Πολλαπλά οφέλη θα αποκομίσουν οι ελληνικές τράπεζες από την επιστροφή της χώρας σε επενδυτική βαθμίδα. Η επίτευξη του εθνικού στόχου, όπως τον έχει χαρακτηρίσει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, θα δημιουργήσει έναν καθαρό διάδρομο στο χρηματοπιστωτικό σύστημα προς την κατεύθυνση περαιτέρω ενίσχυσης των μεγεθών του και επαναφοράς σε συνθήκες πλήρους κανονικότητας.

Σύμφωνα με αναλυτές, η αναβάθμιση από τους οίκους αξιολόγησης θα δώσει σημαντική ώθηση στον κλάδο, κυρίως ως εξής:

1. Μείωση κόστους χρηματοδότησης: Η ανεμπόδιστη πρόσβαση των πιστωτικών ιδρυμάτων στις διεθνείς αγορές και η υποχώρηση των επιτοκίων θα έχουν δύο βασικές θετικές επιδράσεις:

Πρώτον, θα οδηγήσουν σε χαμηλότερα επίπεδα το κόστος δανεισμού για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την ανάκαμψη της ζήτησης το επόμενο διάστημα.

Δεύτερον, θα συμβάλλουν στην αποτελεσματικότερη εκτέλεση των επιχειρησιακών σχεδιασμών των συστημικών ομίλων, που καλούνται έως και το 2026 να προχωρήσουν σε μπαράζ εκδόσεων ομολόγων για την κάλυψη των στόχων MREL. Η μείωση στα επιτόκια των τίτλων που θα εκδοθούν θα περιορίσει τα έξοδα για τόκους, δίνοντας ώθηση στην προ φόρων κερδοφορία και θα βελτιώσει τις προοπτικές για επιστροφή στην εποχή των μερισμάτων από το 2024.

2. Μείωση κινδύνου ενεργητικού: Θα υποχωρήσει ο κίνδυνος των εγχώριων πιστωτικών ιδρυμάτων από την έκθεσή τους σε τίτλους του Ελληνικού Δημοσίου. Ειδικότερα, η επιλεξιμότητά τους από μεγάλα θεσμικά funds, των οποίων τα χαρτοφυλάκια διαρθρώνονται σε συντριπτικά μεγάλο ποσοστό από χρεόγραφα εκδοτών αυτής της κατηγορίας, θα περιορίσει τις διακυμάνσεις τους, άρα και το σχετικό ρίσκο.

3. Εξυγίανση ισολογισμών: Θα διευκολυνθεί η προσπάθεια περαιτέρω μείωσης των κόκκινων δανείων. Την επόμενη τριετία οι τράπεζες μεταξύ άλλων προγραμματίζουν συναλλαγές αποενοποίησης μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων και η βελτίωση του οικονομικού / επενδυτικού κλίματος αναμένεται να συμβάλει καθοριστικά για την επίτευξη καλύτερων όρων.

Επιπλέον, δημιουργούνται οι συνθήκες για την προσέλκυση επενδυτών που θα τοποθετηθούν σε προβληματικές σήμερα αλλά βιώσιμες επιχειρήσεις, οι οποίες υπό προϋποθέσεις μπορούν να επιστρέψουν σε διατηρήσιμη κερδοφορία. Με τον τρόπο αυτόν θα επιταχυνθεί ο ρυθμός αποθεραπείας του υφιστάμενου αποθέματος κόκκινων δανείων.