Eφόσον η Ελλάδα συνεχίσει τις οικονομικές πολιτικές και τη δέσμευση για δημοσιονομική εξυγίανση, εφαρμόζοντας παράλληλα με επιτυχία τις μεταρρυθμίσεις που απομένουν, θα μπορούσε ενδεχομένως να υπάρξει αναβάθμιση από τη Moody’s, εκτιμά στη συνέντευξή του στο «Βήμα» ο Κόλιν Ελις, Global Credit Strategist της Moody’s Investor Service.
Σύμφωνα με τον ειδικό σε θέματα πιστωτικής στρατηγικής, μια υψηλότερη αξιολόγηση θα μπορούσε να υποστηριχθεί από γρηγορότερες από τις αναμενόμενες βελτιώσεις στη δημοσιονομική ισχύ της χώρας και από περισσότερη μείωση των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ). Ο αξιωματούχος της Moody’s προειδοποιεί επίσης ότι πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσαν να προκύψουν εάν αναστραφεί η πορεία πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια ή εάν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν δίνουν την ώθηση στην ανάπτυξη και στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς, που αναμένεται προς το παρόν, αλλά και ενδεχομένως στην περίπτωση που υπάρξει κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ.
Ενώ η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο την τελευταία δεκαετία, η αναλογία χρέους – ΑΕΠ θα παραμείνει υψηλή για πολλά χρόνια
Οσον αφορά τις επενδύσεις, αναγνωρίζει τις φιλικές προς τις επενδύσεις πολιτικές της κυβέρνησης, αλλά διαπιστώνει ότι η ελληνική οικονομία συνεχίζει να έχει μικρότερη διαφοροποίηση, καθώς στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στον τουρισμό και στη ναυτιλία. Εκτιμά ότι η ενίσχυση της οικονομικής ανθεκτικότητας θα χρειαστεί χρόνο, ενώ αναδεικνύει ως κινδύνους την υψηλή αναλογία χρέους – ΑΕΠ, η οποία θα παραμείνει υψηλή για αρκετά χρόνια, αλλά και τις δημογραφικές εξελίξεις.
Τι θα έπρεπε να δει η Moody’s για να λάβει την απόφαση για αναβάθμιση της Ελλάδας στην επόμενη προγραμματισμένη αξιολόγηση τον Σεπτέμβριο;
«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι δεν λαμβάνουμε εκ των προτέρων ούτε προκαθορίζουμε αποφάσεις αξιολόγησης. Κάθε επιτροπή αξιολόγησης κάνει τη δική της αξιολόγηση την κατάλληλη στιγμή. Ωστόσο, παραθέτουμε τους ακόλουθους παράγοντες που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναβάθμιση. Ανοδική πίεση θα μπορούσε να προκύψει υπό ένα σενάριο συνέχισης των οικονομικών πολιτικών και δέσμευσης για δημοσιονομική εξυγίανση σε συνδυασμό με επιτυχή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων που απομένουν.
Γρηγορότερες από τις αναμενόμενες βελτιώσεις στη δημοσιονομική ισχύ και περισσότερη μείωση των ΜΕΔ θα υποστήριζαν υψηλότερη αξιολόγηση. Επιπλέον, μια πιο γρήγορη αλλαγή στην οικονομική δομή της Ελλάδας, που συμβάλλει στη βελτίωση της οικονομικής ανθεκτικότητας, θα ήταν πιστωτικά θετική. Περαιτέρω βελτιώσεις στον τραπεζικό τομέα, μειώνοντας τη μεταβλητότητα της κερδοφορίας και φέρνοντας τους δείκτες ποιότητας των περιουσιακών στοιχείων και κεφαλαιοποίησης πιο κοντά στον μέσο όρο της Ευρωζώνης, θα ήταν επίσης πιστωτικά θετικές».
Ποιες πιστεύετε ότι είναι οι συνέπειες της πρόσφατης απόφασης να μην αναβαθμιστεί η Ελλάδα;
«Πιστεύουμε ότι η αξιολόγηση είναι κατάλληλα τοποθετημένη και η σταθερή προοπτική αντανακλά την εκτίμησή μας για το ισοζύγιο κινδύνων. Ενώ η Ελλάδα έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο την τελευταία δεκαετία, η αναλογία χρέους – ΑΕΠ θα παραμείνει υψηλή για πολλά χρόνια. Σημαντικά κονδύλια της ΕΕ μαζί με ιδιωτικές επενδύσεις θα στηρίξουν την ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια και, μαζί με τις συνεχείς μεταρρυθμίσεις, θα συμβάλουν στην άνοδο της δυνητικής ανάπτυξης και θα αντισταθμίσουν σε κάποιν βαθμό τον αρνητικό αντίκτυπο των δυσμενών δημογραφικών στοιχείων».
