Με μείωση-«σοκ» της τάξεως του 20%-25% στα καθαρά τους έσοδα αναμένεται να κλείσει η εφετινή χρονιά για τις ελληνικές τράπεζες. Η οργανική τους κερδοφορία εκτιμάται ότι θα «προσγειωθεί» το 2018 στα επίπεδα των 3 δισ. ευρώ, για πρώτη φορά μετά από 15 ολόκληρα χρόνια. Θα επιστρέψει δηλαδή εκεί που βρισκόταν τα πρώτα χρόνια μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ευρωζώνη, όταν το μεγαλύτερο μέρος των τραπεζικών εργασιών ήταν εγχώριο. Πριν δηλαδή από την επέκταση του δικτύου τους στην ευρύτερη περιοχή της ΝΑ Ευρώπης.
Η αλήθεια είναι ότι μετά το ξέσπασμα της κρίσης, που οδήγησε στον αποκλεισμό της χώρας από τις διεθνείς αγορές και στο κούρεμα του ελληνικού χρέους, η πορεία… ελληνοποίησης του χρηματοπιστωτικού συστήματος ήταν αναπόφευκτη.
Η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μετά τα κρατικά πακέτα στήριξης που έλαβε ο κλάδος για να σωθούν τράπεζες και καταθέσεις, επέβαλε για λόγους διασφάλισης του υγιούς ανταγωνισμού, αλλά και μείωσης του κινδύνου για τους ελληνικούς ομίλους, την απόσυρσή τους από την πλειονότητα των γειτονικών οικονομιών, στις οποίες είχαν έως τότε παρουσία.
Κι αν μέχρι το 2014 υπήρχε η ελπίδα ότι τα κεφαλαιακά προβλήματα είχαν σε μεγάλο βαθμό λυθεί, η επανασύνδεση με τις αγορές ήταν θέμα χρόνου και ότι τελικά ένα μέρος των εκτός Ελλάδος δραστηριοτήτων θα ξέφευγε από το αναγκαστικό πωλητήριο, τα πάντα ανατράπηκαν μέσα σε ένα εξάμηνο.
Οι «διαπραγματεύσεις» της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με τους θεσμούς κατέληξαν σε αδιέξοδο, επελέγη η λύση του δημοψηφίσματος και το σύστημα οδηγήθηκε σε capital controls και σε μία νέα αναγκαστική ανακεφαλαιοποίηση, έχοντας προηγουμένως χάσει το 25% της καταθετικής του βάσης, αλλά και το μομέντουμ που είχε αρχίσει να διαμορφώνεται στην αποκλιμάκωση των «κόκκινων» δανείων.
Η αποχώρηση από τη ΝΑ Ευρώπη
Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα δεν μπόρεσαν να καλύψουν τις κεφαλαιακές τους ανάγκες πλήρως από τον ιδιωτικό τομέα, και λόγω της δημόσιας στήριξης που έλαβαν δεσμεύτηκαν να ρευστοποιήσουν όλες τις θυγατρικές τους στο εξωτερικό. Από την άλλη, Alpha Bank και Eurobank, λόγω της άντλησης όλων των κεφαλαίων από την επενδυτική κοινότητα, έπεισαν τις Αρχές να διατηρήσουν ένα μόνο μέρος των εκτός Ελλάδος δραστηριοτήτων.
Το αποτέλεσμα ήταν μέσα σε μία 5ετία οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι να υποστούν μείωση στο ενεργητικό τους, σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα, της τάξεως του 50% κατά μέσο όρο, παρά το γεγονός ότι μετά το 2012 απέκτησαν σχεδόν το σύνολο των μικρότερων τραπεζών που δραστηριοποιούνταν στην Ελλάδα.
Το 2017 τα καθαρά τους έσοδα, χωρίς να συνυπολογίζονται τα έκτακτα αποτελέσματα από το επενδυτικό τους χαρτοφυλάκιο ή από την πώληση περιουσιακών τους στοιχείων, διαμορφώθηκαν στα 3,8 δισ. ευρώ. Εφέτος η πρόβλεψη των αναλυτών είναι ότι θα υπάρξει μία νέα πίεση, που θα… προσγειώσει τα σχετικά μεγέθη λίγο πάνω από τα 3 δισ. ευρώ.
