Ο υπουργός Οικονομικών Κωστής Χατζηδάκης κατέθεσε την περασμένη Τρίτη στη Βουλή το προσχέδιο του προϋπολογισμού για το 2025, εμμένοντας κατά βάση, με ελάχιστες διαφοροποιήσεις, στο αυτό σχήμα οικονομικής πολιτικής. Επί της ουσίας, οι στόχοι παραμένουν αδιατάρακτοι και το μείγμα αναλλοίωτο. Οι παροχές του 1,1 δισ. ευρώ δεν είναι αρκετές, ούτε ικανές να αλλάξουν την εικόνα. Πράγμα που σημαίνει ότι και στη διάρκεια του προσεχούς έτους η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης θα συνεχίσει στην περιοριστική της λογική, επιδιώκοντας δημοσιονομική ασφάλεια και διατήρηση της ευμενούς διάθεσης των αγορών και των οίκων αξιολόγησης απέναντί τους.
Επιμονή
Γι’ αυτό και επιμένει στην επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων και συμβιβάζεται με τις τρέχουσες μέτριες αναπτυξιακές επιδόσεις, οι οποίες μένουν αναιτιολόγητες έπειτα από τόσα χρόνια μνημονιακών πολιτικών και των υποτιθέμενων ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων που διαμόρφωσε η ασκηθείσα επί μακρόν πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης.
Ο κ. Χατζηδάκης υπερασπίζεται τη συντηρητική προσέγγισή του, δεν διακινδυνεύει την απώλεια των υπερβολικών, κατά τη γνώμη των περισσοτέρων, φορολογικών εσόδων που τα τελευταία χρόνια εξασφαλίζονται μέσω των υψηλών φορολογικών συντελεστών της άμεσης και της έμμεσης φορολογίας και βεβαίως υπερασπίζεται τη λελογισμένη αύξηση των δημοσίων δαπανών μόλις κατά 3,6%. Επικαλείται προς τούτο τις αλλεπάλληλες κρίσεις στην παγκόσμια οικονομία εξαιτίας των διαχεόμενων και αλληλοσυνδεόμενων διαταραχών σε οικονομικό, κλιματικό και γεωπολιτικό επίπεδο.
Κατ’ αυτόν οι αβεβαιότητες περισσεύουν διεθνώς, τα πολεμικά μέτωπα σε Ουκρανία και Μέση Ανατολή διατηρούνται ενεργά και ικανά να προκαλέσουν νέες αναστατώσεις στη διεθνή οικονομία. Και επαίρεται βεβαίως για την απόσταση που παρουσιάζουν οι ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης, στο παρόν αβέβαιο διεθνές περιβάλλον, από τους αντίστοιχους μέσους ευρωπαϊκούς όρους. Η αλήθεια είναι ότι η ελληνική οικονομία φέτος αναμένεται να αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2% και του χρόνου προβλέπεται να πιάσει το 2,3%, όταν η ευρωζώνη στο σύνολό της προβλέπεται να αναπτυχθεί με 0,8% και 1,4%.
Μπορεί να πει κανείς ότι η αυταρέσκεια περισσεύει στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, μεταθέτοντας για το απώτερο μέλλον δυναμικότερες αλλαγές στο μείγμα της οικονομικής πολιτικής.
Οι παρεμβάσεις
Ο κ. Χατζηδάκης, παρουσιάζοντας τον νέο προϋπολογισμό, δήλωσε χαρακτηριστικά ότι μόνο αν τον προσεχή Σεπτέμβριο επιβεβαιωθεί η επίτευξη των στόχων για πρωτογενές πλεόνασμα της τάξης του 2,5% του ΑΕΠ και του ελλείμματος σε μόλις 0,6%, που θα διευρύνουν τον δημοσιονομικό χώρο, θα οδηγηθεί το 2026 πια σε παρεμβάσεις κυρίως στη φορολογία εισοδήματος μέσω κάποιων αναπροσαρμογών στα ενδιάμεσα κλιμάκια και τους συντελεστές της φορολογικής κλίμακας, με στόχο την ελάφρυνση των εισοδημάτων της μεσαίας τάξης.
Επ’ ουδενί, αντιθέτως, δεν συζητά μειώσεις στους συντελεστές της έμμεσης φορολογίας και δη του ΦΠΑ, την υπεραπόδοση του οποίου συνδέει τόσο με τους ικανοποιητικούς για αυτόν ρυθμούς ανάπτυξης όσο και με τις προσπάθειες πάταξης της φοροδιαφυγής, μέσω επαύξησης της χρήσης των ψηφιακών μέσων και της διεύρυνσης των ψηφιακών συναλλαγών. Ωστόσο δεν μπορεί να κρύψει το διαρκώς αυξανόμενο φορολογικό βάρος τόσο για το πλήθος των οικονομικών δραστηριοτήτων όσο και στα εισοδήματα κυρίως των μισθωτών. Τα στοιχεία του προϋπολογισμού που κατέθεσε στη Βουλή είναι αδιάψευστα.
Αύξηση εσόδων
Τα έσοδα του ΦΠΑ έφθασαν το 2023 σε περίπου 23,5 δισ. ευρώ, προϋπολογίστηκαν σε περίπου 24,4 δισ. ευρώ για το 2024, θα ξεπεράσουν εν τέλει φέτος, κατά τις τρέχουσες προβλέψεις, τα 25,2 δισ. ευρώ και σύμφωνα με τον νέο προϋπολογισμό το 2025 θα ξεπεράσουν τα 26,5 δισ. ευρώ.
