Λόγω των ευνοϊκών μακροοικονομικών προοπτικών η καταλληλότερη πολιτική για τις χώρες της ευρωζώνης είναι να ακολουθήσουν μια περιοριστική δημοσιονομική ώθηση για το 2024, επισημαίνει ο Νιλς Τίγκεσεν, επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Δημοσιονομικού Συμβουλίου (EFB), μιλώντας στο «Βήμα» με αφορμή την έκθεση του Συμβουλίου για την αξιολόγηση της κατάλληλης δημοσιονομικής στάσης για την ευρωζώνη το επόμενο έτος. Ο δανός οικονομολόγος τονίζει επίσης την ανάγκη απόσυρσης των μη στοχευμένων μέτρων στήριξης του ενεργειακού κόστους.
Ποιες σημαντικές προκλήσεις αντιμετωπίζει η Ευρώπη και η ευρωζώνη;
«Η Ευρώπη αντιμετωπίζει αρκετές προκλήσεις, που δεν συνδέονται όλες με τα δημοσιονομικά. Μία πρόκληση που θα μπορούσε να προκύψει είναι να χειροτερέψουν οι σχέσεις εντός της Ευρώπης ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, που συνδέεται με το επίπεδο ετοιμότητας που πρέπει να δημιουργήσουμε. Οι περισσότερες χώρες βρίσκονται σε απόσταση από τους στόχους των αμυντικών τους δαπανών και θα πρέπει να συμβάλουν στην άμυνα της Ουκρανίας. Υπάρχει επίσης η ανασυγκρότηση της Ουκρανίας, που θα απαιτήσει νέους πόρους. Ενα επιπλέον θέμα είναι η συμβολή του κάθε κράτους-μέλους ξεχωριστά και η ισορροπία με την κοινή προσπάθεια που χρηματοδοτείται από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Επίσης υπάρχουν οι προκλήσεις της πράσινης και ψηφιακής μετάβασης. Πρόκειται για προκλήσεις που θα προκύψουν τα επόμενα χρόνια, αλλά θα αντιμετωπίσουμε επιπλέον πιο μακροπρόθεσμες, και για αυτό συνιστούμε προσοχή στη δημοσιονομική πολιτική στα κράτη-μέλη διότι θα χρειαστούν όσο δημοσιονομικό χώρο μπορεί να υπάρξει. Μακροπρόθεσμα υπάρχει το κόστος της γήρανσης του πληθυσμού, το οποίο αυξάνει με μεγαλύτερη ταχύτητα από τις εκτιμήσεις, διότι τα δημογραφικά έχουν χειροτερέψει. Για αυτό εν όψει αυτών των σοβαρών προβλημάτων χρειάζεται δημοσιονομικός χώρος. Επιπλέον, πτώση του πληθωρισμού και η αύξηση των επιτοκίων θα προσφέρουν σε εύθετο χρόνο μικρότερη ανακούφιση στα δημόσια οικονομικά. Το 2024 φαίνεται ότι θα είναι μια καλή χρονιά και για αυτό οι χώρες θα πρέπει να είναι επιφυλακτικές».
Μπορεί να επιτευχθεί πολιτικά μια πιο σφιχτή δημοσιονομική πολιτική, καθώς τον επόμενο χρόνο έχουμε ευρωπαϊκές εκλογές, βλέπουμε άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων σε αρκετές χώρες, επιπλέον οι πληθυσμοί εδώ και κάποια χρόνια έχουν συνηθίσει σε επεκτατική πολιτική;
«Συμφωνώ με ό,τι λέτε. Λόγω της μη εφαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων τα τελευταία χρόνια οι χώρες έχουν συνηθίσει σε μεγαλύτερη ελευθερία στις δαπάνες, κάτι που ήταν απαραίτητο διότι αντιμετωπίσαμε σημαντικές κρίσεις. Αλλά σε καλύτερες περιόδους πρέπει οι χώρες να είναι προσεκτικές έναντι των δαπανών. Μετά την οικονομική κρίση είχαμε κάποιες καλές χρονιές, αλλά το ύψος του χρέους παρέμεινε υψηλό. Δεν δημιουργήθηκε δημοσιονομικός χώρος και δεν θα πρέπει να επαναληφθεί τώρα. Ο πληθωρισμός έχει βοηθήσει στη μείωση του δημοσίου χρέους και θα διαρκέσει για δύο με τρία χρόνια, αλλά κάποια στιγμή επιτόκια και μείωση του πληθωρισμού δεν θα προσφέρουν δημοσιονομική ανακούφιση, οπότε υπάρχουν πολλοί λόγοι για δημοσιονομική επιφυλακτικότητα. Βέβαια υπάρχει όπως αναφέρατε η άνοδος των ακροδεξιών κομμάτων ακόμη και στη χώρα σας όπου εκλέχθηκε σταθερή κυβέρνηση, οπότε οι πολιτικοί πρέπει να είναι πιο τολμηροί απ’ ό,τι στο παρελθόν, αλλιώς μπορεί να αποδειχθεί καταστροφική η πολιτική σε κάποια στιγμή. Δεν είμαι πολιτικός, αλλά υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι για μεγαλύτερη δημοσιονομική επιφυλακτικότητα ξεκινώντας από το 2024».
