Τριπλή ανάσα για επαγγελματίες και επιτηδευματίες που πιάνονται στην τσιμπίδα του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος ετοιμάζει το υπουργείο Οικονομικών, διατηρώντας, από τη μια, τη βασική φιλοσοφία του μέτρου, όπως άλλωστε είχε δηλώσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης λίγες ημέρες μετά τις ευρωεκλογές, και βγάζοντας από την άλλη, με τις σημειακές αλλαγές που πρόκειται να γίνουν, από το κάδρο των τεκμηρίων χιλιάδες που σήμερα επιβαρύνονται με πρόσθετους φόρους ενώ δεν θα έπρεπε.
Σύμφωνα με αποκλειστικές πληροφορίες του «Βήματος της Κυριακής», το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης αναμένει την ολοκλήρωση υποβολής των εφετινών φορολογικών δηλώσεων ώστε στη συνέχεια να επεξεργαστεί όλες τις προτάσεις που βρίσκονται στο τραπέζι και να λάβει τις τελικές αποφάσεις για το εύρος των αλλαγών-διορθώσεων που πρόκειται να γίνουν.
Ωστόσο, ορισμένες βασικές αλλαγές φαίνεται να έχουν ήδη κλειδώσει γιατί, όπως δηλώνουν αρμοδίως, «βασίζονται στην κοινή λογική».
Οι προτάσεις αλλαγών
Τρεις είναι οι βασικές προτάσεις αλλαγών που σύμφωνα με «Το Βήμα της Κυριακής» πρόκειται να υιοθετήσει η κυβέρνηση για να περιοριστούν οι αντιδράσεις που δέχεται από τους επαγγελματίες και που μεταφέρθηκαν πρόσφατα και στην κάλπη των ευρωεκλογών με τις σημαντικές απώλειες ψήφων που κατέγραψε η Νέα Δημοκρατία.
1. Η πρώτη είναι να «παγώσουν» οι αυξήσεις που προβλέπεται να συμβούν στο ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα λόγω αναπροσαρμογής του κατώτατου μισθού. Ουσιαστικά, η αύξηση του κατώτατου μισθού που θα συμβεί εφέτος και τα επόμενα χρόνια για να φτάσει στα 950 ευρώ – που είναι κυβερνητική δέσμευση – να μη μετακυλιστεί στο ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα. Πρόκειται για μια συνολική αύξηση της τάξης του 14,5%.
Το ελάχιστο εισόδημα των 10.920 ευρώ, που εφαρμόζεται στα εισοδήματα του 2023, έχει προκύψει από το ύψος του κατώτατου μισθού που ίσχυε πέρυσι, δηλαδή τα 780 ευρώ, επί 14 μισθούς που λαμβάνουν οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.
Αν δεν «παγώσει» η αύξηση για τα εφετινά εισοδήματα, τότε για το 2024 το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα θα ανέβει στις 11.620 ευρώ, δηλαδή ο πρόσθετος φόρος που θα πληρώσουν όσοι δηλώνουν καθαρά κέρδη κάτω από το ποσό αυτό είναι 154 ευρώ, ενώ μέχρι το 2027, που θα ολοκληρωθεί η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ, το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα θα ανέβει στις 13.500 ευρώ και η πρόσθετη φορολογική επιβάρυνση κατά 523 ευρώ.
2. Η δεύτερη πολύ σημαντική παρέμβαση είναι για τον καθορισμό του ελάχιστου τεκμαρτού εισοδήματος να λαμβάνονται υπ’ όψιν τα οικογενειακά εισοδήματα των ελεύθερων επαγγελματιών, κάτι που δεν ισχύει σήμερα.
Για παράδειγμα, στην περίπτωση παντρεμένου ζευγαριού, αν ο ένας έχει π.χ. ετήσια εισοδήματα 20.000 ευρώ, είτε αυτά προέρχονται από μισθωτή εργασία είτε από ελευθέριο επάγγελμα, και ο άλλος σύζυγος, αντί να εμφανίζει ελάχιστο εισόδημα 10.920, εμφανίζει 5.000 ευρώ, να μπορεί ο ένας σύζυγος να καλύψει ουσιαστικά τη διαφορά του λιγότερου εισοδήματος από τα δικά του.
Να λειτουργήσει, δηλαδή, κατά κάποιο τρόπο το σύστημα που εφαρμόζεται σήμερα για την κάλυψη των τεκμηρίων διαβίωσης, όπου ο ένας σύζυγος μπορεί να έχει στην κατοχή ένα αυτοκίνητο αλλά να φαίνεται ότι το συντηρεί ο άλλος σύζυγος. Ομως, αν τα εισοδήματα του ενός συζύγου καλύπτουν άλλα τεκμήρια διαβίωσης (σπίτια, αυτοκίνητα, σκάφη αναψυχής κ.λπ.) και δεν περισσεύουν για να απορροφήσουν τη διαφορά του ελάχιστου εισοδήματος του άλλου συζύγου, τότε είναι πιθανόν το ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα του άλλου συζύγου που είναι επαγγελματίας να μην καλύπτεται και να επιβαρυνθεί με πρόσθετο φόρο.
