«Αυξήσεις κεφαλαίου στις ελληνικές τράπεζες θα έχουμε την επόμενη διετία μόνο σε δύο περιπτώσεις: Στο πολύ καλό σενάριο και στο ακραία αρνητικό. Στο πρώτο οι εκδόσεις μετοχών θα είναι αναπτυξιακές και στο δεύτερο αναγκαστικές, ακολουθώντας δραστικές κινήσεις θεραπείας των «κόκκινων» δανείων, με μερική ή ακόμη και πλήρη κρατικοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων που δεν θα τα καταφέρουν. Ενδιάμεσες επιλογές, εάν τεθεί θέμα νέων εκδόσεων μετοχών, δεν υπάρχουν».
Με τον τρόπο αυτόν σχολίασε κορυφαία τραπεζική πηγή την κινδυνολογία των τελευταίων εβδομάδων για το ενδεχόμενο μιας νέας ανακεφαλαιοποίησης, η οποία έστειλε τους τίτλους των τεσσάρων συστημικών ομίλων στο χρηματιστήριο σε χαμηλά 2,5 ετών. Και πρόσθεσε πως τα πάντα θα εξαρτηθούν από το ποσοστό των προβληματικών χορηγήσεων που θα ανακτήσουν οι τράπεζες τα επόμενα τέσσερα χρόνια, στη βάση των νέων δεσμεύσεων που θα αναλάβουν έναντι της ΕΚΤ.
Η κάλυψη από προβλέψεις
Σύμφωνα με την ίδια πηγή, για να υποχωρήσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) σε μονοψήφια ποσοστά το 2022, θα πρέπει να «καθαρίσουν» τα 70 από το σύνολο των περίπου 90 δισ. ευρώ επισφαλειών σήμερα. Με δεδομένο ότι οι προβλέψεις ανέρχονται σήμερα σε περίπου 50 δισ. ευρώ, «κόκκινα» δάνεια 40 δισ. ευρώ είναι ακάλυπτα.
Κάθε ευρώ λιγότερο που ανακτάται, σε σχέση με την καθαρή αξία ενός δανείου (ονομαστική αξία μείον προβλέψεις), θα πρέπει με κάποιον τρόπο να αναπληρωθεί. Αν, για παράδειγμα, ρευστοποιηθούν χαρτοφυλάκια 70 δισ. ευρώ έναντι 20 δισ. ευρώ, από τα 50 δισ. ευρώ ζημιάς τα 40 δισ. ευρώ θα καλυφθούν από προβλέψεις που έχουν διενεργηθεί. Το κενό των 10 δισ. ευρώ που προκύπτει μπορεί να καλυφθεί είτε μέσω της οργανικής κερδοφορίας, που αποτελεί το καλό σενάριο για τους μετόχους των τραπεζών, ή, εάν το ύψος της δεν επαρκεί, με το «κάψιμο» κεφαλαίων.
Για να δοθεί λοιπόν απάντηση στο ερώτημα αν οι μέτοχοι των τραπεζών κινδυνεύουν από μία τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση, θα πρέπει να εκτιμηθεί το εξής: Επαρκεί η οργανική κερδοφορία της επόμενης 4ετίας για να πιαστούν οι στόχοι για τα «κόκκινα» δάνεια και ταυτόχρονα να καλυφθούν ενδεχόμενες ζημιές;
Ο μαγικός αριθμός
Με βάση ασκήσεις προσομοίωσης που έχουν «τρέξει» τμήματα αναλύσεων μεγάλων τραπεζών, ο «μαγικός» αριθμός είναι το 1/3. Συγκεκριμένα, υπολογίζεται πως εάν οι τράπεζες καταφέρουν να ανακτήσουν με οποιονδήποτε τρόπο (πωλήσεις, έσοδα από ρυθμίσεις, πλειστηριασμούς, τιτλοποιήσεις) το 33% των επισφαλειών τους, θα μειώσουν τα NPEs σε μονοψήφια επίπεδα εντός των προθεσμιών που έχει ορίσει η ΕΚΤ χωρίς να γράψουν σε καμία χρήση ζημιές, άρα και χωρίς να οδηγηθούν σε νέες αυξήσεις κεφαλαίου. Και αυτό διότι θα καλύψουν την επιπλέον, πέραν των προβλέψεων, χασούρα που έχουν ήδη σχηματίσει μέσω της οργανικής τους κερδοφορίας.
Εάν δε το ποσοστό ανάκτησης φτάσει στο 45%, εκτιμάται, με βάση την ίδια άσκηση, πως όχι μόνο τα νούμερα βγαίνουν, αλλά κάποιες τράπεζες δεν θα χρειαστεί να θυσιάσουν ούτε ευρώ από την οργανική τους κερδοφορία και θα έχουν και υπεραξίες από την αντιστροφή προβλέψεων.
Σε αυτό το σενάριο, οι συστημικοί όμιλοι πιάνουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων χωρίς να ζητήσουν από τους μετόχους να βάλουν το χέρι ξανά στην τσέπη και χωρίς να μειωθούν οι δείκτες κεφαλαιακής τους επάρκειας. Αν τα πράγματα εξελιχθούν έτσι, ενδεχόμενες αυξήσεις κεφαλαίου θα έχουν αναπτυξιακό χαρακτήρα. Το μήνυμα θα είναι δηλαδή: «Δώστε μας λεφτά για να δώσουμε δάνεια στην αγορά και να βγάλουμε κέρδη». Το πότε θα γίνει μια τέτοια κίνηση θα εξαρτηθεί από τις συνθήκες στις αγορές.
