Η κυβέρνηση μετράει και ξαναμετράει τους διαθέσιμους πόρους προκειμένου να υπηρετήσει την επαγγελία της για αύξηση των εισοδημάτων το 2025, ψάχνει τρόπους να στηρίξει κυρίως τις πολυπληθείς χειμαζόμενες ζώνες των μισθωτών και των συνταξιούχων και μαζί να περιορίσει το βάρος της συσσωρευμένης ακρίβειας των τελευταίων τριών ετών, αλλά πραγματικά νιώθει πως οι δυνατότητες είναι περιορισμένες.
Στο προπαρασκευαστικό της Διεθνούς Εκθεσης Θεσσαλονίκης Υπουργικό Συμβούλιο της περασμένης εβδομάδας έγιναν διεξοδικές συζητήσεις για τις δύσκολες «γραμμές» της καθημερινότητας, για τις αναπτυξιακές προοπτικές, για τις προσδοκίες που ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης θέλει να αναγεννήσει και για την αντιμετώπιση βεβαίως των δυσμενών εντυπώσεων που αφήνει πίσω της η κυβερνητική δραστηριότητα, καθώς πλέον μετρούν πέντε χρόνια συνεχούς και αδιατάρακτης διακυβέρνησης και οι ανοχές τελειώνουν, οι αναμονές εκνευρίζουν και οι απαιτήσεις διογκώνονται.
Οι αυξήσεις στις αμοιβές δεσμεύονται από τον στόχο διατήρησης της ανταγωνιστικότητας και η ύψωση των συντάξεων προσκρούει στα στενά δημοσιονομικά όρια και στη δυσμενή δημογραφία που απαιτεί σοβαρές πρόνοιες για τη βιωσιμότητα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης στο μέλλον.
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι το λεγόμενο «αφανές χρέος» του ασφαλιστικού συστήματος, αυτό που προκύπτει από τις υποχρεώσεις του σε βάθος χρόνου, προσεγγίζει το 60% του ΑΕΠ
Στο 15,5% του ΑΕΠ η συνταξιοδοτική δαπάνη
Ως εκ τούτου, τίποτε εντυπωσιακό δεν μπορεί να αναμένει κανείς, πέραν κάποιων διορθώσεων στην περιοχή του πληθωρισμού ή έστω λίγο πάνω από αυτή. Οπως επισημαίνουν διαπρεπείς οικονομολόγοι, οι τρέχουσες συνταξιοδοτικές δαπάνες, παρά τα πολλά περιοριστικά μέτρα των τελευταίων ετών, διατηρούνται σε υψηλά επίπεδα, κοντά στο 15,5% του ΑΕΠ, και επιπλέον επισημαίνουν ότι το λεγόμενο «αφανές χρέος» του ασφαλιστικού συστήματος, αυτό που προκύπτει από τις υποχρεώσεις του σε βάθος χρόνου, προσεγγίζει το 60% του ΑΕΠ.
Ορισμένοι μάλιστα δεν κρύβουν ότι ανησυχούν, προβλέποντας ότι βάσει των επικρατουσών δημογραφικών συνθηκών τα τελευταία χρόνια και με δεδομένη την επιτάχυνση της γήρανσης του πληθυσμού το ασφαλιστικό ζήτημα θα επανέλθει και πάλι οξύ σε σχετικά σύντομο χρόνο.
Κάποιοι μάλιστα εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί εντός της τρέχουσας δεκαετίας μέχρι το 2035, εξαιτίας της αναμενόμενης μαζικής συνταξιοδότησης των εναπομεινάντων Baby Boomers, εκείνων που γεννήθηκαν μετά το 1960. «Το ασφαλιστικό πρόβλημα θα το ξαναδούμε σύντομα μπροστά μας» λένε χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας ότι πέραν της αναμενόμενης αύξησης του αριθμού των συνταξιούχων θα ανακύψει και ζήτημα επάρκειας των ασφαλιστικών εισφορών λόγω της ένταξης περιορισμένου αριθμού εργαζομένων στο ασφαλιστικό σύστημα.
Ο αρμόδιος υφυπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης Πάνος Τσακλόγλου απορρίπτει το ενδεχόμενο μιας επερχόμενης νέας ασφαλιστικής κρίσης στα προσεχή δέκα χρόνια, υπό τον όρο βεβαίως ότι δεν θα υπονομευθούν τα υπάρχοντα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Και το υπογραμμίζει προφανώς επειδή ήδη ασκούνται πιέσεις από διάφορες ομάδες για άμβλυνση υφιστάμενων κανόνων.
Εξηγεί δε ότι ιδιαιτέρως δεν πρέπει να καταστρατηγηθεί το ηλικιακό όριο των 62 ετών με 40 χρόνια εργασίας, ούτε το αντίστοιχο της πρόωρης συνταξιοδότησης. Κατά τα λοιπά υποβαθμίζει την επίδραση και το βάρος της επερχόμενης μαζικής συνταξιοδότησης των Βaby Boomers εξηγώντας ότι δεν είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός επειδή στην Ελλάδα δεν κατεγράφη μαζική είσοδος στην αγορά εργασίας όπως συνέβη στις ΗΠΑ. Και αυτό επειδή στη δεκαετία του ’60, παρά τις έντονα αναπτυξιακές συνθήκες, υπήρξαν μαζικά κύματα μετανάστευσης.