Τι φταίει για την υποχώρηση
Οι λόγοι της υποχώρησης αυτής, πέραν της προαναφερθείσης αποχώρησης από τις ξένες αγορές, είναι οι εξής:
1 Νέα λογιστικά πρότυπα IFRS 9. Το μεγαλύτερο μέρος της πτώσης των εσόδων αποδίδεται στην εφαρμογή από 1.1.2018 του IFRS 9, το οποίο επαναπροσδιόρισε επί της ουσίας τις ανάγκες για κάλυψη των «κόκκινων» δανείων. Οι τέσσερις μεγάλες τράπεζες κλήθηκαν να γράψουν νέες προβλέψεις 6 δισ. ευρώ, οι οποίες αν και δεν «πέρασαν» από τα αποτελέσματα χρήσης τους, συμπίεσαν τα έσοδά τους.
Υπολογίζεται ότι από το παραπάνω ποσό, τα μισά αφορούσαν την αύξηση της κάλυψης μη εξυπηρετούμενων δανείων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα το υπόλοιπο των προβληματικών δανείων επί των οποίων οι τράπεζες υπολογίζουν τα καθαρά τους έσοδα να μειωθεί.
2 Παραγωγή νέων δανείων. Ο ετήσιος ρυθμός πιστωτικής μεταβολής παραμένει σε αρνητικό έδαφος. Τον περασμένο Αυγουστο διαμορφώθηκε σε -1,5%. Αυτό σημαίνει ότι τα δάνεια που αποπληρώνονται είναι περισσότερα από τα νέα που χορηγούνται, οδηγώντας σε μείωση του ενεργητικού των τραπεζών και κατ’ επέκταση των εσόδων τους σε τόκους.
3 Ρυθμίσεις με χαμηλότερα επιτόκια. Οι τράπεζες για να θεραπεύσουν τα «κόκκινα» δάνεια εφαρμόζουν ρυθμίσεις με ολοένα και πιο χαμηλό κόστος δανεισμού. Η τακτική αυτή όμως οδηγεί αναπόφευκτα στη μείωση των επιτοκιακών τους εσόδων.
4 Πωλήσεις «κόκκινων» δανείων. Οι τράπεζες θα ολοκληρώσουν εφέτος μία σειρά από πωλήσεις μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, μεγάλο μέρος των οποίων βρίσκεται εντός του ισολογισμού τους. Επειδή και τα «κόκκινα» δάνεια συμμετέχουν σε κάποιον βαθμό στα έσοδα, κάθε μείωση του αποθέματός τους μέσω πωλήσεων σε τρίτους τα περιορίζει.
5 Μικρότερη μείωση λειτουργικών εξόδων. Αρνητική συμβολή στα καθαρά έσοδα των τραπεζών έχει η μέχρι στιγμής μικρότερη του αναγκαίου, όπως αποδεικνύεται, αποκλιμάκωση των εξόδων λειτουργίας τους. Αν και οι τράπεζες έπιασαν τους στόχους των σχεδίων αναδιάρθρωσης ως προς τη μείωση του αριθμού των καταστημάτων και των εργαζομένων τους ήδη από την περυσινή χρονιά, από τα αποτελέσματά τους φαίνεται ότι θα χρειαστεί περαιτέρω προσαρμογή.
Κι αυτό διότι θα πρέπει να καλυφθεί ένα τουλάχιστον μέρος των απωλειών σε έσοδα από περικοπές στις δαπάνες λειτουργίας. Σύμφωνα με ορισμένες τραπεζικές πηγές, το σύστημα θα ισορροπήσει μόνο εάν μέσα στην επόμενη διετία κλείσει το 40% του δικτύου, ήτοι περί τα 800 καταστήματα, και εάν αποχωρήσουν 5.000-10.000 εργαζόμενοι από τους περίπου 39.000 που απασχολούνται σήμερα στον κλάδο.
Θα πιάσουν πάτο τα έσοδα από τόκους και προμήθειες
Την εκτίμηση ότι το 2018 τα καθαρά έσοδα από τόκους και προμήθειες θα πιάσουν πάτο και ότι στο εξής τα μεγέθη θα κινούνται ανοδικά, υπό την προϋπόθεση της συνέχισης της βελτίωσης των μακροικονομικών συνθηκών, διατυπώνει αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο.
