Απαλλαγμένη από τα ταμπού των προηγούμενων δεκαετιών του υπερκαταναλωτισμού και με πρωταγωνιστές τους millennials και τους Z-ers, η αγορά των μεταχειρισμένων ειδών έχει αρχίσει να αποκτά χαρακτηριστικά ιδεολογίας και στην ελληνική αγορά.

Ρούχα, αθλητικά παπούτσια, ρολόγια, αξεσουάρ, ηλεκτρονικές συσκευές και παιχνίδια, κινητά, όργανα γυμναστικής, αλλά και έπιπλα, όλα από δεύτερο χέρι, αποκτούν νέα ζωή, με τους καταναλωτές να συνδέουν το τερπνό – εξοικονόμηση χρημάτων – με το ωφέλιμο – βιωσιμότητα.

Σημειώνεται ότι το 2022 η κατηγορία του retail που είχε την υψηλότερη ποσοστιαία αύξηση έναντι του 2021 ήταν τα μεταχειρισμένα είδη (+41%), σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ.

Η τάση του second hand έγινε περισσότερο αισθητή κατά τη διάρκεια της πανδημίας λόγω της υβριδικής προσέγγισής της μέσω της τεχνολογίας, κάτι που συνέβη σε παγκόσμιο επίπεδο.Είναι χαρακτηριστικό πως οι 4 στους 10 έλληνες καταναλωτές που απέκτησαν κάποιο μεταχειρισμένο προϊόν έκαναν τις αγορές τους μέσω ηλεκτρονικού καταστήματος, σύμφωνα με στοιχεία της Focus Bari | YouGov.

Τα περιβαλλοντικά οφέλη και η μοναδικότητα των μεταχειρισμένων ειδών, ειδικά στην κατηγορία των vintage, είναι κάποιοι από τους βασικούς λόγους για τη στροφή των Ελλήνων, κυρίως των νέων, στην αγορά της μεταπώλησης, αλλά δεν είναι οι πρωταρχικοί.

Με βάση έρευνα από το Vendora.gr, το πιο σημαντικό κίνητρο για αγορές από δεύτερο χέρι, σύμφωνα με 8 στους 10 ερωτηθέντες, είναι η εξοικονόμηση χρημάτων.

Το ίδιο συμβαίνει και διεθνώς. Το 68% των αγοραστών της Gen Z που ερωτήθηκαν από την εταιρεία ανάλυσης δεδομένων Morning Consult είπαν ότι η εξοικονόμηση χρημάτων είναι ένας σημαντικός λόγος για την αγορά μεταχειρισμένων, σε σύγκριση με το 26% που δήλωσε ότι η βιωσιμότητα ήταν η βασική αιτία.

Φωτ.: Becca McHaffie/ Unsplash

Τα ρούχα η μεγαλύτερη αγορά

Η αξία της αγοράς μεταπώλησης στον κλάδο των ενδυμάτων εκτιμάται σε 100-120 δισ. δολάρια, τρεις φορές μεγαλύτερη από ό,τι το 2019, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα από τη Vestiaire Collective και την Boston Consulting Group.

Η αγορά μεταχειρισμένων ειδών κατέχει ήδη μερίδιο 3% έως 5% του συνολικού κλάδου ένδυσης, υποδημάτων και αξεσουάρ και θα μπορούσε να αυξηθεί έως και 40%, σύμφωνα με την έρευνα.

Στην Ευρώπη, η αγορά μεταχειρισμένων ενδυμάτων διαμορφώθηκε στα 18 δισ. δολάρια το 2022 και προβλέπεται να φτάσει τα 41 δισ. δολάρια έως το 2032, αυξάνοντας κατά +8,4% κάθε χρόνο ταχύτερα από πριν (+6,4% CAGR 2017-2021).

Η απήχηση της αγοράς από δεύτερο χέρι είναι τέτοια που και πολυτελείς μάρκες, όπως οι Gucci, Burberry και Stella McCartney, συνεργάζονται με διαδικτυακές πλατφόρμες, για παράδειγμα το The RealReal και το Vestiaire Collective, διαθέτοντας προϊόντα τους, ενώ ορισμένοι, από την Isabel Marant και την Balenciaga μέχρι τα Selfridges και το Net-a-Porter, έχουν λανσάρει ολοκληρωμένες πλατφόρμες μεταπώλησης.

Την ίδια στιγμή, πάνω από 100 δισ. δολάρια υπολογίζεται ότι θα φτάσει η αγορά των μεταχειρισμένων κινητών τηλεφώνων έως το 2026.

Και δεν είναι μόνο τα προϊόντα μόδας ή τεχνολογίας. Η Statista προβλέπει ότι η αγορά μεταχειρισμένων επίπλων θα υπερδιπλασιαστεί από 13,4 δισ. δολάρια το 2022 σε 27 δισ. δολάρια μέχρι το 2026.

