Πόσες κρίσεις μπορεί να αντέξει ο κόσμος τον 21ο αιώνα; Πόσο μακριά μπορούν να πορευθούν τα έθνη μέσα στην εσωστρέφεια, την καχυποψία, τις αντιπαλότητες όλων εναντίον όλων, τον γεωπολιτικό, οικονομικό και εμπορικό κατακερματισμό και την απουσία συνεργατικού πνεύματος;

Στο βιβλίο τους «Οι Νέοι Κανόνες του Παιχνιδιού» που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος, οι καθηγητές Γιώργος Παπακωνσταντίνου και Ζαν Πιζανί-Φερί περιγράφουν την «κραυγαλέα αναντιστοιχία μεταξύ της ζήτησης και της προσφοράς συλλογικής δράσης». Και προτείνουν λύσεις «συγκεκριμένες και ρεαλιστικές», με τη φιλοδοξία να ανταποκριθούν στα νέα «ετερογενή και ανορθόδοξα πρότυπα».

Οι δύο συγγραφείς απάντησαν στις ερωτήσεις του «Βήματος» για την εύθραυστη κατάσταση των πραγμάτων. Εξηγούν τι πήγε στραβά και τρεις δεκαετίες μετά τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου καταλήξαμε να συζητούμε από την αρχή για προβλήματα και να αναζητούμε λύσεις σε ερωτήματα που εν πολλοίς έχει απαντήσει η ίδια η Ιστορία. Επίσης διατυπώνουν ιδέες για το πώς θα μπορούσαν να πάψουν να μοιάζουν σισύφειες οι προσπάθειες των εθνικών κυβερνήσεων και των υπερεθνικών θεσμών για ένα καλύτερο μέλλον.

Ογδόντα χρόνια μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και τριάντα πέντε μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε, όλα δείχνουν ότι ο κόσμος βαδίζει ολοταχώς προς τα πίσω. Με δύο πολεμικές συρράξεις να μαίνονται και να χρονίζουν, με έναν διπλό εμπορικό πόλεμο (μεταξύ Δύσης και Ανατολής αλλά και μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης) να βαίνει προς κλιμάκωση μετά την εκλογή Τραμπ, με τον γεωπολιτικό κατακερματισμό να κορυ-φώνεται και την καχυποψία ακόμα και μεταξύ φίλων και συμμάχων να μεγαλώνει, και τέλος με την κλιματική αλλαγή να έχει μετατραπεί σε κρίση, πιστεύετε ότι υπάρχει ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον;

Ζαν Πιζανί-Φερί: «Είμαστε πράγματι σε μία πρωτόγνωρη κατάσταση – μία συγκυρία που ίσως αποδειχθεί κομβική. Αυτό που κάνει μεγάλη εντύπωση είναι το χάσμα ανάμεσα στο μέγεθος των προκλήσεων και την αδυναμία – ή άρνηση – να αναζητηθούν και να εφαρμοστούν κοινά αποδεκτά λύσεις. Από τις πολεμικές συρράξεις, την κλιματική αλλαγή, το διεθνές εμπόριο και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, έως την παγκόσμια υγεία και τη διακυβέρνηση της τεχνητής νοημοσύνης, το μέγεθος των προκλήσεων απαιτεί́ μια άνευ προηγουμένου προσπάθεια και η φύση των προβλημάτων απαιτεί συντονισμένη διεθνή δράση.

Και όμως, ίσως ποτέ άλλοτε τα τελευταία 50 χρόνια η γεωπολιτική δεν ήταν τόσο εύθραυστη, οι κανόνες παγκόσμιας διακυβέρνησης τόσο αδύναμοι, οι θεσμοί τόσο απαξιωμένοι, η πολιτική τόσο εχθρική προς την ανάληψη συλλογικής δράσης που να μπορεί να στηρίξει τα παγκόσμια δημόσια αγαθά και τις βασικές αρχές στις οποίες έχει θεμελιωθεί η οικονομική αλληλεξάρτηση – και να εγγυηθεί την ειρήνη και τη δημοκρατία».

