμα ελαιολάδου ΕΕ» ή «μείγμα ελαιολάδου ΕΕ και τρίτων χωρών». Σε αυτό το πλαίσιο, οι εξαγωγείς θα πρέπει να ενώσουν τις προσπάθειές τους ώστε να διαπραγματευτούν τη θέση τους στα σουπερμάρκετ με επώνυμα προϊόντα ελαιολάδου «Μade in Greece».
Τυνησία και Τουρκία ξεπέρασαν την Ελλάδα
Η παγκόσμια παραγωγή ελαιολάδου, σύμφωνα με στοιχεία των ISMEA, IOC και ΕΕ, την περίοδο 2021-2022 ανήλθε στους 3,09 εκατ. τόνους. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Unaprol (Italian Olive Oil Consortium), την περίοδο 2021-2022 η Ιταλία με παραγωγή 315.000 τόνων κατατάσσεται δεύτερη παγκοσμίως, ενώ την πρώτη θέση καταλαμβάνει η Ισπανία με παραγωγή 1,3 εκατ. τόνων, μειωμένη κατά -6,4% σε σύγκριση με την περίοδο 2020-21. Καθώς οι καύσωνες πλήττουν τη χώρα της Ιβηρικής Χερσονήσου και μπορεί να αποδειχθούν καταστροφικοί, ενδεχόμενη μείωση της παραγωγής της θα επιφέρει νέο κύμα ανατιμήσεων στην τιμή του.
Η Ελλάδα, την περίοδο 2021-2022, με εκτιμώμενη παραγωγή 225.000 τόνους (-18,2% σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο), κατατάσσεται στην 5η θέση παγκοσμίως (2η θέση το 2020), καθώς την 3η και 4η θέση καταλαμβάνουν αντίστοιχα η Τυνησία με παραγωγή 240.000 τόνους (αύξηση +71,4%) και η Τουρκία με παραγωγή που αναμένεται στους 228.000 τόνους (αύξηση +8,3%).
Την 6η θέση καταλαμβάνει το Μαρόκο με 200.000 τόνους (+25%), την 7η η Πορτογαλία με 206.235 τόνους ( +20%) και την 8η η Αλγερία με 98.000 τόνους (+39%). Τα 2/3 της παγκόσμιας παραγωγής και κατανάλωσης ελαιολάδου συγκεντρώνονται στην ΕΕ και σε άλλες μη ευρωπαϊκές μεσογειακές χώρες, με τη χρήση του να αυξάνεται από τους καταναλωτές της Β. Αμερικής, της Αυστραλίας και μεγάλων χωρών της Ασίας.