Μια «θετική» ευρωπαϊκή έκθεση
Επιπλέον ο κ. Τσακλόγλου επικαλείται την ευρωπαϊκή έκθεση γήρανσης και τις εκεί καταχωρημένες αναλογιστικές μελέτες που θέλουν το ελληνικό ασφαλιστικό σύστημα ανθεκτικό στις επόμενες δεκαετίες, υπό τον όρο πάντα ότι δεν θα θιγούν οι υφιστάμενοι κανόνες. Αναγνωρίζει ότι το βάρος «αφανούς χρέους» της κοινωνικής ασφάλισης είναι μεγάλο αλλά επιμένει ότι οι προβλέψεις, βάσει και των αναπτυξιακών προοπτικών της χώρας, φέρουν τις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης να βαίνουν μειούμενες ως ποσοστό του ΑΕΠ από 15,5% σήμερα στο 11,5% τα επόμενα χρόνια.
Παρά ταύτα δεν καθησυχάζει, και στα πολλά ερωτήματα που τίθενται για την πιθανολογούμενη απομείωση των εισφορών και κατ’ επέκταση των διαθέσιμων πόρων του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης απαντά ότι ήδη τρέχουν συγκεκριμένες πολιτικές, ικανές να καλύψουν ενδεχόμενη εμφάνιση του προβλήματος.
Αναφέρει χαρακτηριστικά ότι το υπουργείο Εργασίας εφαρμόζει μέτρα που ευνοούν τη μαζική ένταξη των γυναικών στην εργασία, όπως την ανάπτυξη βρεφονηπιακών σταθμών σε όλη τη χώρα ώστε να αρθεί ένας κρίσιμος παράγοντας που περιορίζει τις δυνατότητες απασχόλησης των νέων μητέρων. Το πρόγραμμα αυτό θα ενισχυθεί προσεχώς και όπως διευκρινίζει θα περιλαμβάνεται στις ανακοινώσεις του Πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη.
Επίσης για την ταχύτερη και ευχερέστερη είσοδο των νέων στην αγορά εργασίας «τρέχουν» σε ευρεία κλίμακα προγράμματα κατάρτισης και ειδίκευσης νέων εργαζομένων που χρηματοδοτούνται από το Ταμείο Ανάκαμψης. Ακόμη, αποδίδει εξαιρετική σημασία στην άρση των εμποδίων απασχόλησης εκείνων που λαμβάνουν αναπηρικές συντάξεις. Η μέχρι πρότινος απαγόρευση απασχόλησης όσων λαμβάνουν αναπηρική σύνταξη έχει πλέον αρθεί και προσεχώς με νέα νομοθετική ρύθμιση θα διευκολυνθούν έτι περαιτέρω με την αναγνώριση των εισφορών από την πρόσθετη εργασία μετά την αναπηρική στην προσαρμογή της σύνταξης.
Υπενθυμίζει επιπλέον ότι ήδη αποδίδει η επανεισαγωγή ικανών ηλικιωμένων στην αγορά εργασίας μετά την κατάργηση των περικοπών της σύνταξης στους εργαζόμενους συνταξιούχους. Ηδη δηλώνουν εργαζόμενοι περίπου 250.000 συνταξιούχοι και όσο και αν η εικόνα φαντάζει σπουδαία από το πλήθος των συνταξιούχων αγροτών που δήλωσαν μαζικά ότι συνεχίζουν να εργάζονται, το μέτρο κρίνεται επιτυχές και αναζητούνται τρόποι και μέτρα που θα ευνοούν την επανένταξη συνταξιούχων στην αγορά εργασίας.
Οι προτάσεις για εισαγωγή 200.000 εργαζομένων
Ωστόσο παρά τις εξηγήσεις του κ. Τσακλόγλου, δεν είναι λίγοι οι οικονομολόγοι που επιμένουν ότι το ασφαλιστικό σύστημα θα χρειαστεί προσεχώς περισσότερες εισφορές για να ανταποκριθεί με επάρκεια στις υποχρεώσεις του.
Σημειώνουν χαρακτηριστικά ότι τη λύση μπορεί να δώσει μόνο η εισαγωγή 200.000 εργαζομένων που αυτή τη στιγμή λείπουν από τις κατασκευές, τον αγροτικό και τον τουριστικό τομέα.
Υπό τον όρο βεβαίως, όπως λένε και αυτοί, ότι θα ενταχθούν κατ’ επίσημο τρόπο στην αγορά εργασίας και στο κοινωνικο-ασφαλιστικό μας σύστημα, θα απολαμβάνουν αξιοπρεπείς αμοιβές και θα πληρώνουν τις αναλογούσες εισφορές, για να μην περιπέσουν στην παραβατικότητα και στην εγκληματικότητα που εγείρουν ζητήματα ασφάλειας στην κοινωνία.