Γιώργος Παπακωνσταντίνου: «Δύο είναι οι επιλογές μπροστά μας. Η μία είναι να παραδοθούμε σε έναν κόσμο χωρίς κανόνες, χωρίς αξίες, όπου υπερισχύει η ψυχρή γεωπολιτική ισχύς. Η άλλη είναι να εργαστούμε για να εφεύρουμε μία νέα παγκόσμια αρχιτεκτονική για έναν κόσμο ο οποίος χαρακτηρίζεται από έναν άνευ προηγουμένου συνδυασμό αλληλεξάρτησης και κατακερματισμού: την αλληλεξάρτηση λόγω της έντασης του εμπορίου και παγκόσμιων κοινών αγαθών όπως το κλίμα, η υγεία και τα ψηφιακά δίκτυα· και τον κατακερματισμό ως αποτέλεσμα της χειραφέτησης των αναδυόμενων χωρών, της αντιπαλότητας μεταξύ Κίνας και Ηνωμένων Πολιτειών για την παγκόσμια ηγεσία και της επιστροφής στην Ευρώπη της μεγάλης κλίμακας στρατιωτικής αντιπαράθεσης με τον πόλεμο στην Ουκρανία.

Για αυτόν τον νέο κόσμο, στο βιβλίο μας Οι Νέοι Κανόνες του Παιχνιδιού αναλύουμε την ανάγκη για ρεαλιστικές λύσεις που βασίζονται στα νέα πρότυπα διεθνούς συνεργασίας, ακόμα και αν αυτά είναι ετερογενή και ανορθόδοξα. Είναι επείγον να εφευρεθούν νέα εργαλεία και προσεγγίσεις πολιτικής, να επαναπροσδιοριστούν οι παλιοί θεσμοί, να δημιουργηθούν νέοι».

Για να αντιμετωπίσει κανείς μια άσχημη και μη αποδεκτή κατάσταση θα πρέπει να κατανοήσει πώς αυτή προέκυψε. Τι πιστεύετε ότι μας οδήγησε ως εδώ; Τι δεν κάναμε καλά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και αντί να απολαύσουμε τα αγαθά της ελευθερίας και της δημοκρατίας – έτσι όπως τα εννοεί ο κάθε λαός – φτάσαμε σε έναν νέο, ανηλεή και πολυεπίπεδο διεθνή ανταγωνισμό; Ποια είναι η ευθύνη της Δύσης, ως νικήτριας του Ψυχρού Πολέμου, για τις εξελίξεις που βιώνουμε σήμερα;

Ζαν Πιζανί-Φερί: «Κατ’ αρχάς, όσο μεγάλες και αν είναι οι προκλήσεις, δεν πρέπει να ξεχνάμε την πρόοδο των τελευταίων δεκαετιών. Οι δείκτες είναι σαφείς: η εμβάθυνση της παγκόσμιας οικονομικής αλληλεξάρτησης – αυτό που ονομάζουμε παγκοσμιοποίηση – έχει μειώσει δραστικά την παγκόσμια φτώχεια και τις ανισότητες ανάμεσα στις χώρες.

Εχει ενσωματώσει στη διεθνή οικονομία χώρες που μέχρι χθες βρίσκονταν στο περιθώριο. Ας μην το ξεχνάμε αυτό και ας μη βλέπουμε τα πράγματα μόνο από την οπτική γωνία των αναπτυγμένων χωρών. Σε έναν βαθμό, μέρος αυτού που παρατηρούμε σήμερα δεν είναι τίποτα άλλο από τις τεκτονικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία καθώς νέες χώρες διεκδικούν μία θέση που να τους αρμόζει στον παγκόσμια καταμερισμό αλλά και στο οικοδόμημα της διεθνούς διακυβέρνησης.

