Χωρίς στήριξη οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις

Τα στοιχεία είναι εντυπωσιακά και επιβάλλουν νέες πολιτικές που θα διευκολύνουν την πρόσβαση στο πιστωτικό σύστημα και στις χρηματοδοτήσεις του ΕΣΠΑ και του Ταμείου Ανάκαμψης

Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 απέδιδε τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις ως τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, εκθείαζε τον ρόλο και τη συμμετοχή τους στην πρόοδο και στην ανάπτυξη της χώρας και επέμενε σε πολιτικές που ευνοούσαν τη μεγέθυνσή τους. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, εκείνη η εκτίμηση επιβεβαιώνεται πλήρως.

Σύμφωνα με στοιχεία της Αlpha Bank, όπως αυτά παρουσιάζονται στο εβδομαδιαίο οικονομικό δελτίο της τράπεζας που επιμελείται ο οικονομικός της σύμβουλος Παναγιώτης Καπόπουλος, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις αποτελούν τον κορμό της ελληνικής οικονομίας. Οι αριθμοί είναι εντυπωσιακοί και δηλωτικοί της φροντίδας που οφείλουν οι οικονομικές αρχές του τόπου. Σύμφωνα λοιπόν με τα στοιχεία της τράπεζας, οι μικρές και μεσαίες αποτελούν το 99,9% του συνόλου των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα. Απασχολούν το 84,6% του εργατικού δυναμικού και συνεισφέρουν το 67% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας στην ελληνική οικονομία.

Κρίσεις και προκλήσεις

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι το 2023, παρότι βρέθηκαν αντιμέτωπες με πλήθος κρίσεων και προκλήσεων, ενεργειακών και άλλων, κατάφεραν να βελτιώσουν κατά 3% την ακαθάριστη προστιθέμενη αξία τους, την τρίτη καλύτερη επίδοση σε όλη την Ευρώπη. Το ενδιαφέρον είναι ότι τη μεγαλύτερη συμβολή σε αυτό το αποτέλεσμα είχαν οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες απασχολούν μέχρι εννέα εργαζομένους.

Η βελτίωση της παραγωγικότητας από τις πολύ μικρές έφτασε το 13,2%, εκπλήσσοντας τους πάντες. Συνολικά τώρα, το 2023 ο αριθμός των μικρομεσαίων επιχειρήσεων αυξήθηκε σε 780.600 και η απασχόλησή τους κατά 1% και ανήλθε σε περίπου 2,4 εκατομμύρια εργαζομένους. Οι πολύ μικρές αποτελούν το 94,7% του συνόλου, οι μικρές που απασχολούν από 10 έως 49 εργαζομένους το 4,8%, οι μεσαίες με 50 έως 249 εργαζομένους το 0,5% και οι μεγάλες με πάνω από 250 εργαζομένους το 0,1%.

Ευοίωνες προοπτικές

Οι ευρωπαϊκές αρχές και ιδιαιτέρως η Κομισιόν θεωρούν τις προοπτικές των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ευοίωνες, προβλέποντας ότι εφέτος η παραγωγικότητά τους θα βελτιωθεί κατά 5,7% και η απασχόληση κατά 5,4%. Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ότι στον τομέα των υπηρεσιών συγκεντρώνεται το 44,1% αυτών και στον τομέα του εμπορίου το 24,1%, ενώ σημαντικά μικρότερη είναι η συμμετοχή τους στους κλάδους των κατασκευών και αλλού.

Η αλήθεια είναι ότι παρά την πρόοδο των τελευταίων τριών ετών η παραγωγικότητά τους υπολείπεται των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Ωστόσο, όλοι γνωρίζουν ότι η παραγωγικότητα συναρτάται με το μέγεθος, τις επενδύσεις, τον μηχανολογικό και τεχνολογικό εξοπλισμό που διαθέτει η κάθε επιχείρηση.

Γι’ αυτό και είναι σημαντικό οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις να αποκτήσουν το κρίσιμο μέγεθος που θα τους επιτρέψει να επιτύχουν οικονομίες κλίμακος, να εξασφαλίσουν υψηλότερη πιστοληπτική επιφάνεια, να αποκτήσουν άλλες δυνατότητες επενδύσεων και έτσι σταδιακά να δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις για τη μεγέθυνσή τους μέσω εξαγορών ή συγχωνεύσεων. Θα περίμενε κανείς ότι βάσει των παραπάνω στοιχείων και δεδομένων οι υπεύθυνοι της οικονομικής πολιτικής θα αφιέρωναν περισσότερο χρόνο στον «κορμό της ελληνικής οικονομίας» και προφανώς περισσότερες ενισχυτικές και προωθητικές πολιτικές.