Φωτ.: George Bakos/ Unsplash

Και γρήγορη μόδα από δεύτερο χέρι

Τους τελευταίους μήνες στην αγορά μεταπώλησης εισήλθαν μαζικά και οι εταιρείες γρήγορης μόδας (fast fashion), όπως η αμερικανική Pretty Little Thing (PLT), ο κινεζικός γίγαντας Shein, η Zara και η H&M.

Η PLT κυκλοφόρησε το PLT Marketplace στα τέλη Αυγούστου πέρυσι, η Shein παρουσίασε το Shein Exchange στα μέσα Οκτωβρίου, ενώ ακολούθησε η Zara με την πλατφόρμα Zara Pre-Owned στις αρχές Νοεμβρίου.

H πλατφόρμα Zara Pre-Owned, που δίνει τη δυνατότητα στους πελάτες του δημοφιλούς brand να παρατείνουν τον κύκλο ζωής των ρούχων μέσω επισκευής, μεταπώλησης και δωρεών, διατίθεται επί του παρόντος στο Ηνωμένο Βασίλειο και σύμφωνα με τη διοίκηση του μητρικού ομίλου Inditex, εφέτος θα επεκταθεί στις αγορές της Γαλλίας και της Γερμανίας. Η φιλοδοξία είναι η εν λόγω πλατφόρμα να αναπτυχθεί σε περισσότερες αγορές, της Ελλάδας συμπεριλαμβανομένης.

Επιπλέον, πριν από λίγες μέρες ξεκίνησε και η λειτουργία της υπηρεσίας H&M Pre-Loved, με περίπου 30.000 είδη μεταχειρισμένων γυναικείων και παιδικών ενδυμάτων και αξεσουάρ στο hm.thredup.com. Οι καταναλωτές μπορούν επίσης να αγοράσουν από ένα τμήμα «collabs» με αντικείμενα από προηγούμενες guest συλλογές και συνεργασίες σχεδιαστών της H&M.

Σημειώνεται ότι από το 2018 η H&M προσφέρει συμβουλές στους πελάτες της για να κάνουν τα ρούχα να διαρκούν περισσότερο με το concept Take Care.

Ωστόσο, το άνοιγμα της βιομηχανίας fast fashion στο παιχνίδι μεταπώλησης δεν έχει μόνο υποστηρικτές, καθώς ειδικοί της βιωσιμότητας από όλον τον κόσμο θέτουν ένα μεγάλο ερώτημα: είναι τα προϊόντα γρήγορης μόδας κατάλληλα και αρκετά ανθεκτικά στις επαναλαμβανόμενες φθορές;

Φωτ.: Gabriella Clare Marino/ Unsplash

Η δεύτερη νιότη της… τεχνολογίας

Το κυκλικό επιχειρηματικό μοντέλο αγγίζει και την τεχνολογία.Στην αγορά των μεταχειρισμένων κινητών και laptops έκαναν εφέτος ντεμπούτο και ελληνικές εταιρείες.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της International Data Corporation, τα μεταχειρισμένα smartphones που πουλήθηκαν παγκοσμίως το 2022 έφτασαν τις 282 εκατομμύρια συσκευές, καταγράφοντας αύξηση 11,5% έναντι των 253,4 εκατομμυρίων τα οποία διατέθηκαν το 2021.

Στον αντίποδα οι πωλήσεις των ολοκαίνουργιων smartphones κατέγραψαν ιστορικό χαμηλό για την περίοδο 2013-2022 λόγω της σημαντικά μειωμένης καταναλωτικής ζήτησης, του πληθωρισμού και των οικονομικών αβεβαιοτήτων.

Στη χώρα μας, παρότι η κουλτούρα του μεταχειρισμένου κινητού δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη, σύμφωνα με έρευνα του Εργαστηρίου Ηλεκτρονικού Εμπορίου (ELTRUN) του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών για λογαριασμό της Pandas, το 15% των Ελλήνων δήλωσε πως έχει ήδη αγοράσει ένα μεταχειρισμένο smartphone, ενώ το 30% ανέφερε πως ενδιαφέρεται να αγοράσει στο μέλλον μια μεταχειρισμένη συσκευή.

Επικρίσεις

Ορισμένοι επικριτές λένε ότι οι προσπάθειες των παγκόσμιων ομίλων γρήγορης μόδας να εισέλθουν στην αγορά μεταχειρισμένων ειδών υπονομεύονται από τον όγκο των ρούχων που παράγουν. Και αυτό γιατί δεν μπορούν να αποδείξουν ότι αυτή η πρωτοβουλία εκτοπίζει τη βασική τους δραστηριότητα που είναι η πώληση νέων προϊόντων που παράγονται από παρθένους πόρους.