Θυμάστε το περίφημο «τέλος της ιστορίας» του Φουκουγιάμα; Πόσο έξω μπορούσαμε να πέσουμε θεωρώντας με περισσή αλαζονεία ότι οι αξίες του φιλελεύθερου διεθνούς συστήματος ήταν παγκόσμιες και ότι σύντομα θα τις ασπάζονταν όλοι; Δεν θελήσαμε να δούμε κατάματα τις διαρθρωτικές αλλαγές στην παγκόσμια οικονομία και την επιθυμία πολλών χωρών να χειραφετηθούν από ένα παγκόσμιο σύστημα διακυβέρνησης σχεδιασμένο για αυτές αλλά χωρίς αυτές.

Αντί για κοινά αποδεκτές λύσεις, προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον έλεγχο ενός συστήματος που φθίνει. Τρανταχτό παράδειγμα η άρνηση να δώσουμε σε αναπτυσσόμενες χώρες μία θέση στο τραπέζι, όπως με τη δυνατότητα να ηγηθούν των βασικών διεθνών οργανισμών. Αποτέλεσμα: ο κατακερματισμός του συστήματος και η αμφισβήτηση όσων έχουν χτιστεί αυτά τα χρόνια. Θα χρειαστεί μεγάλος κόπος σήμερα ώστε να σταματήσουν οι φυγόκεντρες δυνάμεις και να συμφωνήσουμε από κοινού σε νέους κανόνες».

Στη Μέση Ανατολή είδαμε ότι ο πόλεμος διεξάγεται πλέον ακόμα και με κινητά τηλέφωνα και βομβητές που μετατρέπονται σε φονικά όπλα. Η ιλιγγιώδης τεχνολογική πρόοδος του 21ου αιώνα, ιδιαίτερα στη δεκαετία που διανύουμε, με την έκρηξη της τεχνητής νοημοσύνης, διευκολύνει ή δυσχεραίνει την προσπάθεια για ειρήνη, για πρόοδο και ευημερία, που αποτελεί πάγιο και διαχρονικό αίτημα των ανθρώπινων κοινωνιών;

Γιώργος Παπακωνσταντίνου: «Η τεχνολογία δεν είναι ουδέτερη. Τα αποτελέσματα της ανάπτυξης των παγκόσμιων δικτύων εξαρτώνται από τους κανόνες και το πλαίσιο εντός του οποίου αναπτύσσονται. Το Ιντερνετ γεννήθηκε μέσα σε μία απέραντη αισιοδοξία για τις δυνατότητες εκδημοκρατισμού και διάχυσης της γνώσης στον τελευταίο πολίτη. Η τεχνητή νοημοσύνη (ΤΝ) υπόσχεται αντίστοιχα πράγματα σήμερα. Θα αλλάξει τα πάντα – το βλέπουμε ήδη. Μπορεί όμως κανείς να είναι θετικός απέναντι σε αυτό το φαινόμενο χωρίς να υποτιμά τους κινδύνους. Και οι κίνδυνοι είναι πολλοί. Μία πρώτη κατηγορία κινδύνων έχει να κάνει με την κυβερνοασφάλεια.

Τα συνδεδεμένα παγκόσμια δίκτυα είναι ευάλωτα σε κάθε λογής επιθέσεις, αλλά και οι νέες τεχνολογίες και βέβαια η ΤΝ χρησιμοποιούνται ήδη από άτομα αλλά και κράτη για εγκληματικούς σκοπούς ή με τρόπο που θολώνει τη διαφορά ανάμεσα στο αληθινό και το κατασκευασμένο. Επείγει συνεπώς ένα διεθνές πλαίσιο «κανόνων συμπεριφοράς» και ρυθμίσεων για να αποφευχθούν τα χειρότερα.

