Η αστάθεια στην ενεργειακή αγορά και οι πολιτικές για ταχεία μετάβαση σε μια οικονομία μηδενικών εκπομπών ρύπων έχουν αναζωπυρώσει και πάλι τις συζητήσεις περί πυρηνικής ενέργειας.

Στην Ευρώπη, κυβερνήσεις και κοινή γνώμη εμφανίζονται διχασμένες, με τα κράτη-μέλη να είναι χωρισμένα σε τρία στρατόπεδα. Στο πρώτο γκρουπ συσπειρώνονται τα κράτη-μέλη που έχουν πάρει τον δρόμο της αποπυρηνικοποίησης – Γερμανία, Ισπανία, Βέλγιο – έπειτα από την τραγωδία στη Φουκουσίμα το 2011 και η Αυστρία που το είχε αποφασίσει ήδη από το 1978. Η δεύτερη ομάδα χωρών περιλαμβάνει τα παραδοσιακά πυρηνικά «τζάκια» (π.χ. Γαλλία, Φινλανδία) που εστιάζουν στην αναβάθμιση αλλά και στην αντικατάσταση παλαιών αντιδραστήρων.

Οσο για το τρίτο στρατόπεδο, σε αυτό περιλαμβάνονται κράτη της Ανατολικής Ευρώπης (οι χώρες του πρώην σοβιετικού μπλοκ διαθέτουν ήδη παλιές μονάδες που υπολειτουργούν), τα οποία σχεδιάζουν να μπουν πιο δυναμικά στο πυρηνικό λόμπι, κατασκευάζοντας πάνω από 12 νέες μονάδες, συνολικού προϋπολογισμού περίπου 130 δισ. ευρώ, με χρονικό ορίζοντα λειτουργίας έπειτα από μία δεκαετία. Πρόκειται για χώρες που άλλοτε στηρίζονταν στο ρωσικό αέριο και σήμερα τρέχουν να προλάβουν το «τρένο» της πράσινης μετάβασης.

Η θέση της Ελλάδας

Στην Ελλάδα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η πυρηνική ενέργεια δεν είναι «ευπρόσδεκτη». Σε κάθε περίπτωση ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης σε πρόσφατες δηλώσεις σε συνέδριο του «Economist» είχε επισημάνει ότι η Ευρώπη ήταν και παραμένει ηγέτιδα δύναμη στην πυρηνική τεχνολογία.

«Η Ελλάδα δεν διαθέτει πυρηνική ενέργεια. Δεν υπάρχει τρόπος να φτάσουμε στο ουδέτερο ισοζύγιο εκπομπών χωρίς πυρηνική ενέργεια» ανέφερε, θέτοντας ένα ερώτημα: «Επενδύουμε, λοιπόν, ως Ευρωπαίοι στην επόμενη γενιά μικρών πυρηνικών αντιδραστήρων;».  

Είναι αξιοσημείωτο ότι το πυρηνικό λόμπι προτείνει ως πιο φθηνή και βιώσιμη λύση τη νέα τεχνολογία των μικρότερων αντιδραστήρων (Small Modular Reactors – SMR), ωστόσο αφενός δεν έχει ακόμη παρουσιάσει SMR που να λειτουργούν και αφετέρου πρόσφατες μελέτες παρουσιάζουν το κόστος παραγωγής τους σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με των συμβατικών αντιδραστήρων.

Οπότε, με δεδομένο ότι μικροί αντιδραστήρες δεν διακρίνονται ακόμη στον ενεργειακό ορίζοντα, κύκλοι της αγοράς φαίνεται να προτείνουν για τη χώρα μας τη σύναψη μακροχρόνιων συμβάσεων για προμήθεια πυρηνικής ενέργειας από τη Ρουμανία ή τη Βουλγαρία.

Στην τελευταία COP28 στο Ντουμπάι, τον περασμένο Δεκέμβριο, 19 χώρες, μεταξύ των οποίων οι ΗΠΑ και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, με κοινή διακήρυξη ζητούσαν να τριπλασιαστεί η δυναμικότητα παραγωγής πυρηνικής ενέργειας έως το 2050 (σε σχέση με το 2020) ώστε να μειωθεί η εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.

Σήμερα, σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ), 32 χώρες διαθέτουν πυρηνικές μονάδες ισχύος 413 γιγαβάτ (GW), με το 70% να λειτουργεί σε ανεπτυγμένες χώρες. Η κατασκευή των πρώτων πυρηνικών σταθμών ακολούθησε το πετρελαϊκό σοκ του 1973. Εκείνες οι πρώτες μονάδες αντιπροσωπεύουν ακόμη το 40% της πυρηνικής ισχύος.

Οι σημερινοί σχεδιασμοί για την επίτευξη του σεναρίου μηδενικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου περιλαμβάνουν διπλασιασμό της ατομικής ισχύος σε 812 GW το 2050, με πρώτη δύναμη την Κίνα. Οι αποσύρσεις παλαιών μονάδων αντισταθμίζονται από νέες, κυρίως σε ΗΠΑ, Γαλλία, Βρετανία και Καναδά. Οι ετήσιες παγκόσμιες επενδύσεις στην πυρηνική ενέργεια αυξάνονται από 30 δισ. δολάρια τη δεκαετία του 2010 σε πάνω από 100 δισ. δολάρια έως το 2030 και πάνω από 80 δισ. δολάρια έως το 2050.

Σύμφωνα με τον ΔΟΕ, λιγότερη πυρηνική ενέργεια θα καθιστούσε ακριβότερες τις φιλοδοξίες για την ενεργειακή μετάβαση. Σύμφωνα με το σενάριο χαμηλής διείσδυσης πυρηνικής ενέργειας (παραγωγή από 10% το 2020 σε 3% το 2050), το κενό πρέπει να καλυφθεί από ηλιακή και αιολική ενέργεια, μονάδες αποθήκευσης ενέργειας και μονάδες δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα. Η υλοποίησή τους θα απαιτούσε 500 δισ. δολάρια περισσότερες επενδύσεις και θα οδηγούσε σε αύξηση των λογαριασμών ρεύματος των καταναλωτών κατά 20 δισ. δολάρια ετησίως έως το 2050.