Η στρεβλή εικόνα της αγοράς εργασίας αποτελεί – πλέον – μια μόνιμη πραγματικότητα, καθώς η έλλειψη προσωπικού, οι κενές θέσεις εργασίας και η υψηλή ανεργία συνυπάρχουν στην αγορά, επί σειρά μηνών. Αποτέλεσμα αυτού είναι η δυστοκία που αντιμετωπίζουν οι επιχειρήσεις στην αναζήτηση και στελέχωση των υπαρχουσών θέσεων εργασίας.

Ανθρώπινο κεφάλαιο και δεξιότητες – Γράφει ο Χρήστος Ιωάννου

Την ίδια ώρα η ανεργία σημειώνει ποσοστά στο 11,6% τον Οκτώβριο, ενώ η Ελληνική Στατιστική Υπηρεσία καταγράφει εκρηκτική άνοδο στις κενές θέσεις εργασίας.

Τα στοιχεία είναι ιδιαιτέρως ανησυχητικά. Το τρίτο τρίμηνο του 2022 οι κενές θέσεις παρουσίασαν αύξηση κατά 60,8% σε σύγκριση με το τρίτο τρίμηνο του 2021 (24.324 και 15.125 αντίστοιχα), έναντι αύξησης 56,2% κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2021 προς το 2020.

Οι καταγραφές

Κατά την ΕΛΣΤΑΤ, «κενή θέση εργασίας» θεωρείται μια νεοδημιουργηθείσα θέση, μια ήδη κενή θέση ή μια θέση που πρόκειται να κενωθεί σύντομα, για την οποία ο εργοδότης έχει προβεί πρόσφατα σε δραστικές ενέργειες για να βρεθεί κατάλληλος υποψήφιος, εκτός της επιχείρησης. Σημειώνεται ότι οι κενές θέσεις εργασίας αφορούν μόνο τους μισθωτούς.

Ιδιαίτερα ανθεκτική αποδεικνύεται η μακροχρόνια ανεργία, ενώ μία στις δύο νέες θέσεις είναι μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης, με την ανεργία να μειώνεται, αφενός, αλλά να παραμένει, αφετέρου, στα υψηλότερα ποσοστά σε σύγκριση με τις χώρες της Ευρώπης. Τα ποιοτικά στοιχεία τριών πρόσφατων εκθέσεων δείχνουν ορισμένες ανησυχητικές καταγραφές για τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας. Οι εκθέσεις τόσο της Τράπεζας της Ελλάδος όσο και της ΔΥΠΑ (ΟΑΕΔ) καταγράφουν 500.000 μακροχρονίως ανέργους (παραμένουν σε ανεργία πάνω από 12 μήνες), όπως και ότι το 50% των προσλήψεων αφορούν θέσεις μερικής ή εκ περιτροπής απασχόλησης. Ταυτοχρόνως, τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος «Εργάνη» καταγράφουν επιβράδυνση στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας το ενδεκάμηνο του 2022 σε σχέση με το 2021 (από 135.680 πέρυσι σε 63.980 εφέτος).

Ελλείψεις σε πέντε κλάδους

Το ποσοστό ανεργίας, αν και υποχωρεί σταθερά και σημαντικά τα τελευταία έτη, παραμένει το υψηλότερο στην ευρωζώνη (μαζί με αυτό της Ισπανίας).

Ιδιαιτέρως οξυμμένο είναι το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού το οποίο ταλανίζει τουλάχιστον πέντε παραγωγικούς κλάδους της οικονομίας – πλην του τουρισμού -, οι επιχειρηματίες των οποίων αναζητούν – ματαίως – εργαζομένους για να καλύψουν τις ανάγκες τους.

Μεταποίηση

Το πρόβλημα είναι υπαρκτό και κυρίαρχο στους παραγωγικούς κλάδους της μεταποίησης, του τουρισμού, των κατασκευών, των επιχειρηματικών υπηρεσιών, της τεχνολογίας – επικοινωνίας, των δραστηριοτήτων υγείας και της κοινωνικής μέριμνας. Ερευνα του ΣΕΒ δείχνει ότι σε κλαδικό επίπεδο οι ελλείψεις εντοπίζονται κυρίως στη μεταποίηση, όπου καταγράφεται ένα χάσμα της τάξης του 5%-6%. Ειδικά για τη μεταποίηση, η σύγκριση με τον ευρωπαϊκό Νότο είναι αποκαλυπτική. Δείχνει μεγάλα κενά απασχόλησης στη μεταποίηση στη χώρα μας που φτάνουν το 7,4% σε σύγκριση με την Πορτογαλία, το 6% σε σύγκριση με την Ιταλία, το 3% σε σύγκριση με την Ισπανία. Ανάλογα κενά υπάρχουν και στις επιχειρηματικές υπηρεσίες και στις υπηρεσίες τεχνολογίας.

Αυτά τα ελλείμματα και τα κενά είναι μια όψη της ισχνής παραγωγικής διάρθρωσης της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Είναι η άλλη όψη του χαμηλού μεριδίου των διεθνώς εμπορευσίμων προϊόντων και υπηρεσιών στο ΑΕΠ, των χαμηλών – αν και αυξανόμενων τα τελευταία χρόνια – εξαγωγών, της χαμηλής συμμετοχής σε διεθνείς αλυσίδες παραγωγής αξίας, της χαμηλής συνθετότητας όσων διεθνώς εμπορεύσιμων προϊόντων και υπηρεσιών παράγονται.

Δεξιότητες

Σύμφωνα με έρευνα, οκτώ στους δέκα εργοδότες, δηλαδή το 78%, δυσκολεύονται να βρουν το κατάλληλο προσωπικό, εξαιτίας της έλλειψης εργαζομένων με τις απαραίτητες δεξιότητες. Και αυτό παρά το γεγονός ότι η ανεργία παραμένει σε υψηλά επίπεδα, κοντά στο 12%.