Συναφή είναι και τα θέματα γύρω από την επίδραση των νέων τεχνολογιών στην ιδιωτικότητα, όπου το πρόβλημα δυσχεραίνεται από τις προτιμησιακές διαφορές ανάμεσα στις χώρες (εντελώς διαφορετική είναι η έννοια της ιδιωτικότητας στις ΗΠΑ, στην Ευρώπη και στην Κίνα). Τέλος, ένας τρίτος τεράστιος κίνδυνος έχει να κάνει με την ανεξέλεγκτη ισχύ των μεγάλων τεχνολογικών κολοσσών. Αποτελούν κίνδυνο για την ίδια τη δημοκρατία – αρκεί να δει κανείς πώς οι δισεκατομμυριούχοι ιδιοκτήτες των νέων παγκόσμιων μέσων απροκάλυπτα εμπλέκονται στην πολιτική στις ΗΠΑ και αλλού και επηρεάζουν το αποτέλεσμα».

Οι εφετινοί νομπελίστες Οικονομίας βραβεύτηκαν για την έρευνά τους στη λειτουργία και στην ποιότητα των θεσμών ως παραγόντων δημιουργίας πλούτου και ευημερίας στις κοινωνίες, αλλά και ως παραγόντων εδραίωσης και εμβάθυνσης της δημοκρατίας στα κράτη. Να υποθέσει κανείς ότι η εκτίναξη των οικονομικών ανισοτήτων τις τελευταίες δεκαετίες στις δυτικές κοινωνίες και η ενίσχυση πολιτικών σχηματισμών που εμφορούνται από ανελεύθερες ή ολοκληρωτικές ιδέες και αντιλήψεις υποδηλώνουν μια γενικότερη θεσμική δυσλειτουργία ή ανεπάρκεια;

Ζαν Πιζανί-Φερί: «Οι εφετινοί νομπελίστες ορθά βάζουν στο επίκεντρο το θέμα της σταθερότητας και ωριμότητας των θεσμών ως παράγοντα ανάπτυξης, δικαιοσύνης αλλά και δημοκρατικής ολοκλήρωσης. Δυστυχώς, δίπλα στην άρνηση των δυτικών κοινωνιών στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω να ενσωματώσουν ουσιαστικά τις αναδυόμενες οικονομίες στο παγκόσμιο πλαίσιο διακυβέρνησης, δεν θελήσαμε παράλληλα να δούμε ότι η παγκοσμιοποίηση – παρά το αναμφισβήτητα θετικό συνολικά πρόσημο παγκοσμίως – άνοιξε στις δυτικές κοινωνίες νέες ψαλίδες ανισοτήτων και την αίσθηση της απώλειας εκπροσώπησης, εξελίξεις που συνέβαλαν στο μόρφωμα του λαϊκισμού.

Για πολύ καιρό, οι κυρίαρχες πολιτικές (και η κρατούσα άποψη στην οικονομική επιστήμη) υποτίμησαν τα ζητήματα αυτά. Προτιμήσαμε να αγνοήσουμε το γεγονός ότι οι κυριαρχία των απόλυτα ρευστών παγκόσμιων αγορών κεφαλαίου, η τεχνολογική πρόοδος και το διεθνές εμπόριο δίνουν δυναμική αλλά δημιουργούν στις δυτικές κοινωνίες τόσο νικητές όσο και πολλούς χαμένους. Σταδιακά συνεπώς όσοι αισθάνθηκαν ότι δεν μπορούσαν να παρακολουθήσουν τις αλλαγές αυτές ή όσοι ήταν ευάλωτοι σε συνταγές με εύκολες λύσεις και ευδιάκριτους εχθρούς γρήγορα ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Οι δε θεσμοί δεν λειτούργησαν στο να αποτρέψουν ακραία φαινόμενα προσοδοθηρίας ή στο να επιχειρήσουν να ενσωματώσουν το μέρος της κοινωνίας που σταδιακά έμενε πίσω».