Τραπεζικοί κύκλοι υποστηρίζουν ότι ένα ποσοστό ανάκτησης πάνω από το 30% δεν είναι απίθανο. Αρκεί να συνεχιστεί η βελτίωση των μακροοικονομικών προοπτικών τα επόμενα χρόνια.
Το κακό σενάριο
Τι γίνεται όμως αν η προϋπόθεση του «1/3» δεν επαληθευτεί; Σε αυτή την περίπτωση, από τη στιγμή που οι στόχοι μείωσης των NPEs σε μονοψήφια επίπεδα στο τέλος του 2022 είναι… αδιαπραγμάτευτοι, οι τράπεζες θα αναγκαστούν να ρευστοποιήσουν δάνεια και ενέχυρα με ζημιά, το ύψος της οποίας θα οδηγήσει αναπόφευκτα τα αποτελέσματά τους σε αρνητικό έδαφος.
Εάν μία χρήση όμως είναι ζημιογόνος, ενεργοποιείται άμεσα ο νόμος για την αναβαλλόμενη φορολογία. Ως γνωστόν, τα κεφάλαια των τραπεζών έχουν ενισχυθεί από τον συμψηφισμό των ζημιών που είχαν από το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων και την άνοδο των επισφαλειών στα χρόνια της κρίσης με τα κέρδη των επόμενων ετών. Εάν έχουν θετικό αποτέλεσμα, ο φόρος που τους αναλογεί δεν καταβάλλεται στο κράτος και προστίθεται οριστικά και αμετάκλητα στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας. Στην περίπτωση όμως που σε μία χρήση υπάρξουν ζημιές, ο νόμος ορίζει ότι το Δημόσιο, για την απώλεια εσόδων που έχει, λαμβάνει μετοχές της τράπεζας.
Αυξήσεις λόγω αναβαλλόμενου
Δηλαδή, όχι μόνο τα ίδια κεφάλαια περιορίζονται, αλλά οι μέτοχοί της βλέπουν το ποσοστό τους να μειώνεται λόγω της έκδοσης των νέων μετοχών υπέρ του Δημοσίου. Επειτα από μια τέτοια εξέλιξη, έχει χρηματοοικονομικό νόημα μια νέα ανακεφαλαιοποίηση ώστε να αναπληρωθούν οι απώλειες στους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας.
Το ερώτημα «Ποιος θα βάλει τα χρήματα;» δεν μπορεί να απαντηθεί αυτή τη στιγμή. Μετά τη λήξη του Μνημονίου δεν υπάρχει απόθεμα κεφαλαίων στο Δημόσιο για τέτοιες δουλειές, ενώ η αποστολή να πειστούν οι ιδιώτες να επενδύσουν ξανά στις τράπεζες μόνο εύκολη δεν θα είναι.
Σημειώνεται πάντως πως μια αναγκαστική αύξηση κεφαλαίου πολύ δύσκολα θα πραγματοποιηθεί πριν από το πρώτο τρίμηνο του 2020. Οπως εξηγεί αναλυτής, το 2018 δεν αναμένονται περαιτέρω θεαματικές κινήσεις για την εξυγίανση των τραπεζικών ισολογισμών, καθώς οι στόχοι για τα NPEs έχουν ήδη πιαστεί. Αρα, σημειώνει, κάθε συζήτηση για γρήγορο καθάρισμα των «κόκκινων» δανείων με την εμφάνιση ζημιών στα ετήσια αποτελέσματα χρήσης μετατίθεται για το 2019.
Με δεδομένο όμως ότι η δημοσιοποίηση των σχετικών ισολογισμών θα γίνει στο τέλος του α’ τριμήνου του 2020, ο νόμος για την αναβαλλόμενη φορολογία θα ενεργοποιηθεί τότε. «Το σενάριο μια τράπεζα να απευθυνθεί στην αγορά για φρέσκα κεφάλαια πριν από ενδεχόμενη έκδοση μετοχών υπέρ του Δημοσίου δεν έχει λογική» υπογραμμίζει η ίδια πηγή. Και αυτό διότι μόνο αφού έχει ξεκαθαρίσει το τοπίο ως προς τον αριθμό των μετοχών που θα πάρει τελικά το κράτος, μπορεί να υπάρξει τιμολόγηση για μια έκδοση νέων τίτλων που θα απευθύνεται στην επενδυτική κοινότητα.
Ο κίνδυνος για νέες συγχωνεύσεις
Εάν διαφανεί το 2019 ότι οι μεσοπρόθεσμοι επιχειρησιακοί στόχοι μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων δεν πιάνονται, δεν θα πρέπει να αποκλείονται παρεμβάσεις σε κεντρικό επίπεδο, που θα μπορούσαν να οδηγήσουν ακόμη και σε έναν νέο κύκλο συγκέντρωσης του συστήματος. Για παράδειγμα, συζητείται στην αγορά το σενάριο συγχώνευσης δύο συστημικών ομίλων, με την απορρόφηση του αδύναμου κρίκου από τον ισχυρότερο, για τη δημιουργία μέσω μιας νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης που θα συνοδευτεί από γενναία προγράμματα περικοπής κόστους ενός βιώσιμου σχήματος. «Ενα τέτοιο story υπό όρους πωλείται στις αγορές. Ωστόσο, προϋποθέτει μεταξύ άλλων τη θυσία των παλαιών μετόχων και μεγάλου μέρος των εργαζομένων των δύο οργανισμών που θα συνενωθούν, κρατικό χρήμα για την όλη αναδιάρθρωση, αλλά και σοβαρές προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας» υπογραμμίζει έμπειρο τραπεζικό στέλεχος.