Σύμφωνα με τις δηλώσεις και των αξιωματούχων των θεσμών, την 20ή Αυγούστου 2018 ολοκληρώθηκε με επιτυχία το τρίτο και τελευταίο πρόγραμμα «διάσωσης» της Ελλάδας, που σηματοδοτεί την έξοδο από το καθεστώς επιτροπείας, των υπεροκταετούς διάρκειας μνημονίων, για την αντιμετώπιση της πρωτοφανούς σε ένταση και διάρκεια κρίσης του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου, της ελλειμματικής παραγωγής και παραγωγικότητας και της επί σειρά ετών διευρυνόμενης ζήτησης με δανειακά κεφάλαια και κοινοτικές εισροές, σε πλήρη αναντιστοιχία με τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας.
Ο συνδυασμός της δυσανάλογα των παραγωγικών δυνατοτήτων υψηλής κατανάλωσης με τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα, την αναποτελεσματικότητα του δημόσιου τομέα και την ανάπτυξη μηχανισμών διαπλοκής, που εξέθρεψαν τη διεύρυνση της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς, είχε ως συνέπεια αφενός μεν την ανεξέλεγκτη ανάπτυξη των «δίδυμων ελλειμμάτων», που τελικά υπολογίστηκαν στο απίστευτο μέγεθος του 15,1% του ΑΕΠ, όσον αφορά το έλλειμμα της Γενικής Κυβέρνησης το 2009 και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών το 2008, αφετέρου δε την εκτόξευση του χρέους της Γενικής Κυβέρνησης στα απαγορευτικά επίπεδα, για τη δεδομένη δομή του παραγωγικού συστήματος, του 146,2% του ΑΕΠ το 2010.
Θα πρέπει να επισημανθεί ότι παρά τη διάθεση 73 δισ. ευρώ στο πλαίσιο του πρώτου προγράμματος «διάσωσης» τα μεν «δίδυμα ελλείμματα» διατηρήθηκαν ιδιαίτερα υψηλά, το δε χρέος της Γενικής Κυβέρνησης αυξήθηκε στο 172,1% του ΑΕΠ, αναδεικνύοντας αφενός μεν την οξύτητα του δομικού προβλήματος και των εγγενών αδυναμιών του ελληνικού παραγωγικού συστήματος, αφετέρου δε το έλλειμμα γνώσης και εμπειρίας των μηχανισμών της ευρωζώνης για τον σχεδιασμό και υποστήριξη προγραμμάτων διάσωσης (Κλάους Ρέγκλινγκ, Αύγουστος 2018), τα λάθη στις εκτιμήσεις του έμπειρου ΔΝΤ (Ολιβιέ Μπλανσάρ, 2013), κύρια δε την επιλογή της ευρωζώνης για την κατά προτεραιότητα διάσωση των τραπεζών (Γερούν Ντάισελμπλουμ, 2017).
Το τίμημα της διάσωσης του εγχώριου και του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και της επίτευξης του κεντρικού στόχου εξάλειψης των «δίδυμων ελλειμμάτων» με σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων, αποδείχθηκε ιδιαίτερα δαπανηρό για τους θεσμούς, αφού διέθεσαν το πρωτοφανές στα παγκόσμια χρονικά ποσό των 288,7 δισ. ευρώ, και οδυνηρό για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, αφού με τις επιλογές και τις ιδεοληψίες των προγραμμάτων δεν αντιμετωπίστηκαν αποτελεσματικά τα μακροχρόνια δομικά προβλήματα και κυρίως οι σημαντικές παθογένειες του ελληνικού συστήματος που παραμένουν προς επίλυση, αλλά – το πλέον σημαντικό – είχαν καταστροφικές συνέπειες τόσο για τον κοινωνικό ιστό, που ουσιαστικά αποδιαρθρώθηκε, όσο και για το παραγωγικό σύστημα, δεδομένου ότι η εξυγίανση των παραγωγικών δομών περιορίστηκε στην καταστροφή του «παλαιού» χωρίς καν τη δρομολόγηση της δημιουργίας του «νέου».