H ελληνική οικονομία εξακολουθεί να είναι ευάλωτη σε κρίσεις

Ολα δείχνουν ότι η Ελλάδα έχει αφήσει πίσω της την πολυετή, πολυπρόσωπη και πολυπαραγοντική κρίση που οδήγησε στη χρεοκοπία, με αποτέλεσμα και το ΑΕΠ της να υπολείπεται εκείνου προ 15ετίας και κυρίως οι μισθοί και το επίπεδο διαβίωσης των Ελλήνων (όσων δεν αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό) να υπολείπονται δραματικά των άλλων ευρωπαϊκών λαών (εξαιρουμένων των Βουλγάρων και των Ούγγρων). Πέρα από τις εξωγενείς και ως εκ τούτου δύσκολα αντιμετωπίσιμες απειλές, τι θα έπρεπε να προσέξουν οι ελληνικές κυβερνήσεις για να μην ξαναγίνει η ελληνική οικονομία παράδειγμα προς αποφυγήν;

Γιώργος Παπακωνσταντίνου: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα τού 2025 είναι σημαντικά διαφορετική από αυτήν του 2010. Χρειάστηκε καιρός για να αναγνωριστούν το μέγεθος και το βάθος της κρίσης. Αλλά από το 2010 διαδοχικές κυβερνήσεις (σε διαφορετικό βέβαια βαθμό, και συχνά με επώδυνα πισωγυρίσματα) συνεισέφεραν τόσο στο συμμάζεμα των δημοσίων οικονομικών όσο και σε σειρά διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων. Αλλά προσοχή: η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει σημαντικές αδυναμίες και να είναι πιο ευάλωτη από άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες σε κρίσεις. Να μην ξεχνάμε πόσο βαθιά ήταν η κρίση στην Ελλάδα: συγκρίνεται σε βάθος μόνο με τη Μεγάλη Υφεση του 1929-32 στις ΗΠΑ. Αλλά σε αντίθεση με εκείνη, όπου η κρίση ξεπεράστηκε σε μερικά χρόνια, σε εμάς έχει διαρκέσει πάνω από μία δεκαετία.

Η αδιαμφισβήτητη πρόοδος που έχει γίνει δεν μπορεί συνεπώς να επισκιάσει τα πολλά και σημαντικά προβλήματα που παραμένουν. Ενα από αυτά είναι οι μεγάλες ανισότητες και η μειωμένη αγοραστική δύναμη των Ελλήνων – ειδικότερα των πλέον αδύναμων. Αυτό παραπέμπει σε ένα φορολογικό σύστημα που παραμένει άδικο και τιμωρεί υπερβολικά την εργασία ενώ είναι γενναιόδωρο απέναντι στον πλούτο, αλλά και στον δισταγμό να σπάσουν μονοπωλιακές δομές στην οικονομία. Δεύτερο είναι ο χαμηλός δυνητικός μεσοπρόθεσμος ρυθμός ανάπτυξης της χώρας, αποτέλεσμα χαμηλής παραγωγικότητας και μικρής συμμετοχής στην αγορά εργασίας. Με τη σειρά του αυτό σημαίνει ότι πολλές από τις διαρθρωτικές αλλαγές που έγιναν όλα αυτά τα χρόνια ήταν επιφανειακές και δεν είχαν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.

Με μεσοπρόθεσμη δυνητική ετήσια μεγέθυνση της τάξης του 1%-1,5%, θα είναι δύσκολη η μείωση του δημοσίου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ. Τέλος, ένα τρίτο ουσιαστικό πρόβλημα είναι το ότι τομείς όπως η εκπαίδευση, η δικαιοσύνη αλλά ακόμα και παθογένειες στο πολιτικό σύστημα εξακολουθούν να αποτελούν τροχοπέδη και να μη βοηθούν την Ελλάδα να πάει μπροστά. Η ατζέντα αλλαγών παραμένει συνεπώς μεγάλη και επείγουσα».