Αν και κινούνται στο πνεύμα της Συνθήκης του Μάαστριχτ, οι προτάσεις της Κομισιόν για τη μεταρρύθμιση του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, που θα αρχίσουν να ισχύουν από το 2024, μεταφέρουν την ισχύ των αποφάσεων προς την Επιτροπή, ενώ δίνουν και μεγαλύτερη ευελιξία και χρόνο στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις να προσαρμόζονται δημοσιονομικά στους ορισθέντες στόχους. Στις διαπραγματεύσεις που θα ακολουθήσουν, σύμφωνα με αξιωματούχους με γνώση των διαδικασιών, η Ελλάδα θα επιδιώξει με τη στήριξη και των χωρών της Βαλτικής και της Ανατολικής Ευρώπης να υπάρξουν εξαιρέσεις στον υπολογισμό των ελλειμμάτων όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες και τις επενδύσεις, εκτιμώντας πως ένα μέρος από τους παραπάνω τομείς θα μπορούσε τελικά να μην υπολογίζεται στον καθορισμό των ελλειμμάτων, δίνοντας μία επιπλέον ανάσα στις οικονομίες. «Οδικός χάρτης» για κάθε χώρα Οσον αφορά τη δυναμική μείωσης του ελληνικού χρέους, θεωρείται πως αυτή παραμένει ισχυρή. Με βάση τα σημερινά δεδομένα το χρέος της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να κλείσει στα 355-356 δισ. ευρώ εφέτος και με το ονομαστικό ΑΕΠ στα 210-211 δισ. ευρώ, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ υποχωρεί περίπου στο 168% του ΑΕΠ (από 206% το 2020). Αν μπουν στο χρέος και οι εγγυήσεις των 18,7 δισ. ευρώ του Δημοσίου στο πλαίσιο του προγράμματος «Ηρακλής» για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, τότε το χρέος της Ελλάδας αναμένεται να αυξηθεί κατά 9% του ΑΕΠ και να κλείσει τελικά στο 177% του ΑΕΠ, ενώ προβλέπεται να υποχωρήσει κάτω από 150% του ΑΕΠ ως το 2027. Η κεντρική ιδέα των προτάσεων της Κομισιόν είναι ότι κάθε χώρα που αντιμετωπίζει πρόβλημα χρέους θα μπορεί να διαπραγματεύεται τον δικό της «οδικό χάρτη» με ξεκάθαρο στόχο να μειώσει το χρέος και τον νέο δανεισμό εντός τεσσάρων ετών ή ακόμη και εντός επτά ετών για χώρες που εμφανίζουν το υψηλότερο χρέος. «Πυξίδα» για επίτευξη των στόχων Η πρόταση της Κομισιόν στοχεύει στην απομάκρυνση από μη ρεαλιστικές απαιτήσεις, όπως ο κανόνας για μείωση του χρέους ετησίως κατά 1/20. Ωστόσο, οι τιμές αναφοράς για δημοσιονομικό έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ και αναλογία χρέους/ΑΕΠ στο 60% θα παραμείνουν αμετάβλητες – όπως προβλέπει η Συνθήκη της ΕΕ, ωστόσο τα κριτήρια αυτά του Μάαστριχτ θεωρείται ότι δεν θα αποτελούν θέσφατο, αλλά περισσότερο μία «πυξίδα» για την επίτευξη των στόχων. Η γενική κατεύθυνση απομείωσης χρέους σημαίνει πως αυτό μπορεί να επιτευχθεί μεσοπρόθεσμα, όχι σε 20 χρόνια, ενώ τα κράτη-μέλη θα πρέπει να κλειδώσουν μια οροφή δαπανών, με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις να μην έχουν τα περιθώρια για μη κοστολογημένα μέτρα παροχών. Η Κομισιόν θα συμφωνεί με τις ενδιαφερόμενες χώρες ένα «πρόγραμμα περικοπών και επενδύσεων», χωρίς να προσφεύγει στις δρακόντειες ποινές που προβλέπει το σημερινό Σύμφωνο Σταθερότητας. Τα βασικά στοιχεία της πρότασης Με βάση τα όσα παρουσιάστηκαν χθες από τον αντιπρόεδρο της Κομισιόν κ. Βάλντις Ντομπρόβσκις και τον επίτροπο Οικονομίας κ. Πάολο Τζεντιλόνι προκύπτουν τα εξής: l Η υιοθέτηση εθνικών μεσοπρόθεσμων δημοσιονομικών σχεδίων με ορίζοντα εφαρμογής τεσσάρων ετών, τα οποία θα προτείνονται από τα ίδια τα κράτη-μέλη και θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα. Τα σχέδια θα προβλέπουν δημοσιονομικά μέτρα, μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις με βάση τις απαιτήσεις του κοινού ευρωπαϊκού πλαισίου. Η έγκρισή τους θα πραγματοποιείται από το Συμβούλιο. l Συγκεκριμένη πορεία καθαρών δαπανών για την κάθε χώρα με βάση το εθνικό χρέος, ενώ οι χρονικές απαιτήσεις της δημοσιονομικής προσαρμογής θα εξαρτώνται από τις δημοσιονομικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει το κάθε κράτος-μέλος. Τα κράτη-μέλη με σημαντικό δημόσιο χρέος θα πρέπει να ολοκληρώνουν τη δημοσιονομική προσαρμογή εντός των τεσσάρων ετών που διαρκεί το εθνικό σχέδιο, ενώ εκείνα που αντιμετωπίζουν προκλήσεις μέτριου μεγέθους θα έχουν περιθώριο για ολοκλήρωση εντός 3 ετών μετά τον ορίζοντα του σχεδίου. l Επέκταση της περιόδου προσαρμογής έναντι δεσμεύσεων για μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις έως και κατά 3 έτη. Το σύνολο των επενδύσεων και των μεταρρυθμίσεων θα πρέπει να ενισχύουν την ανάπτυξη με βάση τις ευρωπαϊκές προτεραιότητες (π.χ. πράσινη και ψηφιακή ανάπτυξη) και να υποστηρίζουν τη δημοσιονομική βιωσιμότητα. l Ως προς τα μέτρα επιβολής, τα κράτη-μέλη θα είναι αντιμέτωπα με οικονομικές κυρώσεις και επιπτώσεις φήμης σε περίπτωση που παρεκκλίνουν από την πορεία που έχουν χαράξει από κοινού με την Επιτροπή, ενώ η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος (ΔΥΕ) θα συνεχίσει να συνδέεται με το όριο του 3%. Σύμφωνα με το αναθεωρημένο πλαίσιο, θα εξακολουθήσουν να ισχύουν ρήτρες διαφυγής για την αντιμετώπιση εξαιρετικών καταστάσεων στις οποίες τα κράτη δεν θα μπορούν να αντεπεξέλθουν στους όρους του Συμφώνου, όπως ήταν για παράδειγμα η πανδημία.