Την προοπτική μιας τέλειας ψυχρολουσίας αντιμετωπίζουν τα γερμανικά νοικοκυριά, που καλούνται να βάλουν πλάτη για να αποτρέψουν την κατάρρευση της γερμανικής αγοράς ενέργειας. Την οικονομική κατάρρευση των εταιρειών παραγωγής και διανομής ενέργειας δηλαδή, οι οποίες πασχίζουν να απεξαρτηθούν από τις εισαγωγές υδρογονανθράκων από τη Ρωσία.

Η διαρκής επιβάρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών, όμως, ροκανίζει την κατανάλωση, αποκαρδιώνει τις επιχειρήσεις που αναθεωρούν τα επενδυτικά τους σχέδια, ωθεί τη μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία όλο και πιο κοντά στην ύφεση και αναγκάζει την κυβέρνηση «φανάρι του δρόμου» (κόκκινοι Σοσιαλιστές, κίτρινοι Ελεύθεροι Δημοκράτες και Πράσινοι) να αναθεωρήσει τους περιβαλλοντικούς της μαξιμαλισμούς.

Ζοφερή εικόνα

Μέσα στο κατακαλόκαιρο η εικόνα του επόμενου χειμώνα προδιαγράφεται ήδη ζοφερή και παγερή τόσο που η πειθαναγκαστική αλληλεγγύη των ευρωπαίων εταίρων (15% εξοικονόμηση στην κατανάλωση φυσικού αερίου) δεν μοιάζει ικανή να τη μετριάσει. Πριν από την ουκρανική κρίση η Γερμανία εισήγε το 55% του φυσικού αερίου που κατανάλωνε από τη Ρωσία. Στις αρχές Ιουνίου το ποσοστό αυτό περιορίστηκε στο 35%.

Αλλά περισσότερα από το 50% των γερμανικών νοικοκυριών θα ζεσταθούν τον επόμενο χειμώνα με φυσικό αέριο. Πόσα θα πληρώσουν; Με τις διεθνείς τιμές να καλπάζουν από ρεκόρ σε ρεκόρ, μάλλον πολλά. Γι’ αυτό και πολλά νοικοκυριά λέγεται ότι θα ανάψουν τα τζάκια τους που εδώ και δεκαετίες (όπως και σε ολόκληρη την πολιτισμένη Ευρώπη, στις αστικές περιοχές εννοείται) παραμένουν σφραγισμένα για λόγους υγειονομικής, κοινωνικής και περιβαλλοντικής ευθύνης.

Στα όριά τους

Το πρόβλημα όμως έχει ήδη από το καλοκαίρι φέρει στα όριά τους τις γερμανικές επιχειρήσεις ενέργειας. Η τρικομματική κυβέρνηση αποφάσισε από την 1η Οκτωβρίου έως τον Απρίλιο του 2024 να επιμερίσει στα νοικοκυριά το αυξημένο κόστος απεξάρτησης των επιχειρήσεων του κλάδου από το ρωσικό αέριο.

Η επιβάρυνση εκτιμάται στα 2,419 εκατοστά του ευρώ ανά κιλοβατώρα, κάτι που «μεταφράζεται» σε μια μέση επιβάρυνση της τάξεως των 480 ευρώ ανά νοικοκυριό ετησίως. Σύμφωνα με την πλατφόρμα σύγκρισης των τιμών Verivox, ο μέσος λογαριασμός για τη θέρμανση ενός γερμανικού νοικοκυριού θα φτάσει τα 3.568 ευρώ τον επόμενο χρόνο.

Αποδοκιμασίες

Βεβαίως, το μεγαλύτερο κόμμα του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία είναι το Σοσιαλδημοκρατικό και ως εκ τούτου θα πρέπει να περιμένει κανείς επιπλέον στήριξη στα πιο ευάλωτα, τουλάχιστον, νοικοκυριά που θα κληθούν να σηκώσουν το βάρος της διάσωσης της ενεργειακής βιομηχανίας. Μόλις την περασμένη Πέμπτη ο καγκελάριος Ολαφ Σολτς προανήγγειλε μείωση του ΦΠΑ στην ενέργεια και λίγες ώρες αργότερα… αποδοκιμάστηκε (από ακροδεξιούς οπαδούς του AfD βέβαια) στην κεντρική πλατεία μικρής πόλης του Βρανδεμβούργου όπου μίλησε.

Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση του Βερολίνου έχει ανακοινώσει επιπλέον επιδοτήσεις 15 δισ. ευρώ για την ακριβή ενέργεια, ανεβάζοντας τη συνολική επιβάρυνση του εφετινού γερμανικού προϋπολογισμού στα 60 δισ. ευρώ.

Ανεξάρτητα όμως από το αν τα νοικοκυριά θα στηρίξουν από την τσέπη τους τις βιομηχανίες ενέργειας ή αν η κυβέρνηση θα διανείμει και άλλες επιδοτήσεις στους καταναλωτές επιβαρύνοντας τον προϋπολογισμό, οι οικονομολόγοι προειδοποιούν ότι το αποτέλεσμα θα είναι το ίδιο: η περαιτέρω αύξηση του πληθωρισμού, που ήδη έχει φτάσει στο 8,5% τον Ιούλιο.

