Η επιτάχυνση των ρυθμών πιστωτικής επέκτασης στη λιανική τραπεζική αποτελεί κεντρικό στοίχημα των πιστωτικών ιδρυμάτων για τα επόμενα χρόνια. Υστερα από μία 15ετία συνεχούς υποχώρησης των υπολοίπων στη στεγαστική πίστη, οι διοικήσεις τους εκτιμούν ότι από το 2025 οι τάσεις θα αντιστραφούν, προσφέροντας μια πρόσθετη πηγή επιτοκιακού εισοδήματος, μια και μέχρι σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της νέας παραγωγής δανείων προέρχεται από τις επιχειρήσεις. Οπως αναφέρει αναλυτής που παρακολουθεί τον κλάδο, τόσο στα τρέχοντα business plans της περιόδου 2024-2026 όσο και στις προβλέψεις για την τριετία 2025-2027, που θα παρουσιάσουν οι τραπεζικές διοικήσεις στις αρχές της επόμενης χρονιάς, η ενίσχυση των πιστώσεων προς νοικοκυριά για τη χρηματοδότηση βασικών τους αναγκών, όπως είναι η αγορά κατοικίας, θα αποτελεί προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων για την κερδοφορία.
Το έναυσμα
Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, το έναυσμα για την επιστροφή των συγκεκριμένων χορηγήσεων στο επίκεντρο των τραπεζικών εργασιών τους θα δώσει η ενεργοποίηση του νέου κρατικού προγράμματος «Σπίτι Μου», το οποίο θα απευθύνεται και σε μεγαλύτερους ηλικιακά υποψηφίους, έως 50 ετών, έναντι του ορίου των 39 ετών που ίσχυσε κατά τον πρώτο κύκλο της δράσης. Με τον τρόπο αυτόν υπολογίζεται ότι περίπου 30.000 νοικοκυριά που πληρούν συγκεκριμένα εισοδηματικά και περιουσιακά κριτήρια θα λάβουν φθηνή χρηματοδότηση, ενδεχομένως άτοκη κατά 75%, για να αποκτήσουν το δικό τους σπίτι.
Προς το παρόν, πάντως, η αγορά των στεγαστικών δανείων παραμένει αδύναμη. Και αυτό διότι το μεγαλύτερο μέρος των συναλλαγών στην κτηματαγορά, περί το 70%, γίνεται με μετρητά. Αν και οι νέες εκταμιεύσεις ενισχύθηκαν σταδιακά από το 2016, καθώς το μακροοικονομικό περιβάλλον βελτιώθηκε, η εμπιστοσύνη ανέκαμψε και οι τράπεζες εξυγιάνθηκαν μετά την περιπέτεια του 2015, οι επιδόσεις παραμένουν σε πολύ μεγάλη απόσταση από τη δεκαετία του 2000.
Αντιστροφή τάσεων
Εξάλλου, η δυναμική που είχε αναπτυχθεί ανακόπηκε το 2022 λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής και της ανόδου των επιτοκίων στα υψηλότερα επίπεδα από τη δημιουργία της ευρωζώνης. Η εκ νέου αντιστροφή των τάσεων, εκτιμούν τραπεζικά στελέχη, προϋποθέτει τη διατήρηση των ρυθμών ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας πάνω από το 2%, αλλά και την αποκλιμάκωση του κόστους χρήματος. Οπως εξηγούν, «η μείωση των παρεμβατικών δεικτών της ΕΚΤ, που έχει ήδη ξεκινήσει, αλλά και η περαιτέρω βελτίωση της βαθμολογίας των ελληνικών τραπεζών από τους διεθνείς οίκους αξιολόγησης θα επιτρέψουν την παροχή φθηνότερων χορηγήσεων προς την πραγματική οικονομία». Εκτιμούν πως οι δύο αυτές συνθήκες θα ικανοποιηθούν μέσα στην ερχόμενη χρονιά, ανοίγοντας τον δρόμο για την αύξηση των χρηματοδοτήσεων προς τα νοικοκυριά. Οι δείκτες ρευστότητας και κεφαλαίου, άλλωστε, επιτρέπουν το περαιτέρω άνοιγμα της κάνουλας, η οποία προς το παρόν έχει επιτευχθεί μόνο στην επιχειρηματική πίστη.
Η στρατηγική
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τα πιστωτικά ιδρύματα κάθονται με σταυρωμένα χέρια μέχρι να υποχωρήσει το κόστος χρήματος. Από τη μία πλευρά, προχωρούν συνεχώς τους τελευταίους μήνες σε μειώσεις των επιτοκίων που προσφέρουν στα δάνεια, τόσο στα στεγαστικά όσο και στα καταναλωτικά. Οι προσφορές τους προβλέπουν επίσης απαλλαγή από τα έξοδα του αιτήματος ή και επιβράβευση μέσω των συστημάτων ανταμοιβής καρτών.
Από την άλλη, επιχειρούν να προσεγγίσουν όσους επιμένουν να χρησιμοποιούν τις καταθέσεις τους για τη χρηματοδότηση των αναγκών τους. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουν λανσάρει προνομιακά δανειακά προγράμματα με ενέχυρο μετρητά, τα οποία εξασφαλίζουν πολύ χαμηλό κόστος. Μέσω αυτών οι δανειολήπτες, διατηρώντας ανέπαφη την κινητή τους περιουσία, λαμβάνουν πολύ φθηνή ρευστότητα για οποιονδήποτε σκοπό.
Το πλεονέκτημα
Για παράδειγμα, πρόσφατα συστημικός όμιλος λάνσαρε στεγαστικό δάνειο χωρίς προσημείωση ακινήτου, αλλά με εγγύηση καταθέσεων. Το πλεονέκτημά του είναι ότι τα χρήματα του δανειολήπτη κατά την περίοδο της δέσμευσής τους τοκίζονται, αποφέροντας ένα ετήσιο εισόδημα, ενώ η διαδικασία της δανειοδότησης ολοκληρώνεται ταχύτερα και με μικρότερο κόστος καθώς αποφεύγεται η προσημείωση ακινήτου. Καλύπτεται με τον τρόπο αυτόν ένα σημαντικό ποσοστό του κόστους χρηματοδότησης και η συνολική περιουσία του πελάτη αυξάνεται.
Παράλληλα, οι τράπεζες έχουν λανσάρει προνομιακά προγράμματα και στην καταναλωτική πίστη με εξασφάλιση μετρητά ή ακίνητα. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η πρόσφατη δημιουργία ενός νέου δανείου από μεγάλη τράπεζα με σταθερό επιτόκιο 4,5% για το σύνολο της διάρκειας εξόφλησης για ποσά έως 100.000 ευρώ.