Οσο κυβέρνηση και οικονομολόγοι περιγράφουν μία κατάσταση ελληνικής οικονομικής άνοιξης, μεταξύ των ελλήνων πολιτών διεξάγεται ένα άτυπο debate «γιατί αυτό δεν περνά στην πραγματική ζωή» τους. Και πώς εξάλλου να μετακυλιστεί η εν λόγω αισιοδοξία στην κοινωνία όταν για παράδειγμα αρκετά βασικά προϊόντα στην Ελλάδα (όπως αβγά, λάδι, βρεφικά είδη) πωλούνται σε παρόμοιες τιμές με αντίστοιχες χώρες όπου οι εργαζόμενοι έχουν υπερδιπλάσιους μέσους μισθούς (Αγγλία, Γαλλία κ.λπ.).
2η χειρότερη θέση
Το υψηλό κόστος στα τρόφιμα παραμένει ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα, όπου μάλιστα η Ελλάδα κατέχει τη 2η χειρότερη θέση στην ευρωζώνη από πλευράς κατά κεφαλήν ΑΕΠ. Την ίδια ώρα όσα μέτρα και αν έλαβε η κυβέρνηση δεν λειτούργησαν προς την κατεύθυνση των μειώσεων, ούτε σε αναίρεση της αισχροκέρδειας.
Γεγονός το οποίο αποδεικνύεται από τα πρόστιμα σε μεγάλες εταιρείες που ξεκίνησαν να επιβάλλονται μετά από σχεδόν έναν χρόνο πληθωρισμού. Δηλαδή μόλις το τελευταίο διάστημα, ενώ για πολλούς μήνες η Ελλάδα είναι «πρωταθλήτρια» ανατιμήσεων σε αναγκαία αγαθά, όπως για παράδειγμα το βρεφικό γάλα.
Είναι κοινότοπο το συμπέρασμα ότι οι ιστορίες έχουν πάντα δύο πλευρές και στην προκειμένη, όπου παρατηρείται μία τεράστια αντίφαση, οι εξηγήσεις δεν είναι απλές. Κατ’ αρχάς για λόγους ανεξήγητους αρκετοί οικονομολόγοι, διεθνώς, εστιάζουν εμμονικά στον «πυρήνα» του πληθωρισμού, ο οποίος δεν περιλαμβάνει τις τιμές της ενέργειας και των τροφίμων.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία ο ελληνικός πληθωρισμός είναι στο 3,5%, ενώ οι ανατιμήσεις στα τρόφιμα (λάδια, φρούτα, απορρυπαντικά κ.λπ.) μπορεί να ξεπερνούν το 10%, ακόμα και το 20%.
Τι θρέφει την ακρίβεια
Παρά τα μέτρα στήριξης των αδύναμων εισοδηματικά πολιτών, ή των κρατικών παρεμβάσεων στην αγορά, το βασικό συμπέρασμα των οικονομολόγων, με τους οποίους συνομίλησε «Το Βήμα», είναι πως αν δεν αυξηθούν οι πραγματικοί μισθοί, τότε η ανελαστική ζήτηση σε τρόφιμα και καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης (βάσει των πωλήσεων σε όγκο) θα συνεχίσει να θρέφει την ακρίβεια.
Τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ που επεξεργάστηκε ο «ΟΤ» δείχνουν ότι οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν κατά 30% ακριβώς από τον Μάιο του 2021 μέχρι και τον Νοέμβριο του 2023, δείγμα της κατάστασης που επικρατεί στη χώρα.
Η αγοραστική δύναμη
Θεσμικοί εγχώριοι οργανισμοί, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος, αλλά και ξένοι οίκοι έχουν αναφερθεί στον κίνδυνο του πληθωρισμού της απληστίας και αυτό διότι τα υψηλά κέρδη τροφοδοτούν ακόμη περισσότερο την άνοδο των τιμών, σε ένα περιβάλλον εκτεταμένης ακρίβειας. Ζητείται να εντατικοποιηθούν οι έλεγχοι για την αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας, ενώ οι επιχειρήσεις θα πρέπει να περιορίσουν, όπου είναι εφικτό, το περιθώριο κέρδους.
Βραχυπρόθεσμα απαιτείται εντατικοποίηση των ελέγχων των αρμόδιων ελεγκτικών μηχανισμών και της Επιτροπής Ανταγωνισμού ώστε να αποφευχθούν φαινόμενα αισχροκέρδειας και ολιγοπωλιακές πρακτικές. Μεσομακροπρόθεσμα απαιτείται η ενίσχυση του ανταγωνισμού στις αγορές προϊόντων, με άρση των πάσης φύσεως ρυθμιστικών εμποδίων στον ανταγωνισμό ώστε να διευκολυνθεί η είσοδος νέων επιχειρήσεων.
