Με ήπια κέρδη, περίπου 12%, απόρροια κυρίως των πρωτογενών και δευτερογενών προσφορών μετοχών, που κυμάνθηκαν στα 5 δισ. ευρώ, κλείνει το 2024 το Χρηματιστήριο της Αθήνας υποαποδίδοντας σε σχέση με τις μετοχές παγκοσμίως (+20% ο δείκτης MSCI World) όπου κυριάρχησαν οι αγορές των ΗΠΑ, υπεραποδίδοντας όμως σε μέσα επίπεδα των ευρωπαϊκών (+7,2% ο δείκτης STOXX Europe 600) και των αναδυομένων αγορών (+6,8% ο δείκτης MSCI ΕΜ).
Παράλληλα, ο δείκτης των ελληνικών κρατικών ομολόγων με κέρδη άνω του 5% σημείωσε το 2024 τη δεύτερη μεγαλύτερη συνολική απόδοση (μετά την Ιταλία) ανάμεσα στις χώρες της ευρωζώνης, με το περιθώριο (spread) των 10ετών ομολόγων σε σχέση με τα αντίστοιχα γερμανικά ομόλογα αναφοράς να υποχωρεί μάλιστα τον Δεκέμβριο ως τις 78 μονάδες βάσης, επίπεδο που συνιστά χαμηλό από το 2008.
Καθώς οσονούπω ανατέλλει η νέα χρονιά, εκτιμάται πως τα μεγάλα στοιχήματα της ελληνικής αγοράς ομολόγων και μετοχών για το 2025 έχουν να κάνουν με τα εξής:
1 Το ελληνικό χρηματιστήριο αναμένεται να μπει σε τροχιά αναβάθμισης από τις αναδυόμενες στις ανεπτυγμένες αγορές. Ηδη οι πάροχοι δεικτών FTSE Russell και S&Ρ DJI έχουν εντάξει την ελληνική αγορά σε watch list για μετάταξη στις ανεπτυγμένες αγορές, με την πρώτη να αναμένεται να ανακοινώσει τον προσεχή Μάρτιο το χρονοδιάγραμμα της πιθανής αναβάθμισης, ενώ η δεύτερη ανακοινώνει αντίστοιχες κινήσεις Ιούλιο – Αύγουστο.
Παράλληλα η STOXX ανακοινώνει τις προθέσεις της για πιθανή ένταξη σε watch list τον Απρίλιο, όπως και η MSCI τον Ιούλιο – Αύγουστο, που είναι και ο μεγαλύτερος πάροχος δεικτών που ακολουθούνται από το 70% των παθητικών κεφαλαίων παγκοσμίως.
Κεφάλαια
Τα δεδομένα δείχνουν πως για μια περίοδο 2 ετών το ελληνικό χρηματιστήριο θα βρίσκεται τόσο στις αναδυόμενες όσο και στις ανεπτυγμένες αγορές, ενώ σε κάθε περίπτωση η τελική αναβάθμιση σε ανεπτυγμένη αγορά, ανεξάρτητα από τις βραχυχρόνιες ροές κεφαλαίων, μακροπρόθεσμα, μόνο θετική μπορεί να είναι για την ελληνική αγορά αφού τα δυνητικά κεφάλαια που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στις ελληνικές μετοχές είναι πολλαπλάσια. Παράλληλα, δεν είναι δυνατόν η Ελλάδα μέρος της ευρωζώνης να μην επανακτήσει το status ανεπτυγμένης αγοράς.
Το ελληνικό χρηματιστήριο βρισκόταν πάντως για 12 χρόνια στις ανεπτυγμένες αγορές, προτού υποβαθμιστεί τον Νοέμβριο του 2013 και από τους δύο σημαντικότερους δείκτες που παρακολουθούν οι παγκόσμιοι επενδυτές, τον MSCI και τον FTSE Russel, κάτι που αποτέλεσε κακό προηγούμενο, αφού κανένα άλλο χρηματιστήριο ενταγμένο στις ανεπτυγμένες αγορές δεν έχασε αυτό το στάτους. Με την επερχόμενη ανάκτηση του στάτους της ανεπτυγμένης αγοράς, οι ελληνικές μετοχές θα μπορούσαν δυνητικά να βρεθούν στο ραντάρ διεθνών μακροπρόθεσμων funds με συνολικό ενεργητικό 14 τρισ. δολ.