Ο πληθωρισμός, η κάμψη της κατανάλωσης, τα απανωτά πλήγματα στον ενεργειακό τομέα, η συρρίκνωση του διεθνούς εμπορίου και γενικότερα οι επιπτώσεις της απο-παγκοσμιοποίησης στις γερμανικές εξαγωγές ρίχνουν στα τάρταρα το ηθικό των (εξόχως εξαγωγικών) γερμανικών επιχειρήσεων. Την περασμένη Τρίτη το Ινστιτούτο ZEW ανακοίνωσε ότι ο δείκτης επιχειρηματικής εμπιστοσύνης βυθίστηκε στο -55,3 τον Αύγουστο από -53,8 που ήταν τον Ιούλιο (οι ειδικοί που μετείχαν σε έρευνα του Reuters προέβλεπαν ότι θα μείνει σταθερός στο -53,8).

Η παράλογη σχέση

Μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και την ενοποίησή της η Γερμανία πίστεψε αφελώς στο αφήγημα του «τέλους της Ιστορίας». Το αποτέλεσμα ήταν να εμπιστευθεί την ενεργειακή της επάρκεια σε έναν προμηθευτή πάμφθηνο μεν, αλλά απρόβλεπτο. Οι κυβερνήσεις των Χριστιανοδημοκρατών Κολ και Μέρκελ φέρουν την κύρια ευθύνη για την παράλογη αυτή σχέση ενεργειακής εξάρτησης της Γερμανίας από τη Ρωσία, που «έδεσε» και σε προσωπικό επίπεδο με το καθεστώς Πούτιν ο Σοσιαλδημοκράτης πρώην καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ. Πολιτικά, ως μη μετέχοντες στην κυβέρνηση που θα «μαζέψει τα νερά», οι Χριστιανοδημοκράτες πρέπει να αισθάνονται τυχεροί.

Tο Βερολίνο «φρενάρει» το κλείσιμο των πυρηνικών σταθμών

Η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη χώρα εισαγωγής ορυκτών καυσίμων από τη Ρωσία. Είναι προφανές ότι η διαδικασία απεξάρτησης από τη ρωσική ενέργεια θα είναι μια επώδυνη διαδικασία. Τον Ιούνιο η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα «πακέτο» μέτρων για να μειωθεί η κατανάλωση ενέργειας, που περιλαμβάνει χαμηλότερο φωτισμό στους δρόμους, διακοπή της λειτουργίας των σιντριβανιών και μείωση της θερμοκρασίας του νερού στις δημόσιες πισίνες. Αποφάσισε επίσης η γερμανική κυβέρνηση τη ρύθμιση, από το φθινόπωρο, των θερμοστατών στα δημόσια κτίρια στους 19 βαθμούς Κελσίου.

Αλλαγή πολιτικής

Οι πιθανές ελλείψεις ενέργειας τον χειμώνα, όμως, είναι ο μεγάλος πονοκέφαλος της κυβέρνησης Σολτς. Ετσι, η κυβέρνηση Σολτς αναγκάζεται να αναθεωρήσει άρδην την περιβαλλοντική πολιτική και τους μαξιμαλιστικούς, όπως η απρόβλεπτη κρίση απέδειξε, στόχους που είχαν θέσει οι προηγούμενες απ’ αυτήν κυβερνήσεις και δη εκείνες της Ανγκελα Μέρκελ.

«Είναι σκληρό, αλλά είναι απαραίτητο να μειώσουμε την κατανάλωση αερίου» είχε δηλώσει στα μέσα Ιουνίου ο υπουργός Οικονομίας Ρόμπερτ Χάμπεκ, εξηγώντας την αύξηση της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από την καύση λιγνίτη. Οι Πράσινοι, που είναι το κόμμα του Χάμπεκ, είχαν υποσχεθεί τον τερματισμό της χρήσης άνθρακα στη Γερμανία το έτος 2030.

Ευλόγως υποψιάζεται κανείς ότι οι Πράσινοι θα χρεωθούν πολιτικά το κόστος του τεράστιου περιβαλλοντικού πισωγυρίσματος της Γερμανίας, το οποίο περιλαμβάνει και παράταση της χρήσης πυρηνικής ενέργειας.

Παράταση λειτουργίας

Οπως αποκάλυψαν κυβερνητικοί αξιωματούχοι στην αμερικανική «Wall Street Journal», το Βερολίνο σχεδιάζει να καθυστερήσει το κλείσιμο των τριών τελευταίων πυρηνικών σταθμών της χώρας. Πρόκειται για μια πολιτική απόφαση που είχε ανακοινώσει η Ανγκελα Μέρκελ το 2011, μετά την πυρηνική καταστροφή στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας, καταστρώνοντας και ένα χρονοδιάγραμμα ετών για την «αποπυρηνικοποίηση» της Γερμανίας.

Τώρα, μιλώντας στη «WSJ», ένας αξιωματούχος της κυβέρνησης Σολτς, προσπαθώντας να εξηγήσει ότι μια παράταση της λειτουργίας των πυρηνικών εργοστασίων παραγωγής ενέργειας που επρόκειτο να κλείσουν στα τέλη της χρονιάς αυτής δεν αποτελεί δα και καταστροφή, δήλωσε χαρακτηριστικά: «Οι αντιδραστήρες είναι ασφαλείς μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου και προφανώς θα παραμείνουν ασφαλείς και μετά τις 31 Δεκεμβρίου».

Θα αντέτεινε κανείς ότι και ο σταθμός της Φουκουσίμα με ασφάλεια θα λειτουργούσε ακόμη αν στις 11 Μαρτίου 2011 δεν συνέβαιναν ο σεισμός των 9,1 ρίχτερ και το τεράστιο τσουνάμι που σάρωσε την περιοχή.