Οσον αφορά το πονεμένο κεφάλαιο της ελληνικής ιστορίας, δηλαδή τις μισθολογικές αυξήσεις, εκείνες δέχονται πιέσεις λόγω της στενότητας στην αγορά εργασίας. Θα πρέπει να είναι τέτοιες ώστε να καλύπτουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, με βελτίωση της ανταγωνιστικότητας.
Χαμηλοί οι μισθοί
Σύμφωνα με οικονομολόγους και στελέχη της αγοράς, οι τιμές στα τρόφιμα θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα διεθνώς, ωστόσο στην Ελλάδα θα γίνεται πιο αισθητή η ακρίβεια, κυρίως λόγω των χαμηλών μισθών. Οι πηγές της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι αρκετοί, όπως:
Τα λειτουργικά κόστη που ανταγωνίζονται τον πρωτογενή τομέα.
Οι μικρές και λίγες μονάδες παραγωγής σε κτηνοτροφία και γεωργία.
Μικρός ανταγωνισμός, μικρό μέγεθος της ελληνικής οικονομίας, με αποτέλεσμα να δημιουργεί ολιγοπώλια.
Ανεπαρκής έλεγχος, ειδικά ως προς την εξέλιξη των τιμών στην εφοδιαστική αλυσίδα, λόγω πολλών ενδιάμεσων. Αρα και αισχροκέρδεια.
Σχετικά υψηλός ΦΠΑ σε κάποια βασικά προϊόντα.
Κλιματική αλλαγή
Λίγες εταιρείες, ειδικά σε κλάδους όπως η προμήθεια τροφίμων.
Στρεβλώσεις στις αγορές αγαθών και υπηρεσιών, που λειτουργούν ως τροχοπέδη για παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
Η ανάκαμψη των οικονομιών μετά τα lockdowns επέφερε ανατιμήσεις και έτσι οι τιμές – μετά και την ενεργειακή κρίση – δεν επανήλθαν σε προ 2020 επίπεδα. Σε αυτό το κλίμα, σύμφωνα με τις οικονομικές μελέτες παρατηρήθηκε ισχυρή αύξηση των τιμών των εισροών εντείνοντας περαιτέρω τις πληθωριστικές προσδοκίες και διευκολύνοντας τις επιχειρήσεις να μετακυλίσουν το κόστος τους στους καταναλωτές.
Οι ανοδικοί κίνδυνοι για τον πληθωρισμό, σύμφωνα με το τμήμα αναλύσεων της Alpha Bank, όπως οι γεωπολιτικές εντάσεις, οι μεγάλες μισθολογικές αυξήσεις και το δημοσιονομικό κόστος των ακραίων καιρικών φαινομένων στην ευρωζώνη, θα παραμείνουν. Στο χέρι λοιπόν της κυβέρνησης είναι να προχωρήσει σε παρεμβάσεις που μπορούν να συμβάλουν στη μείωση των τιμών.
Παρά το γεγονός ότι οι εταιρείες έχουν εκτοξεύσει σε αρκετούς κλάδους τους τζίρους τους από το 2021, ο ρυθμός ανάπτυξης είναι στο 2% και ο πληθωρισμός στο 3,5% (από 10% το 2022), συμβαίνει το εξής παραδοξο: η Ελλάδα καταγράφει μεγάλο χάσμα στους μισθούς σε σχέση με την Ευρώπη. Στα τέλη του 2022 το χάσμα ανήλθε σε 18.668 ευρώ, δηλαδή σε 16.661 ευρώ η Ελλάδα και 35.329 ευρώ η ΕΕ.
Υπουργείο Ανάπτυξης
Εφαρμογή τεσσάρων μέτρων
1 Περιορίζονται οι συνολικές εκπτώσεις των προμηθευτών κατά 30%, με αντίστοιχη μείωση των τιμών των προϊόντων αυτών στα ράφια.
2 Δεν επιτρέπεται στους προμηθευτές που αυξάνουν τις τιμές των προϊόντων να υλοποιούν προωθητικές ενέργειες για τρεις μήνες.
3 Υποχρεώνονται οι προμηθευτές να πωλούν τα προϊόντα στο λιανεμπόριο σε «καθαρές» τιμές (net-pricing). Επιτρέπεται μόνο πιστωτικό τιμολόγιο ύψους έως 3% για επιστροφές προϊόντων ή φύρας. Το μέτρο αφορά νωπά φρούτα, λαχανικά και κρέατα.
4 Πλαφόν στο μεικτό περιθώριο κέρδους για το βρεφικό γάλα.