Δυνατότητες
Ο Cesar Ramirez της MSCI σε πρόσφατο επενδυτικό συνέδριο της Capital Link στη Ν. Υόρκη ανέφερε σε διεθνείς επενδυτές πως την τελευταία δεκαετία η ελληνική αγορά μετοχών έχει σημειώσει πρόοδο σε μέγεθος, ρευστότητα και προσβασιμότητα, δείχνοντας τις δυνατότητές της να ευθυγραμμιστεί πιο στενά με τα παγκόσμια πρότυπα.
Αναφορικά με την ταξινόμηση της αγοράς, τόνισε τη δέσμευση της MSCI να αντικατοπτρίζει με ακρίβεια την εξέλιξη της ελληνικής αγοράς μέσω των δεικτών της, ενώ τόνισε τα βήματα για την αντιμετώπιση της προσβασιμότητας στην αγορά, συμπεριλαμβανομένων των βελτιώσεων στον δανεισμό μετοχών, στις ανοικτές πωλήσεις και στη δυνατότητα μεταφοράς, που υπήρξαν καταλύτης για μεταρρυθμίσεις.
Οι ρυθμιστικές εξελίξεις, όπως αυτές βάσει του Κανονισμού για τα Κεντρικά Αποθετήρια Τίτλων (CSDR), έχουν βελτιώσει την υποδομή εκκαθάρισης και διακανονισμού της Ελλάδας, διασφαλίζοντας τη στενότερη ευθυγράμμισή της με διεθνή πρότυπα.
Η προσαρμοσμένη κεφαλαιοποίηση της ελληνικής αγοράς έχει αυξηθεί κατά 35% τα τελευταία χρόνια, ενώ αντιπροσωπεύει πλέον στάθμιση 4,5% στον δείκτη MSCI Emerging Markets.
Ενώ η ελληνική αγορά μετοχών έχει κάνει σημαντικά βήματα προς την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα, ο Ramirez επανέλαβε ότι «η MSCI παραμένει αφοσιωμένη στη συνεργασία με τα ενδιαφερόμενα μέρη, στη διεξαγωγή ολοκληρωμένων διαβουλεύσεων και στη διασφάλιση της διαφάνειας στις αποφάσεις που επηρεάζουν τις ταξινομήσεις της αγοράς της».
2 Μετά και την πρόσφατη αναβάθμιση του ελληνικού αξιόχρεου σε «ΒΒΒ» (από «ΒΒΒ-»)
από τη Scope Ratings, που έγινε ο πρώτος οίκος από τους πέντε συνολικά μαζί με τις S&P, Fitch, DBRS και Moody’s, που είναι αποδεκτοί από το ευρωσύστημα, που έδωσε στην Ελλάδα μία βαθμίδα πάνω από το στάτους τού «investment grade», αναμένονται το 2025 και άλλες αναβαθμίσεις κατά μία βαθμίδα του ελληνικού αξιόχρεου και από τους άλλους οίκους, κάτι που θα στηρίξει τα ελληνικά ομόλογα.
Η Moody’s (η μόνη που δεν το έχει κάνει) θα δώσει όπως εκτιμάται το 2025 την «επενδυτική βαθμίδα», έστω και αν οι αναλυτές της επιμένουν ότι «αναβαθμίζουμε μία χώρα μετά το πέρας 10-15 ετών από μια χρεοκοπία».
Δεδομένης της υπεραπόδοσης του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού, του στόχου πρωτογενούς πλεονάσματος για το 2025, της ευνοϊκής δομής του χρέους, των πολύ χαμηλών χρεολυσίων και ετήσιων πληρωμών τόκων, της μηδενικής έκθεσης σε συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο κ.λπ., το πιο δύσκολο μέρος της δουλειάς του ΟΔΔΗΧ για το επόμενο έτος αλλά και για τα επόμενα χρόνια, είναι να βρει χώρο για εκδοτική δραστηριότητα, καθώς τα ταμειακά αποθέματα της Ελλάδας κινούνται κοντά στο 20% του ΑΕΠ.
Η στρατηγική
Ωστόσο, η Ελλάδα πρέπει να διατηρήσει μια ρευστή καμπύλη αποδόσεων επιτοκίων μηδενικού κινδύνου, επομένως ο ΟΔΔΗΧ πρέπει να έχει συνεχή πρόσβαση στις κεφαλαιαγορές και διάλογο με τους επενδυτές.
Το επόμενο έτος η στρατηγική χρηματοδότησης θα είναι παρόμοια με ό,τι έγινε μέχρι στιγμής, πιθανότατα λίγο λιγότερο, διότι οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες είναι πολύ περιορισμένες. Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα βγει στις αγορές το 2025 με στόχο την άντληση 8 δισ. ευρώ, ενώ άλλα 2-3 δισ. ευρώ θα αφορούν δανεισμό από οργανισμούς.