Ποιες είναι οι σημαντικότερες προκλήσεις και δυσκολίες κατά την άποψή σας που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και σε ποιους τομείς πιστεύετε ότι υπάρχει ανάγκη για πρόοδο, αλλά και αρνητικοί κίνδυνοι;
«Πιστεύουμε ότι θα μπορούσαν να προκύψουν πτωτικές πιέσεις στην αξιολόγηση της Ελλάδας εάν αναστραφεί η πορεία πολιτικής που παρατηρήθηκε τα τελευταία χρόνια ή εάν υπήρχαν ενδείξεις ότι οι προηγούμενες μεταρρυθμίσεις δεν δίνουν την ώθηση στην ανάπτυξη και στους δημοσιονομικούς λογαριασμούς, που αναμένεται προς το παρόν. Ειδικότερα, ενδείξεις διαρκούς, ουσιώδους επιδείνωσης της δημοσιονομικής θέσης, σε συνδυασμό πιθανώς με απότομη επιδείνωση της υγείας του τραπεζικού τομέα, θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν αρνητική ενέργεια αξιολόγησης. Μια κλιμάκωση της γεωπολιτικής κατάστασης στην Ευρώπη με τη συμμετοχή του ΝΑΤΟ θα μπορούσε να οδηγήσει πιθανότατα σε καθοδική πίεση στην αξιολόγηση».
Πώς θα αξιολογούσατε το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών να επενδύσουν στην Ελλάδα και πώς βλέπετε να επενδύουν σε «παραδοσιακούς» τομείς, όπως ο τουρισμός, ή ενδιαφέρονται και για νέους τομείς;
«Η σημερινή κυβέρνηση έχει αρχίσει να αντιμετωπίζει ορισμένες από τις διαρθρωτικές προκλήσεις που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, ιδιαίτερα αυτές που συνδέονται με τις χαμηλές επενδύσεις. Αυτές οι ενέργειες περιλαμβάνουν τη μείωση των αυξημένων φορολογικών συντελεστών στην Ελλάδα, τη χαλάρωση των επιχειρηματικών κανονισμών, τη βελτίωση του πλαισίου αδειοδότησης επενδύσεων και την προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων. Η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παρουσιάζει σχετικά χαμηλότερη οικονομική διαφοροποίηση σε σύγκριση με αντίστοιχες οικονομίες. Δεδομένου του μεγέθους και της σημασίας τομέων όπως ο τουρισμός και η ναυτιλία, η οικονομία είναι ευαίσθητη σε εξωτερικούς κραδασμούς και περαιτέρω βελτιώσεις στην οικονομική ανθεκτικότητα με τη διεύρυνση της εξαγωγικής βάσης θα απαιτήσουν χρόνο».
Θα ήθελα να θέσω και ένα ερώτημα για την ευρωπαϊκή οικονομία, η οποία έχει χάσει τη δυναμική της. Ποιες πηγές ανησυχίας βλέπετε και ποιες προκλήσεις εκτιμάτε ότι μπορεί να υπάρξουν, ειδικά αν λάβουμε υπ’ όψιν τις πρόσθετες ανάγκες δαπανών των ευρωπαϊκών χωρών, όπως στην άμυνα;
«Ενώ η οικονομική ανάπτυξη στην Ευρώπη επιβραδύνθηκε το 2023, αναμένουμε ότι η ανάπτυξη θα επιταχυνθεί λίγο το 2024 και θα ενισχυθεί περαιτέρω το 2025. Οι κυβερνήσεις παγκοσμίως συνεχίζουν να αντιμετωπίζουν ανταγωνιστικές προτεραιότητες για δαπάνες, ενώ εξακολουθούν συχνά να έχουν ελλείμματα την εφετινή χρονιά. Στην Ευρώπη, πολλές κυβερνήσεις βρίσκονται υπό πίεση να δαπανήσουν περισσότερα για την άμυνα, ιδίως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Χωρίς δράση σε πολιτικές για αύξηση των φορολογικών εσόδων ή περικοπή των δαπανών αλλού ή συνδυασμό και των δύο, απλά και μόνο η επίτευξη του στόχου του 2% του ΝΑΤΟ σε σταθερή βάση μέχρι το 2030 θα επιβαρύνει τη δημοσιονομική ισχύ της Γαλλίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Πολωνίας, για παράδειγμα».