 

Πρωτοφανή εμπόδια

Ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης δείχνει πως ξεκινά από το τέλος. Εχει προαναγγείλει ότι σύντομα θα φέρει προς ψήφιση στη Βουλή νομοσχέδιο που θα ευνοεί τις συγχωνεύσεις μεταξύ μικρομεσαίων επιχειρήσεων, προσφέροντας κυρίως φορολογικά κίνητρα. Θα μπορούσε ωστόσο να μεριμνήσει ώστε να προηγηθεί η πρόσβασή τους στο πιστωτικό σύστημα και να ευνοηθεί η συμμετοχή τους στα ευρωπαϊκά προγράμματα του ΕΣΠΑ και σε εκείνα βεβαίως του Ταμείου Ανάκαμψης, οι πόροι του οποίου έχουν δεσμευτεί κυρίως υπέρ του 0,1% των μεγάλων επιχειρήσεων και όχι του 99,9% των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.

Και αυτό όταν άπαντες αναγνωρίζουν ότι η πρόσβασή τους στα ευρωπαϊκά προγράμματα, στο Ταμείο Ανάκαμψης και στο πιστωτικό σύστημα είναι περιορισμένη. Περιττό να σημειώσουμε ότι τα εμπόδια που συναντούν είναι πρωτοφανή και δηλωτικά μιας αντίληψης που θέλει τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις αποκλεισμένες από τον υποτιθέμενο κύκλο των μεγάλων ευκαιριών που, σύμφωνα με τις διακηρύξεις, προσφέρει η τρέχουσα οικονομική πολιτική.

Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι στις σχετικές ευρωπαϊκές έρευνες αποτυπώνεται το πρόβλημα. Σύμφωνα με τους ευρωπαίους αναλυτές, οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες αναγνωρίζουν ως μείζονα θέματα την πρόσβαση στο πιστωτικό σύστημα, στο εμφανές διά γυμνού οφθαλμού έλλειμμα ανταγωνισμού στις επιμέρους αγορές και βεβαίως στο θεσμικό περιβάλλον που είναι σχεδόν τιμωρητικό. Χαρακτηριστική προς τούτο είναι η ψηφιακή υστέρηση των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων. Είναι μόλις στην 24η θέση στην Ευρώπη ως προς τον ψηφιακό τους μετασχηματισμό και στη 16η ως προς την αξιοποίηση του ηλεκτρονικού εμπορίου, καθώς καλύπτει μόλις το 5% του τζίρου τους.

Ευθύνη των τραπεζών

Και το ερώτημα που ευθέως τίθεται είναι γιατί απουσιάζουν από το Ταμείο Ανάκαμψης, τη στιγμή μάλιστα που ο ψηφιακός μετασχηματισμός αποτελεί κεντρικό στόχο του εν λόγω Ταμείου. Εδώ προφανέστατα υπάρχει και ευθύνη των τραπεζών, οι οποίες προβάλλουν διάφορα κωλύματα. Θέτουν θέματα λογιστικής αποτύπωσης και αξιοπιστίας των ισολογισμών τους, όπως και τεχνικής υποστήριξης και αδυναμίας στη σύνταξη των business plan, για να εξηγήσουν τη δική τους δύστοκη στάση απέναντι στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Ωστόσο δεν ομολογούν τη δική τους πια υστέρηση, που δεν είναι άσχετη με τον δικό τους ψηφιακό μετασχηματισμό. Το κλείσιμο των καταστημάτων και η βραδεία αντικατάστασή τους με μοντέρνες και εύκολα προσεγγίσιμες ψηφιακές πλατφόρμες εμποδίζουν την πρόσβαση των περισσοτέρων.

«Το παλαιό αργοπεθαίνει και το νέο δεν έχει ακόμη αναδυθεί» όπως λέει και ένας φίλος για να περιγράψει την αδυναμία των πιστωτικών ιδρυμάτων να αναζητήσουν και να προσελκύσουν την πολυπληθή πελατεία και έτσι περιορίζονται για τα κέρδη τους στις έτοιμες «μεγάλες δουλειές» και στα «σπουδαία ντιλ» με τις υψηλές προμήθειες που συνήθως τα συνοδεύουν. Μόνο που αυτές οι επιλογές δεν αντέχουν στον χρόνο.

Οι τράπεζες έπειτα από τόσα χρόνια ζημιών και καταστροφών δεν μπορούν να επιβιώσουν για μεγάλο διάστημα στηριζόμενες στις υψηλές προμήθειες και στην πρωτοφανή διαφορά μεταξύ επιτοκίων καταθέσεων και χορηγήσεων. Επιβάλλεται τώρα να χτίσουν τα δανειακά χαρτοφυλάκια της επόμενης 20ετίας και βεβαίως να συμβάλουν στην ταχεία ανάπτυξη της οικονομίας, χωρίς την οποία ούτε εκείνες θα προκόψουν.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.