Μια από τις πιο περίεργες σχέσεις στην οικονομία είναι αυτή ανάμεσα στον πληθωρισμό και στον ρυθμό ανάπτυξης. Στην αρχή, όταν εμφανίζεται ο πληθωρισμός, η ανάπτυξη όχι μόνο δεν επηρεάζεται αλλά μπορεί να εμφανίσει και δυναμική. Τα δημόσια έσοδα αυξάνονται λόγω αύξησης των τιμών, άρα και του ΦΠΑ, και το δημόσιο χρέος μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Ολα πάνε καλά τους πρώτους μήνες… μέχρι που αρχίζουν τα δύσκολα. Αυξάνεται η αξία των εισαγομένων, ιδίως όταν αυτά επηρεάζονται από την τιμή της ενέργειας και των πρώτων υλών. Οι πολίτες διαπιστώνουν ότι το βιοτικό τους επίπεδο μειώνεται. Οι κυβερνήσεις προσπαθούν να προστατέψουν τα ευάλωτα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις με επιδόματα, δηλαδή χρησιμοποιώντας πόρους που διαφορετικά ενδεχομένως να πήγαιναν σε επενδύσεις. Κάτι τέτοιο συνέβη με την πρόσφατη ανακοίνωση της ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με τον ρυθμό ανάπτυξης του τρίτου τριμήνου στο 2,8% σε σχέση με το αντίστοιχο περσινό τρίμηνο. Ολοι οι αναλυτές περιμέναμε ένα μεγαλύτερο ποσοστό, δεδομένου ότι το τρίτο τρίμηνο θεωρείται το «καλό τρίμηνο» της χρονιάς λόγω των εισπράξεων του τουρισμού. Ομως αυτές οι εισπράξεις, παρά το μεγάλο τους μέγεθος, εξουδετερώθηκαν από την αύξηση της αξίας των εισαγομένων. Πράγματι, κοιτάζοντας περισσότερο τα στοιχεία, βλέπουμε ότι οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν αύξηση κατά 0,9% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2021 ενώ οι εισαγωγές αγαθών και υπηρεσιών παρουσίασαν πολύ μεγαλύτερη αύξηση κατά 5,2% σε σχέση με το 3o τρίμηνο του 2021. Αρα είχαμε περισσότερες εκροές (εισαγωγές) σε σχέση με τις εισροές (εξαγωγές). Επιπλέον, τον Αύγουστο, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος και του φυσικού αερίου εκτροχιάστηκαν και η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να διαθέσει περίπου 2 δισεκατομμύρια για να μην επιβαρυνθούν οι καταναλωτές ρεύματος. Παρ’ όλα αυτά, η συνολική τελική καταναλωτική δαπάνη μειώθηκε κατά 0,6% σε σχέση με το 2o τρίμηνο του 2022. Δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ανασταλτικά στην «εκροή» των επιδομάτων. Το ερώτημα είναι τι θα γίνει στο τέταρτο τρίμηνο. Ολα εξαρτώνται από την αύξηση της δυναμικής των επενδύσεων στο ΑΕΠ και την πορεία των τιμών της ενέργειας.
Ο κ. Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι
καθηγητής Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, πρόεδρος του ΚΕΠΕ και του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας.
Περιεχόμενο για συνδρομητές
Το παρόν άρθρο, όπως κι ένα μέρος του περιεχομένου από tovima.gr, είναι διαθέσιμο μόνο σε συνδρομητές.