Αν στην Ιαπωνία είναι η κεντρική κυβέρνηση που χρηματοδοτεί τους κατοίκους του Τόκιο και άλλων μεγάλων πόλεων για να μετεγκατασταθούν στην επαρχία, στην Ιταλία είναι οι τοπικές αρχές σε αγροτικές περιοχές, κυρίως στις νότιες επαρχίες της χώρας, που δίνουν κίνητρα σε όσους αποφασίσουν να εγκατασταθούν εκεί. Στην Ιταλία το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με τη Ρώμη ή τις άλλες πολυπληθείς πόλεις, αλλά με τις πλούσιες επαρχίες του βιομηχανικά ανεπτυγμένου Βορρά που προσελκύει διαρκώς νέους ανθρώπους (αλλά και πόρους) από τον διαρκώς φτωχοποιούμενο και γηράσκοντα αγροτικό Νότο, κυρίως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Κατά καιρούς οι κοινότητες στις οποίες ανήκουν μικρά, ερημωμένα από την εσωτερική μετανάστευση χωριά στη Νότια ή και την Κεντρική Ιταλία, πραγματικά στολίδια αρχιτεκτονικής, βάζουν «πωλητήριο» με συμβολικό αντίτιμο πολλές φορές σε… ολόκληρο το χωριό. Συνήθως οι τοπικές αρχές δίνουν κίνητρα για εγκατάσταση νέων κατοίκων, κάτι που εντάθηκε κατά την περίοδο των εγκλεισμών και των λοκντάουν, όταν εμφανίστηκε και κυριάρχησε το φαινόμενο των «ψηφιακών νομάδων».
Ετσι, για παράδειγμα, ο Δήμος του Σάντο Στέφανο ντι Σεσάνιο, ενός μεσαιωνικού χωριού 115 κατοίκων, εκ των οποίων οι 41 είναι άνω των 65 ετών και μόνο 13 κάτω των 20, εγκαινίασε το 2020, εν μέσω καραντίνας, ένα τριετές σχέδιο για την αντιμετώπιση της ερήμωσής του, επιχορηγώντας με 8.000 ευρώ ετησίως όποιον εγκαθίσταται σε αυτό. Κάθε νεοφυής επιχείρηση (ψηφιακή βεβαίως) που «στήνεται» στο χωριό επιχορηγείται με 20.000 ευρώ. Επίσης, υπάρχει μέριμνα ώστε οι νέοι κάτοικοι του χωριού να βρουν στέγη σε πλήρως ανακαινισμένα παραδοσιακά σπίτια του χωριού «έναντι συμβολικού τιμήματος».