3. Η τρίτη καθοριστική παρέμβαση είναι να μη συνυπολογίζονται μόνο τα εισοδήματα που πιθανόν έχει από μισθωτές υπηρεσίες, από συντάξεις ή ακόμη από αγροτικές δραστηριότητες, αλλά να λαμβάνονται υπ’ όψιν για την κάλυψη του ελάχιστου εισοδήματος και τα εισοδήματα από ενοίκια, από τόκους καταθέσεων, υπεραξίες από μετοχές, ομόλογα κ.λπ.
Ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης, δύο ημέρες μετά τις εκλογές, για το ενδεχόμενο να υπάρξουν αλλαγές στη φορολογία των ελεύθερων επαγγελματιών είχε δηλώσει, μεταξύ άλλων, ότι «η φορολογία δεν είναι κάτι στατικό, δεν υπάρχει σύστημα που θα ισχύει για δεκαετίες. Τα πράγματα εξελίσσονται, οι πρωτοβουλίες για ψηφιακές συναλλαγές προχωρούν και το σύστημα αυτό δεν θα μείνει για πάντα».
Φαίνεται, λοιπόν, ότι για τα εισοδήματα που αποκτούν εφέτος οι ελεύθεροι επαγγελματίες θα φορολογηθούν το 2025, όταν θα υποβάλουν τις φορολογικές τους δηλώσεις, όπου ναι μεν θα φορολογηθούν με ένα ελάχιστο τεκμαρτό εισόδημα αλλά θα μπορούν πολύ πιο εύκολα να το καλύψουν σε σύγκριση με ό,τι ισχύει για τα εισοδήματα του 2023 που δηλώνονται εφέτος.
Πάντως, ήδη στο γραφείο του νέου υφυπουργού Οικονομικών Χρίστου Δήμα στην Καραγεώργη Σερβίας καταφθάνουν καθημερινά πολλά αιτήματα-προτάσεις αλλαγών από επαγγελματίες αλλά και αρμόδιους φορείς ώστε το νέο σύστημα να γίνει πιο δίκαιο για όσους δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα, αλλά ταυτόχρονα να μην αφήνει περιθώρια σε όσους φοροδιαφεύγουν να γλιτώνουν από την τσιμπίδα της Εφορίας εις βάρος των υπολοίπων, πολλών σε αριθμό.
Αξίζει, ωστόσο, να τονιστεί ότι τους επόμενους μήνες περιμένουν στο υπουργείο Οικονομικών την απόφαση του ΣτΕ, η οποία και αυτή θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις όποιες αποφάσεις.
Τι ισχύει
Η ελάχιστη αμοιβή
Το ύψος του ελάχιστου εισοδήματος προσαυξάνεται ανάλογα με τα χρόνια της επαγγελματικής δραστηριότητας, το σύνολο της μισθοδοσίας και το ύψος του τζίρου της επιχείρησης με ανώτατο ποσό τις 50.000 ευρώ, ενώ προβλέπονται απαλλαγές, μειώσεις αλλά και εξαιρέσεις από τον νέο τρόπο φορολογίας για συγκεκριμένες κατηγορίες επαγγελματιών.
Ειδικότερα, η ετήσια ελάχιστη αμοιβή επαγγελματιών για τα πρώτα 3 χρόνια δραστηριότητας είναι μηδενική, όμως για το 4ο έτος εργασίας καθορίζεται στις 3.603 ευρώ (φόρος 324 ευρώ), για το 5ο έτος εργασίας στις 7.316 ευρώ (φόρος 658 ευρώ), για το 6 έτος εργασίας στις 10.920 ευρώ (φόρος 1.102 ευρώ), από 7 έως 9 έτη εργασίας στις 12.012 ευρώ (φόρος 1.342 ευρώ), 10 έως 12 εργασίας στις 13.104 ευρώ (φόρος 1.582 ευρώ) και για πάνω από 12 έτη εργασίας στις 14.196 ευρώ (φόρος 1.823 ευρώ).
Ακόμη, εφαρμόζεται συντελεστής προσαύξησης 5% στην ελάχιστη αμοιβή, που υπολογίζεται επί της διαφοράς του υψηλότερου τζίρου που δηλώνει ο επαγγελματίας σε σύγκριση με τον μέσο όρο που αφορά τον ΚΑΔ που είναι ενταγμένος.