Παράλληλα, η Ελλάδα αποφάσισε να προπληρώσει τις αποσβέσεις GLF, σε αναλογική βάση, από το 2033 έως το 2042, μεταφέροντας ταυτόχρονα ένα ισχυρό μήνυμα στους θεσμούς, στους οίκους αξιολόγησης και κυρίως στην επενδυτική κοινότητα, παρέχοντάς τους επιπλέον διαβεβαίωση ότι η Ελλάδα είναι προνοητική και θα εκπληρώσει τις δανειακές της υποχρεώσεις όχι μόνο βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα, υπό οποιεσδήποτε συνθήκες.
Οι καταλύτες που στηρίζουν την ελληνική κεφαλαιαγορά
Οι προοπτικές για τις αγορές μετοχών και ομολόγων στην Ελλάδα παραμένουν θετικές, υποστηρίζουν κορυφαίοι αναλυτές, ενώ το στοίχημα για το 2025 έχει να κάνει με την πρόσφορα και λιγότερο με τη ζήτηση, καθώς αυτή θα παραμείνει ισχυρή από το εξωτερικό, στηρίζοντας και τις εγχώριες εταιρείες που θα θελήσουν να σηκώσουν νέα κεφάλαια από την κεφαλαιαγορά, ενώ αναμένονται και ισχυρές δευτερογενείς συναλλαγές και επιστροφές κεφαλαίου.
Από την αρχή του χρόνου έως σήμερα οι επενδυτές σε ελληνικές μετοχές έχουν τοποθετήσει επιπλέον 4,3 δισ. ευρώ μέσω πρωτογενών και δευτερογενών προσφορών, ενώ η πιθανή αναβάθμιση του ΧΑ σε ανεπτυγμένη αγορά μακροπρόθεσμα θα πρέπει να αντιμετωπιστεί στρατηγικά, καθώς μια νέα βάση επενδυτών θα χρειαστεί να εξοικειωθεί με τις ελληνικές μετοχές και οι ροές από παθητικά κεφάλαια ενδέχεται να είναι σημαντικές.
Στην αγορά των ομολόγων το 2024 είχαμε χρονιά-ρεκόρ για τις ελληνικές τράπεζες με εκδόσεις ομολόγων 7,7 δισ. ευρώ σε σχέση με 4,2 δισ. το 2023. Η βασικότερη παράμετρος για την επιτυχία αυτή ήταν η επίτευξη της επενδυτικής βαθμίδας για τις τράπεζες, η οποία συνετέλεσε σημαντικά στη διεύρυνση των επενδυτών που επενδύουν σε ελληνικά τραπεζικά ομόλογα.
Για παράδειγμα, ο Moody’s αξιολογεί τώρα τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος σε Baa2, σε σύγκριση με το Ba1 της κυβέρνησης. Ετσι π.χ. το νέο ομόλογο της Εθνικής τιμολογήθηκε με περιθώριο στις 130 μονάδες σε σχέση με τις 330 μονάδες περιθωρίου της έκδοσης του 2020.
Στον τομέα των εταιρειών είδαμε επανεμφάνιση εκδόσεων ευρω-ομόλογων μετά από απουσία δύο ετών όπως η ΔΕΗ, τα Ελληνικά Πετρέλαια, η Μυτιληναίος, καθώς τα περιθώρια για ΒΒ πιστοληπτική βαθμίδα αγγίζουν τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων ετών.
Υπάρχουν ακόμα αρκετοί καταλύτες που θα μπορούσαν να συντηρήσουν τη θετική πορεία της κεφαλαιαγοράς και την επόμενη χρονιά, υποστηρίζουν οι αναλυτές, καθώς το υποστηρικτικό μακροοικονομικό περιβάλλον, με προεξέχουσα τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική υπεραπόδοση, ενισχύει τα περιθώρια για περαιτέρω αναβαθμίσεις του αξιόχρεου την επόμενη διετία.
Πρόοδος
Οι νέες προϋποθέσεις του Κανονισμού του Χρηματιστηρίου για τη διασπορά στοχεύουν ακριβώς στην προώθηση της συναλλακτικής δραστηριότητας στην ελληνική κεφαλαιαγορά και στην αναβάθμιση του επενδυτικού προφίλ των ελληνικών εισηγμένων εταιρειών. Από τη σκοπιά της βαθμίδας του ελληνικού χρηματιστηρίου, η ελληνική κεφαλαιαγορά έχει κάνει σημαντική πρόοδο ως προς το μέγεθος, τη ρευστοποίηση και το κανονιστικό πλαίσιο.