Οπως εξηγεί, οι τέσσερις συστημικοί όμιλοι δεν έχουν άλλες υποχρεώσεις για πώληση θυγατρικών ή οι προς πώληση μονάδες τους δεν εμφανίζονται πλέον στα αποτελέσματα χρήσης. Οπότε άλλο… κάτω στα έσοδα από τέτοιου είδους ρευστοποιήσεις δεν θα υπάρξει.
Από την άλλη πλευρά, εκτιμάται ότι από το 2019 η πιστωτική επέκταση θα μηδενιστεί. Ως εκ τούτου δεν θα μειωθούν άλλο τα έσοδα, λόγω της απομόχλευσης. Επιπλέον, όσο περνούν τα τρίμηνα και συνεχίζεται η ανάκαμψη της οικονομίας τόσο θα περιορίζεται το πιστωτικό ρίσκο, άρα και οι προβλέψεις.
Το στοίχημα
Εξάλλου οι τράπεζες καλούνται να κερδίσουν το στοίχημα των προμηθειών, οι οποίες εμφανίζουν ανοδικές τάσεις λόγω της αύξησης στη χρήση ηλεκτρονικών μέσων πληρωμών μετά την επιβολή των capital controls.
Επιπλέον, με τον ψηφιακό μετασχηματισμό τους, στοχεύουν να βελτιώσουν τον δείκτη «κόστος προς έσοδα». Μεταξύ άλλων, επιδιώκουν τη μείωση των ταμειακών συναλλαγών και την αύξηση του χρόνου των υπαλλήλων που μέχρι σήμερα… κάθονται στο γκισέ, στην προώθηση προϊόντων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στην τελευταία διετία οι συναλλαγές που ολοκληρώθηκαν στο Ταμείο μειώθηκαν κατά περίπου 40%, λόγω της αύξησης στη χρήση του e-banking. Μόνο τυχαία δεν είναι η εκτίμηση ότι σύντομα το 30% των εργαζομένων στις τράπεζες θα αλλάξει αντικείμενο δουλειάς. Επιπρoσθέτως, «τρέχουν» προγράμματα εθελουσίας εξόδου για το προσωπικό που θα περιορίσουν περαιτέρω το μισθολογικό κόστος, ενώ θα συνεχιστεί και η μείωση του δικτύου των καταστημάτων.
Ευκαιρίες για επιπλέον έσοδα υπάρχουν και στην προώθηση μέσω όλων των διαθέσιμων καναλιών, τραπεζοασφαλιστικών προγραμμάτων, τα οποία επίσης έχουν υψηλές προμήθειες.
Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα στην τελευταία διετία οι συναλλαγές που ολοκληρώθηκαν στο Ταμείο μειώθηκαν κατά περίπου 40%, λόγω της αύξησης στη χρήση του e-banking. Μόνο τυχαία δεν είναι η εκτίμηση ότι σύντομα το 30% των εργαζομένων στις τράπεζες θα αλλάξει αντικείμενο δουλειάς. Επιπρoσθέτως, «τρέχουν» προγράμματα εθελουσίας εξόδου για το προσωπικό που θα περιορίσουν περαιτέρω το μισθολογικό κόστος, ενώ θα συνεχιστεί και η μείωση του δικτύου των καταστημάτων.
Ευκαιρίες για επιπλέον έσοδα υπάρχουν και στην προώθηση μέσω όλων των διαθέσιμων καναλιών, τραπεζοασφαλιστικών προγραμμάτων, τα οποία επίσης έχουν υψηλές προμήθειες.
Παράλληλα, η πίεση στα έσοδα λόγω της μεταβίβασης δανειακών χαρτοφυλακίων σε τρίτους θα μετριαστεί στον βαθμό που οι τράπεζες αξιοποιήσουν τη ρευστότητα που θα λάβουν για να δώσουν νέα υγιή δάνεια. Τέλος, η αναμενόμενη αύξηση των καταθέσεων θα συμβάλλει στην αντικατάσταση άλλων, πιο ακριβών πηγών ρευστότητας, περιορίζοντας τα έξοδα για τόκους.