Στην έκθεσή σας συνιστάτε επίσης ότι οι χώρες με υψηλό χρέος θα πρέπει να είναι ακόμη πιο επιφυλακτικές.
«Η Ελλάδα χαίρει σχετικά χαμηλότερων επιτοκίων βάσει των συμφωνιών που έγιναν, και έχει καλή οικονομική επίδοση, οπότε δεν θα έλεγα ότι είναι σε τόσο δύσκολη θέση όσο άλλες χώρες. Η Ελλάδα χάρη και στον πληθωρισμό μείωσε το δημόσιο χρέος σημαντικά, όσο υψηλότερο το χρέος τόσο υψηλότερη η μείωση εξαιτίας του πληθωρισμού, οπότε το ελληνικό χρέος μειώνεται γρήγορα, γρηγορότερα από τα άλλα κράτη με υψηλό χρέος, αλλά παραμένει το υψηλότερο».
Εχετε εδώ και χρόνια κάνει συγκεκριμένες προτάσεις για την αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Πώς βλέπετε τη συζήτηση που διεξάγεται;
«Κάποιες από τις προτάσεις μας υιοθετήθηκαν από την Κομισιόν, κάποιες όχι, όπως η ιδέα να δημιουργηθούν και να είναι έτοιμοι μηχανισμοί κρίσεων. Δυστυχώς ο ΕΣΜ δεν κάνει κάτι προς την κατεύθυνση αυτή, δεν είναι εξουσιοδοτημένος. Δεν θέλω να σχολιάσω τη συζήτηση και τις προτάσεις της Κομισιόν. Απλά να πω ότι οι κυριότεροι λόγοι για να υπάρχουν δημοσιονομικοί κανόνες είναι για να αποτρέπουν επιδράσεις σε χώρες με υψηλό χρέος σε εποχές γρήγορης αύξησης του δημοσίου χρέους. Επίσης θεωρώ ότι το χρέος δεν πρέπει να ελέγχεται πολύ αυστηρά σε ετήσια βάση, αλλά δεν θέλω να μιλήσω τώρα σχετικά με τα ετήσια αριθμητικά ορόσημα, που έχουν προταθεί από ορισμένες χώρες. Θα έχουμε σχετική ανάλυση στην ετήσια έκθεση του Συμβουλίου τον προσεχή Οκτώβριο. Αρχικά νομίζαμε ότι η έκθεσή μας θα δημοσιευτεί αργά, αλλά ως φαίνεται δεν θα υπάρξει συμφωνία μέχρι τότε. Γενικά υποστηρίζουμε τις προτάσεις της Κομισιόν. Συνιστούν θετική πρόοδο έχοντας μια μεσοπρόθεσμη προοπτική, δίνοντας έμφαση στη βιωσιμότητα του χρέους και απλοποιώντας τους δείκτες πολιτικής».
Είστε πάντως υπέρ της διαφοροποίησης στον ρυθμό μείωσης του χρέους για κάθε κράτος.
«Εχουμε υποστηρίζει σε παλαιότερες εκθέσεις μας ότι η διαφοροποίηση απαιτείται. Το να εφαρμόζονται ίδιοι κανόνες σε όλους δεν είναι εφαρμόσιμο με δεδομένες τις διαφορές στο σημείο εκκίνησης. Εκτιμώ ότι οι κυβερνήσεις είναι πιο έτοιμες σήμερα για την ιδέα αυτή. Χρειάζεται μια πιο επικριτική προσέγγιση, αξιολογώντας τους πραγματικούς κινδύνους, να κινείται το χρέος στη σωστή πορεία και όχι να συνδέεται με έναν συγκεκριμένο αριθμό κάθε χρόνο. Ορθόδοξες οικονομικά χώρες εκτιμούν ότι δεν θα δουλέψει, αλλά φυσικά το συνολικότερο ζήτημα είναι να υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ανάμεσα στις χώρες. Αλλά η συζήτηση δείχνει ότι η εμπιστοσύνη αυτή εξακολουθεί να λείπει μεταξύ ομάδων κρατών και μεταξύ κάποιων κρατών και της Κομισιόν».
Και μια τελευταία ερώτηση…
Συνιστάτε επίσης την απόσυρση των μέτρων για το ενεργειακό κόστος.
«Σύμφωνα με την Κομισιόν αναμένεται να αποσυρθούν σε μεγάλο βαθμό το 2024. Αναμένεται ότι η σταδιακή κατάργηση των μέτρων ενεργειακής στήριξης από μόνη της θα κυμανθεί κοντά στο 1,25% του ΑΕΠ. Δεν είμαστε υπέρ των μέτρων που δεν είναι στοχευμένα αρκετά. Η πρόθεση πρέπει να είναι, διότι η κατάσταση είναι διαφορετική τώρα, να γίνει απόσυρση. Εξάλλου, ένα μεγάλο μέρος των μέτρων δεν ακολουθούν τα κριτήρια που έθεσε η Κομισιόν με στόχο να βοηθήσουν τους πιο ευάλωτους».