Τελικά με την ολοκλήρωση των προγραμμάτων «διάσωσης» διαπιστώνεται: συρρίκνωση του ΑΕΠ κατά 25%, διατήρηση της ανεργίας περί το 20%, παρά τη σταθεροποίηση της καθοδικής πορείας τα τελευταία χρόνια, αναγκαστική μετανάστευση περί τις 500.000 νέων με υψηλό μορφωτικό επίπεδο και εξειδίκευση, διακοπή της λειτουργίας 300.000 εταιρειών, με απώλεια 850.000 θέσεων εργασίας, ουσιαστική διακοπή της τραπεζικής χρηματοδότησης των επιχειρήσεων, εκτόξευση των «κόκκινων» δανείων στα 62 δισ. ευρώ και διαρκής αύξηση των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών. Τα ανωτέρω «επιτεύγματα» διαμορφώνουν τον μνημονιακό λογαριασμό που συμπληρώνεται με τη σημαντική μείωση αποταμιεύσεων και με την απώλεια αξίας περιουσιακών στοιχείων 570 δισ. δολάρια της μεσαίας τάξης, την απώλεια αξιών 150 δισ. ευρώ στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών και – το κυριότερο – τη διατήρηση του χρέους σε ιστορικό υψηλό 178,6% του ΑΕΠ και σε απόλυτο μέγεθος στα 317,407 δισ. ευρώ το 2017, και μάλιστα παρά το «κούρεμα» του 2012, την επιστροφή στην παραγωγή πρωτογενών πλεονασμάτων και τα μέτρα διευθέτησης του χρέους που συμφωνήθηκαν τα τελευταία δύο χρόνια.
Επιπροσθέτως και παρά την υλοποίηση σειράς διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο των μνημονιακών υποχρεώσεων, διατηρήθηκε το μη ανταγωνιστικό επενδυτικό και επιχειρησιακό περιβάλλον, όπως αποτυπώνεται στους δείκτες ανταγωνιστικότητας και προσέλκυσης επενδύσεων, ενώ επιβεβαιώνεται και η απελπιστική υστέρηση στους δείκτες Καινοτομίας και Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας.
Πλην όμως, ο σύγχρονος κόσμος της οικονομίας της γνώσης διανύει σήμερα την περίοδο μετάβασης στη μεταψηφιακή εποχή. Με την ολοκλήρωση της ιστορικής περιόδου των τελευταίων τριάντα ετών, τη διεύρυνση και κυριαρχία της παγκοσμιοποίησης, την αυτοματοποίηση και την ψηφιακή τεχνολογία, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τις νέες προκλήσεις του συντελούμενου μετασχηματισμού της παγκόσμιας οικονομίας.
Προϋπόθεση όµως για την ενεργό συµµετοχή της χώρας στο υπό διαμόρφωση σύγχρονο παραγωγικό σύστημα αποτελούν: πρωταρχικά οι συνθήκες πολιτικής σταθερότητας και η προσήλωση στην υλοποίηση μιας σειράς περαιτέρω μεταρρυθμίσεων στο διοικητικό, φορολογικό και κανονιστικό πλαίσιο, αναγκαίων για την επιτυχή έξοδο στις αγορές, η προώθηση της καινοτομίας και του ψηφιακού μετασχηματισμού της οικονομίας, που εκτιμάται ότι θα ενισχύσει το ΑΕΠ έως 4% κατ’ ελάχιστο και θα δημιουργήσει επιπλέον περί τις 50.000 νέες θέσεις εργασίας υψηλής εξειδίκευσης, και τέλος η κατά προτεραιότητα κάλυψη του επενδυτικού κενού το οποίο δημιουργήθηκε την περίοδο των μνημονίων και υπολογίζεται σε περίπου 100 δισ. ευρώ.
Ο προγραμματισμός και η υλοποίηση των εν λόγω επενδύσεων, σε επιλεγμένους εξωστρεφείς και ανταγωνιστικούς κλάδους, αφενός μεν θα ενισχύσουν τη δυνατότητα διατήρησης αυξημένων πλεονασμάτων, αφετέρου δε θα επιταχύνουν τον αναγκαίο εκσυγχρονιστικό μετασχηματισμό των παραγωγικών δομών και τη σύγκλιση με τις λοιπές ευρωπαϊκές οικονομίες. Επιπλέον δε, θα συμβάλουν στην επούλωση των πληγών της κρίσης και των τραυμάτων της μακροχρόνιας λιτότητας, αφού εκτιμάται ότι θα δημιουργηθούν 200.000-250.000 θέσεις εργασίας και ετήσιο προϊόν 15-20 δισ. ευρώ.
Ο κ. Ευστάθιος Τσοτσορός είναι εκτελεστικός πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Ελληνικά Πετρέλαια.