Αντιστοίχως τα έσοδα του φόρου εισοδήματος φυσικών και νομικών προσώπων το 2023 ξεπέρασαν τα 21,5 δισ. ευρώ, προϋπολογίστηκαν σε 21,65 δισ. ευρώ για το 2024 αλλά πλέον εκτιμάται ότι φέτος θα ξεπεράσουν τα 23,7 δισ. ευρώ και σύμφωνα με τον νέο προϋπολογισμό το 2025 θα αγγίξουν τα 25 δισ. ευρώ.
Κοινώς από τους δύο βασικούς φόρους, ήτοι από τον ΦΠΑ και τον φόρο εισοδήματος, το υπουργείο Οικονομικών προβλέπεται να εισπράξει περίπου 51,5 δισ. ευρώ, σχεδόν το 70% του συνόλου των εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού, που αναμένονται σε 74,6 δισ. ευρώ το προσεχές έτος. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι τα έσοδα αυξάνονται σχεδόν κατά 5 δισ. ευρώ τον χρόνο. Από 65,2 δισ. ευρώ το 2023 αυξήθηκαν σε 70,8 δισ. ευρώ το 2024 και θα αναμένεται να ανέλθουν σε 74,6 δισ. ευρώ το 2025.
Προφανέστατα αυτή η τόσο σημαντική αύξηση των εσόδων, κατά σχεδόν 10 δισ. ευρώ στην τριετία 2023-2025, δεν μπορεί να αποδοθεί στις προσπάθειες κατά της φοροδιαφυγής και στην ενίσχυση του ακαθάριστου εθνικού εισοδήματος. Φανερώνει απλούστατα και τη διαρκή επίδραση του βάρους των υψηλών συντελεστών του ΦΠΑ και του φόρου εισοδήματος. Πολύ περισσότερο όταν στο ίδιο διάστημα, μεταξύ 2023-2025, η αύξηση του συνόλου των κρατικών δαπανών περιορίζεται στη ζώνη των 8 δισ. ευρώ και το σύνολό τους αναμένονται σε περίπου 80,5 δισ. ευρώ.
Δυσαρεστημένοι
Αξιολογώντας συνολικά το εκπηγάζον από τον προϋπολογισμό του 2025 μείγμα οικονομικής πολιτικής αντιλαμβάνεται ο καθείς ότι ο υπουργός Οικονομικών και συνολικά η κυβέρνηση επιλέγουν πολιτική, κατά το δυνατόν, ασφαλούς δημοσιονομικής διαχείρισης στη διάρκεια του μεταβατικού και γενικά ανασφαλούς πανευρωπαϊκά 2025, αφήνοντας τις «μεγάλες» παρεμβάσεις για το σχεδόν αμιγώς προεκλογικό 2026. Τότε θα απέχουμε μόλις ενάμιση χρόνο από τις εκλογές του 2027 και προφανώς η πολλαπλώς πιεζόμενη και διαρκώς φθειρόμενη νεοδημοκρατική διακυβέρνηση θα χρειάζεται ευρύτερα μέσα και εργαλεία παροχών προκειμένου να εξευμενίσει το πλήθος των δυσαρεστημένων ψηφοφόρων.
Πολλοί, παρά ταύτα, είναι εκείνοι που θεωρούν ότι η κυβέρνηση θα έπρεπε να προσπεράσει τους όποιους πολιτικούς περιορισμούς και αντί να προσβλέπει σε μελλοντικές ευκαιρίες, να σπεύσει από τώρα να προσδώσει ξεχωριστά αναπτυξιακά χαρακτηριστικά στην πολιτική της. Να εκμεταλλευθεί δηλαδή τα όποια υπερέσοδα δημιουργεί η τρέχουσα δημοσιονομική διαχείριση και να τα κατευθύνει στις επενδύσεις, δημόσιες και ιδιωτικές, ώστε να καλύψει το εμφανές επενδυτικό κενό και έτσι να ενισχύσει την παραγωγική της ικανότητα, τη μόνη που μπορεί πραγματικά να εγγυηθεί τις δουλειές και τα εισοδήματα των πολιτών.
Επενδύσεις
Αντί λοιπόν να προβαίνει σε πρόωρες αποπληρωμές χρεών για να κερδίσει την εύνοια των αγορών και των οίκων αξιολόγησης, θα μπορούσε να μετριάσει το φορολογικό βάρος και να επαυξήσει στον μέγιστο βαθμό τους πόρους που κατευθύνονται στις επενδύσεις και στην παραγωγική ανασυγκρότηση του τόπου. Είναι αυτή η ασφαλέστερη οδός προς τη διεκδικούμενη ταχεία ανάκαμψη, η οποία και τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ μειώνει και μαζί τις προσδοκίες και τις ευκαιρίες των πολιτών πολλαπλασιάζει.
Με τη διαφορά ότι απαιτεί γενναιότητα και απελευθέρωση από τα δόγματα και τα στερεότυπα των επικρατουσών την τελευταία δεκαπενταετία μονοδρομικών πολιτικών αντιλήψεων. Αλλωστε οι καιροί αλλάζουν και άλλοι άνεμοι αναπτύσσονται παγκοσμίως…